Ουπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός, από τις γαλλικές λέξεις sur (επάνω, επί) καιréalisme (ρεαλισμός, πραγματικότητα) όπου στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα», ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στηΓαλλίατων αρχών του20ου αιώνα, κατά την περίοδο τουμεσοπολέμου. Στη φύση του επαναστατικό κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό πουοι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση του Δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες τουΦρόυντκαιστα πολιτικά ιδεώδη τουΜαρξισμού[1]. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο στηλογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό», επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνείδητου, την απελευθέρωση της φαντασίας «μετην απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική»[2]και διακηρύτοντας τον απόλυτο μη κομφορμισμό.
Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το κίνημα καταγράφηκαν στο πρώτο Μανιφέστο του υπερρεαλισμού (1924) τουΑντρέ Μπρετόν, καθώς καιστην πραγματεία Une Vague de rêves (1924) τουΛουί Αραγκόν, ενώ συμμετείχαν ενεργά στα περιοδικά La Révolution surréalisteκαιLitteratureπου εξέδιδε η υπερρεαλιστική ομάδα. Ο Μπρετόν αναγνωρίζεται ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς τού κινήματος, ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη υπήρξαν οι ποιητές Πωλ Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ Ντεσνός, Μπενζαμίν Περέ, Ροζέ Βιτράκ, όπως καιοι καλλιτέχνες ΜαξΕρνστ, Μαν Ραίη, ΖανΑρπ, Αντρέ ΜασόνκαιΧουάν Μιρό. Πολλοί από τους πρώιμους υπερρεαλιστές προήλθαν από το προγενέστερο κίνημα τουΝτανταϊσμού.
Ο όρος Σουρεαλισμός ή Υπερρεαλισμός επινοήθηκε το 1917 από το Γάλλο ποιητή Γκυγιώμ Απολλιναίρ, ο οποίος τον χρησιμοποίησε χαρακτηρίζοντας το παράδοξο θεατρικό έργο τουΟι Μαστοί του Τειρεσία (Les Mamelles de Tiresias), ως «υπερρεαλιστικό δράμα» (drame surrealiste). Κατά τον Απολλιναίρ, ο όρος αυτός δήλωνε τον αναλογικό τρόπο μετον οποίο μπορεί να αποδοθεί η πραγματικότητα. Όταν λόγου χάρη ο άνθρωπος θέλησε να μιμηθεί το βάδισμα δεν εφηύρε τα μηχανικά πόδια αλλά τον τροχό. Μετον ίδιο τρόπο ερμήνευε τη συμπεριφορά του ποιητή, ο οποίος προκειμένου να μεταδώσει κάποιες ιδέες, δεν αντιγράφει τον κόσμο και τις καταστάσεις του στατικά καινατουραλιστικά, αλλά δυναμικά, με τρόπο αναλογικό και δημιουργική φαντασία[3]. Ο Απολλιναίρ εισήγαγε τον όρο περισσότερο αφηρημένα, χωρίς να προτείνει μία νέα καλλιτεχνική σχολή ή θεωρία και ενδεχομένως ο σουρρεαλισμός να είχε παραμείνει ένας πολύ ειδικός και ακαδημαϊκός όρος (όπως π.χοΓκονγκορισμός ή οΕυφυϊσμός), ανοΑντρέ Μπρετόνδεν είχε ενσωματώσει μετέπειτα στον υπερρεαλισμό όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θεμελίωσαν το υπερρεαλιστικό κίνημα[4], όπως τις θεωρίες τουΦρόυντγιαταόνειρα ή το ασυνείδητο και κυρίως τον αυτοματισμό.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης το 1920 από τονΠωλ Ντερμέ στην επιθεώρηση L' Esprit Nouveauκαι τέσσερα χρόνια αργότερα από τον Yvan Goll, ως τίτλος ενός βραχύβιου περιοδικού που εξέδωσε[5]. Στο ίδιο το Σουρρεαλιστικό Μανιφέστο που δημοσιεύτηκε το1924, ο Μπρετόν έδωσε στη λέξη τον ακόλουθο ορισμό:
Σουρρεαλισμός, ουσ. αρ. Αυτοματισμός ψυχικός, καθαρός, μετον οποίο προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης. Υπαγόρευση της σκέψης, μετην απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική.
