Ο όρος ποπαρτ (Αγγλικά: Pop art, λαϊκή τέχνη) αναφέρεται στο καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε αρχικά στηΜεγάλη Βρετανίακαι αργότερα στηνΑμερική περί τα μέσα της δεκαετίας του '50. Μία από τις σημαντικότερες ίσως επιδράσεις της ποπαρτ ήταν το γεγονός πως περιόρισε τη διάκριση ανάμεσα στις έννοιες της εμπορικής και υψηλής τέχνης.
Ηποπ μουσική γεννήθηκε στοΛονδίνοτη δεκαετία του '50, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Ρίτσαρντ Χάμιλτον. Η ονομασία ποπαρτ αποδίδεται στον Βρετανό κριτικό τέχνης Λόρενς Άλογουεϊ, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά το 1958 αλλά καθιερώθηκε μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στη δεκαετία του '60, περίοδος πουηποπαρτ γνώρισε καιτην μεγαλύτερη απήχηση. Μέχρι τότε, συχνά οιποπαρτ καλλιτέχνες αποκαλούνταν καινεο-νταντάμε αναφορά στο κίνημα τουντανταϊσμού. Από αρκετούς, ο ντανταϊσμός θεωρείται πρόδρομος της ποπαρτκαι σίγουρα αποτέλεσε ισχυρή επιρροή. Τα δύο κινήματα συνδέονται μεταξύ τους, κυρίως μέσω της κοινής διάθεσης να προκαλέσουν καινα ανυψώσουν το καθημερινό και συνηθισμένο στη θέση του αντικειμένου της τέχνης.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60, ηποπαρτ άρχισε να αναπτύσσεται κυρίως στηνΑμερική. Ως πρώτοι ποπαρτ Αμερικανοί καλλιτέχνες αναγνωρίζονται οι Τζάσπερ Τζονς και Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ, ωστόσο η προσωπικότητα τουΆντι ΓουόρχολκαιτουΡόι Λίχτενσταϊν είναι πουθα δώσουν τη μεγαλύτερη ώθηση στηνποπαρτ. Ανκαιη Βρετανία αποτελεί τον τόπο γέννησης της ποπαρτ, στην Αμερική γνωρίζει πραγματική έξαρση, γεγονός που ευνοείται και από την οικονομική ευρωστία της Αμερικής.
Μία μεγάλη έκθεση, το 1962, στην γκαλερί Sydney Janis με τίτλο "Νέοι ρεαλιστές" (New realist) προσέφερε την επίσημη αναγνώριση του κινήματος της αμερικανικής ποπαρτ. Έως τότε ο όρος δεν είχε ακόμη καθιερωθεί.
Το 1952, μια ομάδα καλλιτεχνών στοΛονδίνοπου αυτοαποκαλούνταν η Ανεξάρτητη Ομάδα (The Independent Group) άρχισαν να συναντώνται τακτικά γιανα συζητούν θέματα, όπως η θέση της μαζικής κουλτούρας στις καλές τέχνες, το ευρεθέν αντικείμενο (found object), η επιστήμη καιη τεχνολογία. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν οι Edouardo Paolozzi (Εντουάρντο Παολότζι), Richard Hamilton (Ρίτσαρντ Χάμιλτον), οι αρχιτέκτονες Άλισον και Πίτερ Σμίθσον καιοι κριτικοί Lawrence Alloway (Λόρενς Άλογουεϊ) και Reyner Banham (Ρέινερ Μπάναμ). ΗΒρετανία, στις αρχές του 1950, ακόμη έβγαινε από τη λιτότητα των μεταπολεμικών χρόνων καιοι πολίτες της ήταν αμφίβολοι γιατην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα. Ενώ η ομάδα ήταν καχύποπτη γιατον εμπορικό χαρακτήρα της, ήταν ενθουσιασμένη μετον πλούσιο κόσμο, πουη λαϊκή κουλτούρα φαινόταν να υπόσχεται γιατο μέλλον. Οι εικόνες που συζητούσαν εκτενώς περιλάμβαναν αυτές που προέρχονταν από τις ταινίες γουέστερν, τηνεπιστημονική φαντασία, τακόμικς, τις διαφημιστικές πινακίδες, τον σχεδιασμό αυτοκινήτων καιτη μουσική ρονεντρολ.
