ΟΜεταμοντερνισμός κυριολεκτικά σημαίνει «το κίνημα που ακολούθησε του μοντερνισμού». Παρά το ότι ως «μοντέρνο» αυτό καθ' αυτό ορίζεται το «σύγχρονο», το κίνημα τουμοντερνισμού καθώς καιη μετέπειτα αντίδραση του μεταμοντερνισμού καθορίζονται μέσα από ένα συγκεκριμένο πλέγμα αντιλήψεων. ΣτηνΚριτική Θεωρία χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς γιαλογοτεχνικά, θεατρικά, αρχιτεκτονικάκαισχεδιαστικά έργα, καθώς επίσης στο πλαίσιο του μάρκετινγκ καιτων επιχειρήσεων ως ερμηνευτική της Ιστορίας, τουδικαίουκαι της Κουλτούραςτου τελευταίου μέρους του20ου αιώνα.Ο μεταμοντερνισμός αποτελεί αισθητική, λογοτεχνική, πολιτικήκαικοινωνικήφιλοσοφία, ως προσεγγιστική απόπειρα να περιγραφεί μία κατάσταση, status quo ή απλώς οι αλλαγές που υφίστανται οι θεσμοί καιτα συστήματα (Giddens, 1990) κατά τημετανεωτερικότητα. Δηλαδή, ο μεταμοντερνισμός είναι το πολιτισμικό και πνευματικό φαινόμενο, το οποίο χρονολογείται κυρίως από τα νέα κινήματα στην τέχνη της δεκαετίας του 1920, ενώ η μετανεωτερικότητα επικεντρώνεται στα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα του δυτικού κόσμου, καθώς και τις καινοτομίες σε διεθνές επίπεδο από το1960και μετά.
Ο όρος «μεταμοντέρνος» ορίζεται από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη) ως «αυτός που σχετίζεται μετο σύγχρονο ρεύμα της τέχνης (αρχικώς της αρχιτεκτονικής) που αντιδρά στις φόρμες του μοντερνισμού και χρησιμοποιεί ποικιλία παραδοσιακών στοιχείων σε πρωτότυπες συνθέσεις», καθώς επίσης αυτός που «ακολουθεί αδιάκοπα τις εκάστοτε τάσεις χωρίς αρχές και σταθερά σημεία αναφοράς» και επίσης «(κατ' επέκταση στις κοινωνικές επιστήμες) ο ακραίος σχετικισμός στις αξίες καιστην επιστημονική μέθοδο καιη απόρριψη της αντικειμενικότητας».
Αρχικά, ο μεταμοντερνισμός αποτέλεσε αντίδραση ενάντια στονμοντερνισμό. Ο όρος εμφανίστηκε για πρώτη φορά γύρω στη δεκαετία του 1870 και το 1914 οJ. M. Thompson χρησιμοποίησε τον όρο γιανα περιγράψει τις αλλαγές στη διάθεση και τις απόψεις επάνω στην κριτική της θρησκείας.[1]
Το 1921 και το 1925, ο μεταμοντερνισμός χρησιμοποιήθηκε γιανα περιγράψει νέες μορφές τέχνης καιμουσικής. Το 1942 ο H. R. Hays τον περιέγραψε ως ένα νέα λογοτεχνικό είδος. Ωστόσο, ως ιστορικό κίνημα πρωτοεμφανίστηκε το 1939 από τονArnold J. Toynbee[2]
Με κύρια επιρροή την απογοήτευση που επακολούθησε τουΒ' Παγκοσμίου Πολέμου, ο μεταμοντερνισμός τείνει να αναφέρεται σε μία πολιτισμική, πνευματική ή δημιουργική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιεραρχίας και οργανωμένης δομής, η έκφανση της οποίας συνίσταται σε εξαιρετική περιπλοκότητα, αντίφαση, ασάφεια, ποικιλομορφία, διασυνδετικότητα ή διαναφορικότητα [3], συχνά με τέτοιον τρόπο, ώστε ναμην είναι δυνατός ο διαχωρισμός μεταξύ της ίδιας και της παρωδίας της. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έχει αποτελέσει αιτία για μηνύσεις προς εξαπάτηση.[4]
