Σύμβαση είναι ηδικαιοπραξία[1] μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων μετην οποία τα πρόσωπα δηλώνουν τη βούλησή τους να προβούν σε διάφορες ενέργειες καινα συνεργαστούν με άλλα πρόσωπα, είναι δηλαδή δήλωση βούλησης. Τα πρόσωπα αυτά δηλαδή όχι μόνο επιθυμούν, αλλά αποφασίζουν και προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, “εξωτερικεύουν” δηλαδή τη βούλησή τους. Η σύμβαση λέγεται και συμφωνία. Η συμφωνία ή σύμβαση δεν είναι αναγκαίο να είναι νόμιμη γιανα χαρακτηριστεί έτσι.
Και εφόσον η σύμβαση είναι δικαιοπραξία μεταξύ περισσότερων προσώπων, ούτε η δικαιοπραξία απαιτείται να είναι νόμιμη. Υπάρχουν και παράνομες δικαιοπραξίες. Επομένως η λέξη "δικαιοπραξία" δεν σημαίνει "πράξη σύμφωνα μετο δίκαιο", ούτε "δίκαιη πράξη", όπως ίσως φαίνεται από τηνετυμολογία της, αλλά εξωτερικευμένη δήλωση βούλησης που παράγει αποτελέσματα σύμφωνα μετοδίκαιο (νόμο) που ενδεχομένως είναι παράνομα. Το ότι η δικαιοπραξία (πουδεν ορίζεται στον νόμο, αλλά προκύπτει από άλλους) συμπίπτει μετη δήλωση βούλησης φαίνεται έμμεσα αλλά σαφώς από το άρθρο 138 Αστικού Κώδικα, βλ. σύμπτωση των δύο στις δύο παραγράφους του άρθρου.[2]
Παραδείγματα σύμβασης είναι ηπώληση, ημίσθωση, τοδάνειο, ηδωρεά, η σύμβαση εργασίας, η ίδρυση εταιρείας, ακόμα καιοαρραβώνας δύο ανθρώπων καιογάμος τους,[3]κλπ. Η αγορά μιας σοκολάτας από περίπτερο είναι σύμβαση πώλησης, ο άνθρωπος στο περίπτερο πωλεί και κάποιος αγοράζει αντί τιμήματος, το ίδιο κι όταν κάποιος αγοράζει από σούπερ μάρκετ.[4]Τοναμπει κάποιος σ' ένα ταξί είναι σύμβαση έργου, ο οδηγός ταξί συμφωνεί να ολοκληρώσει ένα έργο, που συνίσταται στονα μεταφέρει μετο ταξί του κάποιον σε κάποιο τόπο πουτου ζητήθηκε, πάλι αντί τιμήματος.[5] Σχεδόν κάθε μέρα οι άνθρωποι συνάπτουν συμβάσεις κι ας μην τις αποκαλούν έτσι.
"Πρόσωπο" μπορεί να είναι άνθρωπος,[6]που λέγεται φυσικό πρόσωπο, ή ένωση προσώπων[7] ή εταιρεία σε οποιαδήποτε μορφή ή σωματείο ή ίδρυμαπου λέγεται νομικό πρόσωπο.[8]Ο άνθρωπος κατά κανόνα, γιανα έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή να είναι ικανός γιαδικαιοπραξία, πρέπει να είναι ενήλικος, δηλαδή πάνω από 18 ετών, σε μερικές περιπτώσεις όμως μπορεί κάποιος να συνάπτει συμβάσεις από 16 ετών και πάνω,[9]σε άλλες πάνω από δέκα ετών,[10]και 14 ετών.[11]Σε περίπτωση πουοανήλικος είναι έγγαμος (παντρεμένος) εφαρμόζεται το άρθρο 137 τουΑστικού Κώδικα[12] όπου φαίνεται ότι ανκαιο ανήλικος μπορεί να είναι οποιασδήποτε ηλικίας, μπορεί να συνάπτει συμβάσεις πουδεν επιτρέπονται για μεγαλύτερους σε ηλικία ανήλικους.