Ηποπ-αρτ αντλούσε την έμπνευσή της από τις εικόνες της καταναλωτικής κοινωνίας και της λαϊκής κουλτούρας. Κωμικές ταινίες, διαφημίσεις, βιομηχανοποιημένα προϊόντα, αλλά και φωτογραφίες λαϊκών ειδώλων συνέθεταν το κίνημα που χαρακτηρίστηκε από τον ζωγράφο Ρίτσαρντ Χάμιλτον ως "δημοφιλές, προσωρινό, χαμηλού κόστους, βιομηχανικό, νεαρό, πνευματώδες, σέξι, μαγιό, γοητευτικό και Μεγάλη Επιχείρηση".
Κύρια χαρακτηριστικά της ποπαρτ αισθητικής αποτέλεσαν ο αυθορμητισμός, η δημιουργική υπερβολή, η ανάλαφρη διάθεση, ησάτιρα, οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις καιεν γένει η απόρριψη του παραδοσιακού. Ηποπαρτ υπηρέτησε την αποκαλούμενη μαζική κουλτούρα και συνδέθηκε με ένα είδος εμπορικής τέχνης που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο γνώρισε μεγάλη έξαρση στη Μεγάλη Βρετανία ηποπ μουσική, η οποία θεωρείται συχνά αισθητικά συγγενής προς τηνποπαρτ. Σε αντίθεση με πολλά προγενέστερα κινήματα της μοντέρνας τέχνης, ηποπαρτ επέδειξε αδιαφορία σε δύσκολα, δυσνόητα ή περισσότερο εγκεφαλικά θέματα, τα οποία για τους καλλιτέχνες του κινήματος θεωρούνταν προϊόντα μίας διάθεσης ελιτισμού. Πίνακες με αναπαραστάσεις τενεκεδένιων κουτιών γνωστού αναψυκτικού, τουΈλβις Πρίσλεϊκαι της Μέριλιν Μονρόε ή ακόμα θέματα δανεισμένα από τα αμερικανικά κόμικς καιτη διαφήμιση αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της ποπαρτ αισθητικής.
Το φωτομοντάζ, τοκολάζκαιη συναρμολόγηση αποτέλεσαν συνηθισμένες μεθόδους της ποπαρτ. Από τις μυθικές φυσιογνωμίες της δεκαετίας του 1960, οΆντι Γουόρχολ δημιούργησε το 1962 τις Είκοσι πέντε Μέριλιν, ένα από τα διασημότερα θέματά του, χρησιμοποιώντας ως βάση ένα φωτογραφικό πορτρέτο. Η απεικόνιση της Μονρόε ως προϊόντος κουλτούρας, συσκευασμένης γιατο κοινό σαν καταναλωτικό αγαθό. Ο Πίτερ Μπλέικ (Ο τοίχος της αγάπης, κολάζ, ζωγραφική και κατασκευή), οΤομ Γουέσελμαν (Νεκρή φύση, κολάζ και ζωγραφική), ο Τζάσπερ Τζόουνς, οΡόι Λίχτενσταϊν, ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ κ.ά. ήταν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της ποπαρτ. Όπως καιοΥβ Κλάιν, που πέθανε το 1962, ένα από τα λαμπρότερα ταλέντα της μεταπολεμικής περιόδου, του οποίου ο πρόωρος θάνατος διέκοψε μία καριέρα γεμάτη υποσχέσεις. Εφευρετικός, πειραματιστής και πρωτοπόρος τόσο στην τέχνη του φωτός καιστη μινιμαλιστική ζωγραφική όσο καιστη δημιουργία καλλιτεχνικών περιβαλλόντων[1].