Ημετανεωτερικότητα, ως παράγωγο του μεταμοντερνισμού, αναφέρεται στις μη καλλιτεχνικές ιστορικές εξελίξεις οι οποίες επηρεάστηκαν από το μεταμοντέρνο κίνημα, σε τομείς όπως ο κοινωνικός, ο οικονομικός καιο κουλτουραλικός από το 1960 και μετά.[5] Από τη στιγμή πουη ιδέα της αντίστασης ή αντίδρασης προς τονμοντερνισμό εξαπλώθηκε, μετατράπηκε σε συνώνυμο της μετανεωτερικότητας. Ο όρος αυτός συνδέεται στενά μετονμεταστρουκτουραλισμό (βλ. Ζακ Ντεριντά) καιτον μοντερνισμό, σε ό,τι αφορά την απόρριψη της αστικής, ελιτιστικής κουλτούρας.[6]
ΟPeter Drucker θεώρησε ότι η μεταστροφή σε έναν μεταμοντερνιστικό κόσμο συνέβη μεταξύ του 1937 και του 1957. Πιο πρόσφατα, οWalter Truett Anderson θεώρησε ότι ο μεταμοντερνισμός ανήκε σε μία από τις τέσσερις τυπολογικές θεάσεις του κόσμου, τις οποίες αναγνωρίζει ως (α) Μεταμοντερνιστικός - είρωνας, όπου η αλήθεια θεωρείται κοινωνικά κατασκευασμένη (β) Επιστημονικός-λογικός, στον οποίο η αλήθεια ανακαλύπτεται μέσα από μεθοδολογική, πειθαρχημένη έρευνα (γ) Κοινωνικός-παραδοσιακός, στον οποίο η αλήθεια βρίσκεται στην κληρονομιά του Αμερικανικού και Δυτικού πολιτισμού ή (δ) Νεο-ρομαντικός, στον οποίο η αλήθεια βρίσκεται μέσα από την επίτευξη της αρμονίας μετη φύση και/ητην πνευματική εξερεύνηση του εσωτερικού μας εαυτού[7]
Οι μεταμοντερνιστικές ιδέες στη φιλοσοφία καιη ανάλυση του πολιτισμού και της κοινωνίας διεύρυναν τη σημασία της κριτικής θεωρίαςκαι σηματοδότησαν την αρχή για νέα έργα στη λογοτεχνία, την αρχιτεκτονική καιτο σχέδιο, ενώ είναι ορατές καιστο μάρκετινγκ, αλλά καιστην ερμηνεία της ιστορίας, του νόμου καιτου πολιτισμού, ξεκινώντας από τα τέλη του 20ου αιώνα.
Ο Μεταμοντερνισμός έχει επίσης χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά μετον όρο μετα-στρουκτουραλισμός, μέσα από τον οποίο ο μεταμοντερνισμός αναπτύχθηκε.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870 σε διάφορα συγκείμενα. Για παράδειγμα, ο John Watkins Chapman διατυμπάνισε «το μεταμοντέρνο ύφος στη ζωγραφική», το οποίο είχε ξεπεράσει τον γαλλικό ιμπρεσσιονισμό.[8] Αργότερα, ο J.M.Thompson, σε ένα άρθρο τουστο The Hibbert Journal (ένα τριμηνιαίο φιλοσοφικό περιοδικό) το 1914, χρησιμοποίησε τον όρο γιανα περιγράψει τις αλλαγές σε στάσεις και απόψεις αναφορικά μετηνκριτική της θρησκείας: «Ο λόγος ύπαρξης τουΜετα-Μοντερνισμού είναι η απόδραση από το δίπολο τρόπο σκέψης τουΜοντερνισμού μέσω της επέκτασης της κριτικής τουστη θρησκεία καθώς καιστηθεολογία, το Καθολικό αίσθημα καιτην καθολική παράδοση» ('Post-Modernism, J.M.Thompson, The Hibbert Journal Vol XII No.4 Ιουλίου 1914 p. 733).