Ανήλικος μπορεί να συνάψει σύμβαση γάμου σύμφωνα μετον Αστικό Κώδικα,[13] όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος. ΣτηνΕλλάδαο λόγος αυτός μπορεί να είναι εγκυμοσύνη ανήλικης. Όσο κιαν προκαλεί έκπληξη ότι ανήλικος, και μάλιστα κάθε ηλικίας, αφού ο νόμος δεν προσδιορίζει το όριο,[14]τοδικαστήριο πρέπει να συνεκτιμήσει κατά πόσο ο γάμος θα συντελέσει στην οικογενειακή, κοινωνική, ηθική, συναισθηματική και ψυχική ολοκλήρωση του ανηλίκου ή τουναντίον θα προκαλέσει στον ανήλικο τόσα και τέτοιας εκτάσεως προβλήματα μελλοντικώς, ώστε ημη χορήγηση της αιτούμενης άδειας γιατην τέλεσή τουνα παρίσταται ως απαιτουμένη πράξη προασπίσεως των αληθών συμφερόντων του.[15]
Δικαιοπρακτική ικανότητα, πουδεν ορίζεται ευθέως στοννόμο, είναι η ικανότητα του ατόμου να λαμβάνει νομικά έγκυρες αποφάσεις καινα συνάπτει δεσμευτικές συμβατικές σχέσεις.[16]Ο όρος δικαιοπρακτική ικανότητα ορίζεται στον νόμο ως "ικανότητα προς δικαιοπραξία",[17] προκύπτει από τα παραπάνω άρθρα του Αστικού Κώδικα.[18]
Τα νομικά πρόσωπα μπορεί να είναι ιδιωτικού δικαίου, εταιρείες όλων των μορφών, τότε γράφονται μετο ακρωνύμιο ΝΠΙΔ, ή δημοσίου δικαίου, που ανήκουν δηλαδή στο Δημόσιο, τότε γράφονται μετο ακρωνύμιο ΝΠΔΔ, όπως σύμβαση μετηνΕΥΔΑΠ ή την εταιρεία φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ). Τα πρόσωπα πρέπει να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, να είναι ικανά γιαδικαιοπραξία, δηλαδή, όσον αφορά ταφυσικά πρόσωπα, εκτός από την ηλικία, ναμην πάσχουν από σοβαρές διανοητικές διαταραχές όπως νοητική υστέρηση, σχιζοφρένεια, άνοια, μαλάκυνση κλπ. Τα νομικά πρόσωπα επίσης, οιεταιρείες, πρέπει να απαρτίζονται από φυσικά πρόσωπα μετην ίδια ως άνω δικαιοπρακτική ικανότητα, αλλιώς είναι άκυρα.
Αυτοί που υπογράφουν μια σύμβαση λέγονται συμβαλλόμενοι, στηδε σύμβαση "συμβάλλονται". Η σύμβαση "συνάπτεται".
Η συμπεριφορά των συμβαλλομένων πρέπει να είναι σύμφωνη μετην καλή πίστη καιτα χρηστά συναλλακτικά ήθη,[19]καιτα δικαιώματα που αντλούν οι συμβαλλόμενοι από τη σύμβαση δεν πρέπει νατα ασκούν καταχρηστικά.[20] Ασφαλώς η συμπεριφορά των συμβαλλομένων πρέπει να είναι σύμφωνη μετα χρηστά ήθη.[21][22]
Συνήθως, όχι πάντα, οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν υποχρεώσεις, τις οποίες πρέπει να τηρήσουν. Η υποχρέωση συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη ή συνδυασμό των δύο. Στην περίπτωση αυτή η ευθύνη από σύμβαση λέγεται ενδοσυμβατική, ονομάζεται "ενοχή" (η λέξη δεν έχει καμία σχέση μετο "ένοχος-αθώος"), κι έτσι, εφόσον ευθύνονται, "ενέχονται". Αν δύο ή περισσότεροι ευθύνονται, όπως για παράδειγμα αγοράζουν από κοινού κινητό ή ακίνητο πράγμα, τότε συνήθως (αναλόγως μετοτι συμφώνησαν), ευθύνονται ή ενέχονται "εις ολόκληρον", που σημαίνει ότι οπωλητής μπορεί να ζητήσει-αξιώσει ταχρήματαπουτου οφείλουν (αν πρόκειται να πληρώσουν ή εξοφλήσουν αργότερα), από τον έναν μόνο απ' αυτούς, όποιον διαλέξει εκείνος. Αυτή είναι η "ενοχή εις ολόκληρον".
