Η σύγχρονη ιστορία ή σύγχρονη εποχή, είναι τμήμα της νεότερης ιστορίας η οποία περιγράφει την ιστορική περίοδο από την αρχή ή τα μέσα του 20ού αιώνα έως το παρόν.[1][2] Καθώς το αντικείμενο μελέτης της αφορά γεγονότα του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, ένας από τους κύριους στόχους της είναι η καλύτερη κατανόηση των τρεχόντων τάσεων και ρευμάτων υπό την ιστορική τους οπτική και βαρύτητα.[3]
Το μεγαλύτερο τμήμα της σύγχρονης ιστορίας χαρακτηρίστηκε από τον Ψυχρό Πόλεμο (1945–1991) μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, και έμμεσα μεταξύ των συμμάχων τους σε όλο τον κόσμο, καθώς και των συμμαχιών του ΝΑΤΟ και Ανατολικού Μπλοκ. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου ήρθε με τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του συμφώνου της Βαρσοβίας το 1991, και ενώ είχε ήδη προηγηθεί η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η επανενοποίηση της Γερμανίας το 1990. Κατά τα επόμενα χρόνια επήλθε η φιλελευθεροποίηση των πρώην χωρών του Ανατολικού Μπλοκ, χωρών της Αφρικής και της Ασίας και Λατινικής Αμερικής.[4] Στη Μέση Ανατολή, η περίοδος μετά το 1945 χαρακτηρίζεται κυρίως από την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, ενώ μετά το 1980 (θεοκρατικό Ιράν), και από το 2000 και έπειτα (Αλ Κάιντα, Ισλαμικό Κράτος) από την άνοδο του φονταμενταλιστικού ισλαμισμού. Ο διεθνής οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και η πολιτικοοικομική ένωση κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιουργήθηκαν μετά το 1945, και παράλληλα οι πρώην αποικίες των ευρωπαϊκών χωρών σε Αφρική και Ασία απέκτησαν την ανεξαρτησία τους τερματίζοντας την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Παράλληλα την εμφάνιση τους έκαναν οι νέες οικονομικές δυνάμεις της Ιαπωνίας και της Δυτικής Γερμανίας οι οποίες ισχυροποιήθηκαν -οικονομικά- γρήγορα στις δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δεκαετία του 1960 έως τα τέλη του 1970 χαρακτηρίζεται από την αύξηση της αντικουλτούρας και τη σεξουαλική επανάσταση η οποία μεταμόρφωσε την κοινωνική ιστορία στον δυτικό κόσμο. Το επίπεδο διαβίωσης βελτιώθηκε αισθητά σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες μετά την οικονομική βελτίωση των συνθηκών με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού των ΗΠΑ, διαδόθηκαν παγκοσμίως μέσω του κινηματογράφου, της μουσικής, και των τεχνολογιών, και παράλληλα διαδόθηκε και ο καταναλωτισμός και η μαζική κουλτούρα.[5] Στο πλαίσιο αυτό, άρχισε να δημιουργείται το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, οικονομικής αρχικά, και κατόπιν κοινωνικής. Χώρες όπως η Κίνα και η Ταϊβάν, έγιναν οι κύριοι κατασκευαστές για πληθώρα αγαθών μαζικής χρήσης διαφόρων τύπων τα οποία εξάγονται στον υπόλοιπο κόσμο, με μικρό κόστος κατασκευής στο εργοστάσιο και υψηλό κόστος πώλησης στην αγορά.[6]
Ειδικά σε ότι αφορά τις επιστήμες και τις τεχνολογικές εφαρμογές τους, η ανάπτυξη τους υπήρξε ραγδιαία και συνεχής, με εφαρμογές όπως η τηλεόραση, αποκωδικοποίηση του DNA, διαστημικές πτήσεις, πυρηνική τεχνολογία, λέιζερ, μοριακή βιολογία, και γενετική. Η τεχνολογία που λειτούργησε ως καταλύτης για την περαιτέρω ανάπτυξη των κλάδων αυτών, ήταν η εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι οποίοι από τους μεγάλους σε μέγεθους και αδύναμους σε λειτουργία υπολογιστές λυχνιών κενού της δεκαετίας του 1950, έως το 2018 αναπτύχθηκαν και εξαπλώθηκαν παντού ως φορητοί υπολογιστές, ή έξυπνα τηλέφωνα, ή ενσωματωμένοι σε διάφορα οικιακά και άλλα αντικείμενα (διαδίκτυο των πραγμάτων, και προσαρτώμενοι υπολογιστές). Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, η επίδραση των υπολογιστών καθώς και παράλληλα η επεξεργασία πληροφοριών αυξήθηκε κατακόρυφα με την ευρεία κοινωνικο-οικονομική διάδοση και ανάπτυξη του διαδικτύου και συγκεκριμένα του Παγκοσμίου Ιστού, φέρνοντας την εποχή της Πληροφορίας.