Εγκυκλ. Φιλοσ.Ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη στην ανώτερη πραγματικότητα ορισμένων τύπων συσχετισμών αγνοημένων ως τώρα, στην παντοδυναμία του ονείρου. Στο αδιάφορο παιχνίδι της σκέψης. Τείνει να καταλύσει όλους τους άλλους ψυχικούς μηχανισμούς καινα υποκατασταθεί στη θέση της στη λύση των κυριότερων προβλημάτων της ζωής.
Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται με διαφορετικούς τρόπους γιανα υποδηλώσει κάτι φανταστικό, αλλόκοτο, παράλογο ή τρελό. Η απλοϊκή αυτή χρήση του όρου είναι ανεπαρκής γιατην περιγραφή του υπερρεαλιστικού κινήματος, έχει παρ'όλα αυτά ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη (π.χ. "...ήταν μια εντελώς σουρρεαλιστική σκηνή!").
Ο υπερρεαλισμός γεννήθηκε στοΠαρίσικαι αναπτύχθηκε ως επί το πλείστον από νεαρούς ποιητές της εποχής, κυρίως από την ομάδα που διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Litteratureστο διάστημα 1919-1924, διαμορφώνοντας την τάση που αργότερα οδήγησε στη δημοσίευση ενός Μανιφέστου που ανήγγειλε τη δημιουργία ενός νέου κινήματος. Βασικές επιρροές αυτής της πρώιμης υπερρεαλιστικής ομάδας υπήρξαν οιΡεμπώ, ΛωτρεαμόνκαιΜαλλαρμέ, αλλά και σύχρονοι λογοτέχνες της εποχής όπως ο Απολλιναίρ καιΠιέρ Ρεβερντύ. Άλλες σαφείς επιρροές προήλθαν από τον γερμανικό Ρομαντισμό αλλά καιτο αγγλικό γοτθικό μυθιστόρημα. Το περιοδικό Litterature ήταν αρχικά υπό τη διεύθυνση τωνΛουί Αραγκόν, Αντρέ ΜπρετόνκαιΦιλίπ Σουπώκαι συνεργάστηκε με πρωτοποριακούς αλλά και περισσότερο παραδοσιακούς καλλιτέχνες. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, καιμετον ερχομό στο Παρίσι τουΤριστάν Τζαρά, ενός από τους πρωτεργάτες του κινήματος τουντανταϊσμού, το περιοδικό ακολούθησε ένα δρόμο περισσότερο επαναστατικό, αντίθετα σε όλα τα ρεύματα της τέχνης που προηγήθηκαν και κυρίως αντίθετα στο κατεστημένο της εποχής καιτην αδρανή αστική τάξη. Η δυσπιστία απέναντι στονορθολογισμόκαι τις τυπικές συμβάσεις που αποτελούσαν «ιερές» αξίες γιατην εποχή καιγια αρκετούς καλλιτέχνες της πρωτοπορίας, αποτέλεσε τη βάση γιατην εξερεύνηση του χώρου του ασυνείδητου καιτου ονείρου[6]. Υπό αυτές τις συνθήκες καθιερώθηκε καιη μέθοδος της αυτόματης γραφής, η οποία έδωσε το πρώτο γνήσια υπερρεαλιστικό έργο, ταΜαγνητικά Πεδία (Les Champs Magnetiques, 1920) των Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ. Πυρήνα των υπερρεαλιστικών ιδεών αποτέλεσαν παράλληλα οι θεωρίες του Φρόυντ, ανκαιοι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρονταν για τις θεραπευτικές δυνατότητες της ψυχαναλυτικής μεθόδου, αλλά γιατα όνειρα ως καταστάσεις απελευθέρωσης της ανθρώπινης φαντασίας.