Η σύμβαση μπορεί να είναι προφορική ή γραπτή. Οι περισσότερες συμβάσεις μπορούν έγκυρα να καταρτιστούν προφορικά. Στις περιπτώσεις αυτές η αποτύπωση της συμφωνίας σε έγγραφο, που λέγεται "σύμβαση" ή "συμφωνητικό" γίνεται μόνο για αποδεικτικό σκοπό. Όταν κάποιος εκμισθώνει (νοικιάζει) το σπίτι τουσε μισθωτή (ενοικιαστή), όταν κάποιος δανείζει χρήματα σε κάποιον άλλον, τότε οι συμβαλλόμενοι θέλουν να υπάρχει απόδειξη της συμφωνίας τους, που χρησιμεύει πρώτον στονα θυμούνται τι συμφώνησαν και δεύτερον ως αποδεικτικό μέσο σταδικαστήριαανη συμφωνία δεν τηρηθεί.
Ορισμένες συμβάσεις είναι υποχρεωτικό να είναι έγγραφες, όπως η ίδρυση εταιρείας ή η συμφωνία (σύμβαση) διαιτησίας, διαφορετικά δεν έχουν καμία ισχύ, είναι σανναμην έγιναν ποτέ, και τότε λέγονται συστατικές, διότι μόνο εγγράφως γίνεται σύσταση εταιρείας και μόνο εγγράφως μπορεί να συμφωνηθεί διαιτησία, μόνο εγγράφως συνάπτεται γάμος, κλπ. Άλλες, όπως ηπώληση ακινήτου, η σύσταση ανώνυμης εταιρείας, πρέπει να είναι όχι μόνο έγγραφες, αλλά να υπογράφονται ενώπιον συμβολαιογράφου, διαφορετικά είναι άκυρες, και τότε το έγγραφο αυτό ονομάζεται "συμβόλαιο". Κι αυτές είναι "συστατικές", αφού μόνο έτσι γίνεται η "σύσταση" της σύμβασης.
Έτσι, ορισμένες συμβάσεις όπως ενδεικτικά οι παραπάνω, εφόσον απαιτείται έγγραφο και ενδεχομένως και συμβολαιογραφικό, ονομάζονται "τυπικές" διότι πρέπει να υποβάλλονται στον παραπάνω "τύπο" (πχ. έγγραφο). Σε αντιδιαστολή των τυπικών συμβάσεων υπάρχουν οι άτυπες συμβάσεις, πουδεν χρειάζεται να περιβληθούν ορισμένο τύπο, όπως αναφέρθηκε πώληση κινητού πράγματος, μίσθωση κλπ.
Η σύμβαση πρέπει να είναι νόμιμη, διαφορετικά είτε είναι απόλυτα άκυρη είτε ακυρώσιμη. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που καθιστούν μια σύμβαση παράνομη, όπως αυτή που αντίκειται στα χρηστά ήθη,[23]που είναι υπέρμετρα επαχθής για κάποιον/κάποιους απ' όλους[24], αν είναι εικονική,[25] κάποιος υπέγραψε λόγω πλάνης,[26]απάτης[27] ή απειλής,[28]αν αντίκεινται σε αναγκαστικούς νόμους (αυτοί θεσπίζονται κυρίως γιατο γενικό καλό, όπως γιατηδημόσια υγεία), και ασφαλώς όταν είναι ποινικά κολάσιμες, δηλαδή βασίζονται σεέγκλημα, όπως σύμβαση δανείου με τοκογλυφικό τόκο, εφόσον ητοκογλυφία είναι έγκλημα. Η παραίτηση από τηνόμιμη μοίρα κληρονομιάς πριν αποβιώσει ο κληρονομούμενος είναι άκυρη.[29]
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι παραπομπές σε νόμους δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν σε όλη τους την έκταση αν κάποιος δεν έχει σπουδάσει νομική. Για παράδειγμα, στην παραπάνω παραπομπή δεν αναφέρεται από τον νόμο "παραίτηση πριν αποβιώσει ο κληρονομούμενος", ερμηνεύονται όμως οι νόμοι, καιοιπιο έγκυρες ερμηνείες βρίσκονται σε βιβλία καθηγητών πανεπιστημίου ή αποφάσεις δικαστηρίων, σε θέματα νόμων κυρίως τουΑρείου Πάγου.