Από τον Μάρτιο του1922, ο Αντρέ Μπρετόν ανέλαβε αποκλειστικά τη διεύθυνση της Litteratureκαι οδήγησε στην οριστική ρήξη τού περιοδικού μετην πρωτοπορία της εποχής όπως καιμετον ντανταϊσμό, τον οποίο αποκήρυξε δημόσια (Littérature, no. 2, Απρίλιος 1922). Κύρια αιτία της ρήξης μετο Νταντά ήταν η διαφωνία σχετικά μετοαν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό ή όχι[7], με δεδομένη την προσήλωση των υπερρεαλιστών στον αυτοματισμό και στις φροϋδικές θεωρίες. Παρά το γεγονός πως ο υπερρεαλισμός διαμορφώθηκε όντας άρρηκτα συνδεδεμένος μετο ρεύμα τού ντανταϊσμού, τα μέλη τουδεν χαρακτηρίζονταν από τον αρνητισμό των ντανταϊστών, αλλά αναζητούσαν ένα κοινωνικό όραμα καιμια κατεύθυνση έκφρασης απαλλαγμένη από κάθε είδους λογικά τεχνάσματα. Κατά την περίοδο αυτή, η ομάδα των υπερρεαλιστών εμπλουτίστηκε μετη συμμετοχή αρκετών καλλιτεχνών, όπως του φωτογράφου Μαν Ραίη από τηΝέα Υόρκη, του ζωγράφου Φράνσις Πικαμπιάπου επιμελήθηκε όλα τα εξώφυλλα της Litterature, του ποιητή Πωλ Ελυάρ, τουΜαρσέλ ΝτυσάνκαιτουΜαξΕρνστ από τηνΚολωνία, διαμορφώνοντας τον πρώτο πολύ ισχυρό πυρήνα του υπερρεαλισμού. ΗLitterature υπήρξε όργανο τού κινήματος και μέσα από τις σελίδες του εκφράστηκαν τα ιδεώδη του υπερρεαλισμού, δημοσιεύοντας ποικίλα κείμενα – κυρίως ποιήματα – που αποτελούσαν ως επί το πλείστον προϊόντα αυτόματης γραφής. Την ίδια περίοδο, η ομάδα των υπερρεαλιστών ξεκίνησε να διοργανώνει τακτικές συγκεντρώσεις των μελών αλλά καινα εμφανίζεται σε ομαδικές εκδηλώσεις, καθιερώνοντας ομαδικά παιχνίδια και ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη συνοχή της.
Τον Ιούνιο του1924το κίνημα περιλάμβανε επιπλέον στους κόλπους του, τους ποιητές Μπεντζαμέν Περέ, Ρομπέρ Ντεσνός, Ροζέ Βιτράκ, Μαξ Μορίζ, Ζωρζ Λεμπούρ, Ζοζέφ Ντελτέιγ, Ζακ ΜπαρόνκαιΡενέ Κρεβέλ. Στην πορεία των επόμενων χρόνων συνέβησαν αρκετές ανακατατάξεις, με αποχωρήσεις μελών και συμμετοχή νέων προσώπων. ΣτοΒέλγιο διαμορφώθηκε παράλληλα μία αυτόνομη υπερρεαλιστική ομάδα που έλαβε επίσημη αναγνώριση το 1926. Μέλη της υπήρξαν οι εκδότες των ντανταϊστικών περιοδικών œsophage (1925) καιMarie (1926), ο ζωγράφος Ρενέ Μαγκρίτ, ο καλλιτέχνης και ποιητής ΕLT Messens, οι Paul Nougé (1895–1967), Marcel Lecomte (1900–66) και Camille Goemans (1900–60), καθώς καιο μουσικός André Souris. Οι Goemans και Μαγκρίτ εγκαταστάθηκαν αργότερα στοΠαρίσι έχοντας αξιοσημείωτη συμβολή στην υπερρεαλιστική ομάδα της πρωτεύουσας. Ο πρώτος υπήρξε ο ιδρυτής μίας ομώνυμης γκαλερί όπου διοργανώνονταν υπερρεαλιστικές εκθέσεις, ενώ οΜαγκρίτ αποτέλεσε σημαντικό εκπρόσωπο της ομάδας, συνεισφέροντας στην επιθεώρηση La Révolution surréaliste.
Η άνοδος τουναζισμούκαιτα γεγονότα της περιόδου 1939-1945 επισκίασαν κάθε άλλη δραστηριότητα. Το1941ο Μπρετόν επισκέπτεται τηνΑμερική όπου δημιουργεί το περιοδικό VVVκαι προωθεί τον υπερρεαλισμό, κυρίως χάρη στη βοήθεια του Αμερικανού ποιητή Τσάρλς Χένρι Φόρντο οποίος εκείνο τον καιρό εκδίδει το περιοδικό View- σε αυτό θα δημοσιευθούν και εκτεταμένες αναφορές σε έργα υπερρεαλιστών.