Άκυρη ονομάζεται η σύμβαση που είναι άκυρη άσχετα μετη θέληση των συμβαλλομένων και ανεξαρτήτως προσβολής τους με οποιοδήποτε τρόπο. Ακυρώσιμη ονομάζεται η σύμβαση όταν μπορεί να προσβληθεί ως άκυρη. Μέχρι να προσβληθεί παραμένει έγκυρη. Για παράδειγμα, σύμβαση λόγω απειλής παράγει τα αποτελέσματά της εκτου νόμου (που καλούνται έννομα) μέχρι νατην προσβάλει αυτός που απειλήθηκε, αντην προσβάλει ποτέ. Η προσβολή της σύμβασης μπορεί να γίνει με απλή δήλωση, που είναι δικαιοπραξία, για παράδειγμα εξώδικη δήλωση, μονομερώς (τότε πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, όχι σύμβαση), που απευθύνει σε άλλον (τότε πρόκειται για μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία). Συνήθως γίνεται με αγωγή ενώπιον τωνπολιτικών δικαστηρίωνμε αίτημα την αναγνώρισή της ως άκυρη.
Από τη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι, ή κάποιος απ' αυτούς, μπορούν να υπαναχωρήσουν, να δηλώσουν δηλαδή ότι δεν θέλουν να ισχύσει. Συνήθως η υπαναχώρηση γίνεται με καταγγελία, π.χ. μίσθωσης, σύμβασης εργασίας, και μπορεί να οφείλεται σε πλήθος λόγων, κύριος απ' αυτούς είναι η απρόοπτη μεταβολή συνθηκών, όταν η σύμβαση γίνεται υπέρμετρα επαχθής για κάποιο συμβαλλόμενο.[30]
Οι συμβάσεις μπορεί να είναι ορισμένου χρόνου ή αορίστου χρόνου. Παραδείγματα τέτοιων συμβάσεων είναι η μίσθωση (σπιτιού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή αόριστα, γιατο μέλλον, χωρίς χρονικό όριο), η εταιρεία, η σύμβαση εργασίας, το δάνειο, κλπ. Ο τύπος πρέπει να τηρείται, αν πρόκειται για τυπική δικαιοπραξία, όπως αναφέρθηκε και ορίστηκε, ο τύπος όμως είναι άσχετος μετη διάρκεια.
Οι συμβάσεις είναι οιπιο συνηθισμένες και σπουδαιότερες δικαιοπραξίες τουΙδιωτικού Δικαίου. Παράλληλα, υπάρχουν οιδημόσιες συμβάσεις, οι οποίες φέρουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που αποβλέπουν σε θεραπεία δημόσιου σκοπού, ενώ εξ ορισμού το ένα αντισυμβαλλόμενο μέρος ασκεί δημόσια εξουσία, καιοι διεθνείς συμβάσεις όταν τα συμβαλλόμενα μέρη προέρχονται από διαφορετικές χώρες.
↑Καθηγητές Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, μέχρι σήμερα, 2021, δεν υπήρξε άλλη τόσο ενδελεχής ανάλυση, τα Δικαστήρια χρησιμοποιούν το έργο αυτό σχεδόν πάντα ως πηγή ή παραπομπή (1991). Αστικός Κώδιξ κατ' άρθρο ερμηνεία. Αθήνα: Σάκκουλας. σελ. άρθρο 1350, αριθμός 26 επόμενες σελίδες.