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν πάντως αυτή την περίοδο ως την αρχή της πτώσης του υπερρεαλιστικού κινήματος. Μετη λήξη του πολέμου, ο Μπρετόν επιστρέφει στο Παρίσι όπου ξεκινά ένας νέος κύκλος δραστηριοτήτων. Κύριος στόχος του είναι να αποσυνδεθεί ο υπερρεαλισμός από τον χαρακτήρα ενός απλώς αισθητικού κινήματος καινα προβάλλει περισσότερο ένα ιδεολογικό περιεχόμενο. Συχνά επισημαίνει την ανάγκη τουναζεί κανείς τον υπερρεαλισμό.
ΤοΣουρρεαλιστικό Μανιφέστοτου Αντρέ Μπρετόν εμφανίστηκε το1924. Μέσα σε αυτό το εκτεταμένο κείμενο αποτυπώνονται οι φιλοδοξίες καιοι σκοποί του υπερρεαλισμού. Η φαντασία, η τρέλα, το ασυνείδητο καιη παντοδυναμία του ονειρικού στοιχείου αποτελούν τα προπύργια της υπερρεαλιστικής οπτικής. Αποδίδονται ακόμα ιδιαίτερες τιμές στονΣίγκμουντ Φρόυντ, που είναι ο πρώτος αναλυτής των ονείρων, ως μέσο γιατην κατανόηση του ατόμου. Ο σουρρεαλισμός γίνεται κήρυκας της απαλλαγής του ανθρώπου από τον έλεγχο της λογικής και από κάθε επιταγή ηθικής τάξης. Βασικό στοιχείο του αποτελεί ακόμα η αντίθεση στονΧριστιανισμόκαιτον καρτεσιανισμό, που σύμφωνα μετη θεωρία του υπερρεαλισμού παραλύουν όλη τη σκέψη της Δύσης. Το1930 παρουσιάστηκε τοΔεύτερο Μανιφέστο. Αυτό στρέφεται πιο έντονα στην ερμητική καιαλχημιστική παράδοση, χωρίς βέβαια να εγκαταλείπεται ο αντιχριστιανισμός καιο αριστερισμός.
Πολλοί ιστορικοί θεωρούν την περίοδο τουΒ΄ Παγκοσμίου πολέμου ως την αρχή του τέλους γιατον υπερρεαλισμό. Ως οργανωμένο κίνημα θα περάσει κρίση μετά το θάνατο τουΑντρέ Μπρετόντο1966, καιθα υπάρξουν κάποιοι πουθα αναγγείλουν το τέλος του ως οργανωμένη δραστηριότητα το 1969. Παρ' όλα αυτά, ο υπερρεαλισμός, αποκεντρωμένος πια, συνεχίζεται μέχρι σήμερα με διάφορες ομάδες ανά τον κόσμο (Πράγα, Σικάγο, Λονδίνο, Παρίσι, Στοκχόλμη, Μαδρίτη, Αθήνα κ.ά.).
Το υπερρεαλιστικό κίνημα, πέρα από την καλλιτεχνική του διάσταση, χαρακτηρίστηκε και από έντονη πολιτική δράση. Οι υπερρεαλιστές είχαν δύο κύρια συνθήματα: "Να αλλάξουμε τη ζωή" (Ρεμπώ) και"Να αλλάξουμε τον κόσμο" (ΚαρλΜαρξ). Η πολιτική θέση του υπερρεαλισμού, ανκαι αρχικά είχε αναρχική απόχρωση, δεν άργησε να προσανατολιστεί στα κόμματα της άκρας αριστεράς διεκδικώντας δεσμούς μετομαρξισμό. Στα τέλη του1929 μάλιστα, προσχωρούν επίσημα στο γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα, γεγονός που σφραγίζεται καιμετην έκδοση του περιοδικού "Ο Σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης" (Le Surrealisme au service de la Revolution).
Το υπερρεαλιστικό κίνημα δεν είχε ποτέ κάποιο αποτέλεσμα σε ότι αφορά τις πολιτικές του τοποθετήσεις και προσπάθειες. Εξάλλου η κομματική γραφειοκρατία ουδέποτε έδειξε εμπιστοσύνη στους υπερρεαλιστές, κατηγορώντας τους γιατην αστική τους καταγωγή. Επιπλέον η πολιτική αποτέλεσε βασική πηγή διαφωνιών μεταξύ των μελών του υπερρεαλισμού. Ο Αντρέ Μπρετόν υπήρξε από τους πρώτους που τάχθηκαν στην υπηρεσία του κομμουνιστικού κόμματος, βρίσκοντας σχετικά λίγους μιμητές. Ακόμα και εκείνος όμως, αποχώρησε λίγο καιρό αργότερα αφού δεν άντεξε τον τρόπο λειτουργίας των κομματικών πυρήνων. Λίγο αργότερα, πέρασε στοντροτσκισμό. ΟΜπρετόν είχε και προσωπική συνάντηση μετονΛέοντα ΤρότσκιστοΜεξικότο1938.
Μετά από αυτή την περίοδο καιτο ξέσπασμα τουΒ' Παγκοσμίου πολέμου, οι πολιτικές θέσεις του κινήματος χαρακτηρίστηκαν από έντονες διακυμάνσεις. Ανάμεσα σε άλλα, έχουμε συμφιλίωση μετοναναρχισμό, υποστήριξη του ειρηνιστικού κινήματος τουΓκάρυ Ντέηβις (1949) καθώς και επίσημη τοποθέτηση κατά του πολέμου στηνΑλγερίακαιτου Γκωλλισμού (1958-1962).
Ουπερρεαλιστικός αυτοματισμός αποτελεί τη διαδικασία γραφής ή σχεδίασης κατά την οποία ο δημιουργός λειτουργεί αυθόρμητα, προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τοασυνείδητο, χωρίς κανένα στοιχείο αυτολογοκρισίας ή ηθικού και αισθητικού περιορισμού.
Ο αυτοματισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη γραφή καιτηζωγραφική. Η αυτόματη γραφή προέρχεται από τονμυστικιστικό αυτοματισμό και ειδικότερα την πρακτική των μελλοντολόγων κατά την οποία, όπως ισχυρίζονται, καταγράφουν τα μηνύματα που λαμβάνουν από πνεύματα. Στην περίπτωση του υπερρεαλισμού ωστόσο, αποτελεί απλά μέσο έκφρασης του ασυνειδήτου, μέσω της χρήσης λέξεων με τυχαίο και αυθόρμητο τρόπο, επιτυγχάνοντας έτσι τη δημιουργία παράλογων και φανταστικών εικόνων, χωρίς απαραίτητα λογική σύνδεση μεταξύ τους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτόματης γραφής αποτελούν ταΜαγνητικά ΠεδίατωνΑντρέ ΜπρετόνκαιΦιλίπ Σουπώ, το πρώτο αμιγώς αυτόματο υπερρεαλιστικό κείμενο.
ΣτηνΕλλάδα, ηΥψικάμινοςτουΑνδρέα Εμπειρίκου αποτελεί ίσως το μοναδικό κείμενο αυτόματης γραφής.
Στοσχέδιο, η αυτόματη μέθοδος συνίσταται σε ένα είδος τυχαίας μετακίνησης του πινέλου πάνω στο χαρτί. ΟΑντρέ Μασόν φαίνεται πως ήταν από τους πρώτους χρήστες της μεθόδου, η οποία επεκτάθηκε καιστην ζωγραφική με κυρίως εκφραστές τους Χουάν ΜιρόκαιΖανΑρπ.
Σωτήρης Τριβιζάς, Το Σουρρεαλιστικό Σκάνδαλο: Χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, εκδ. Καστανιώτη, 2005. ISBN 960-03-3799-3
Michael Lowy, Το Άστρο του Πρωινού: Υπερρεαλισμός και Μαρξισμός, εκδ. Ερατώ, 2005. ISBN 960-229-141-9
Maurice Nadeau (μτφρ. Α. Παπαθανασοπούλου), Ιστορία του Σουρεαλισμού, εκδ. Πλέθρον, 1978.