Το1917, ο Rudolf Pannwitz χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο γιανα περιγράψει έναν φιλοσοφοστραφή πολιτισμό. Οι ιδέες του Pannwitz περί μετα-μοντερνισμού προήλθαν από την ανάλυση τουΝίτσεγιατη νεωτερικότητα καιτην απαθλιωτική και μηδενιστική τελεολογία της. Ο μετά-άνθρωπος θα ξεπερνούσε τον σύγχρονο άνθρωπο. Ανόμοια μετον Νίτσε, ωστόσο, ο Pannwitz συμπεριέλαβε στις ιδέες του εθνικιστικά και μυθικά στοιχεία.[9]
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε και πάλι το 1926 στο έργο «Μεταμοντερνισμός και άλλα δοκίμια» του B.I. Bell. Το 1925 και το 1921 είχε χρησιμοποιηθεί γιανα περιγράψει νέες μορφές τέχνηςκαιμουσικής. Το 1942, ο H.R. Hays τον χρησιμοποίησε γιανα περιγράψει μια νέα μορφή λογοτεχνίας, ενώ ο ιστορικός Άρνολντ Τόινμπιτον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1939 ως γενική θεωρία ενός ιστορικού κινήματος: «Τη δική μας μετα-μοντέρνα εποχή εισήγαγε η γενική σύρραξη των ετών 1914-1918».[10]
Το 1949, ο όρος έτυχε αναφοράς προκειμένου να περιγραφεί το πώς η δυσαρέσκεια μετη μοντέρνα αρχιτεκτονική οδήγησε στο κίνημα της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής.[11]Ο Μεταμοντερνισμός στην αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από την επαναφορά του διάκοσμου, την αναφορά σε περιβάλλοντα κτίρια στα πλαίσια της αστικής αρχιτεκτονικής, την ιστορική αναφορά σε διακοσμητικές μορφές και τις μη ορθές γωνίες. Ίσως αποτέλεσε αντίδραση στο μοντέρνο αρχιτεκτονικό κίνημα, γνωστό ως «Διεθνές Ύφος Αρχιτεκτονικής».
Ο όρος βρήκε εφαρμογή σε πληθώρα κινημάτων αντιδραστικών προς τον μοντερνισμό, στην τέχνη, τη μουσική καιτη λογοτεχνία, τα οποία σε γενικές γραμμές επανέφεραν πολλά παραδοσιακά στοιχεία και τεχνικές.[12]Ο Walter Truett Anderson προσδιορίζει τον μεταμοντερνισμό ως μία εκτων τεσσάρων κοσμικών αντιλήψεων: τη μεταμοντέρνα-ειρωνική, η οποία θεωρεί την αλήθεια ως κοινωνικό κατασκεύασμα, την επιστημονική-ορθολογική, σύμφωνα μετην οποία, η αλήθεια μπορεί να βρεθεί κατόπιν μεθοδικής αναζήτησης, την κοινωνική-παραδοσιακή, σύμφωνα μετην οποία η αλήθεια αποτελεί την κληρονομιά του αμερικανικού καιεν γένει δυτικού πολιτισμού καιτη νεορομαντική, σύμφωνα μετην οποία η αλήθεια βρίσκεται είτε στην απόκτηση αρμονίας μετη φύση, είτε στην πνευματική αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού.[7]
Κατά τον F. Jameson, ο μεταμοντερνισμός είναι ένα κίνημα τέχνης και πολιτισμού που αντιστοιχεί στις νέες μορφές της πολιτικής και της οικονομίας, τον "ύστερο καπιταλισμό". Δηλαδή σε υπερεθνικές οικονομίες της κατανάλωσης που βασίζονται στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού.[13]
Επιρροές στις τέχνες και διαφοροποίηση από την μετανεωτερικότητα
Οι μεταμοντέρνες ιδέες στηφιλοσοφίακαιστην πολιτιστική και κοινωνική ανάλυση αύξησαν τη βαρύτητα της κριτικής θεωρίαςκαι αποτέλεσαν την αφετηρία για λογοτεχνικά, αρχιτεκτονικά και σχεδιαστικά έργα, ενώ ταυτόχρονα δήλωσαν την παρουσία τους στον χώρο των επιχειρήσεων καιτου μάρκετιγκ, καθώς καιστην ερμηνεία της ιστορίας, τουδικαίουκαι της κουλτούραςστα τέλη του 20ου αιώνα. Αυτές οι εξελίξεις, οι οποίες ανάγονταν στην επανεκτίμηση ολόκληρου του δυτικού συστήματος αξιών (βλέπε έρωτας, γάμος, δημοφιλής κουλτούρα [Ζακ Ντεριντά], μετατόπιση από την οικονομία της βιομηχανίας στην οικονομία των υπηρεσιών) που διαδραματίστηκε στις δεκαετίες 1950 και 1960 και έφτασαν στο αποκορύφωμά τους μετην κοινωνική επανάσταση του Μαΐου 1968, περιγράφονται μετον όρο μετανεωτερικότητα[14]. Απεναντίας, ο όρος «Μεταμοντερνισμός» αναφέρεται σε απόψεις ή κινήματα. Το επίθετο «μεταμοντέρνος», λοιπόν, αναφέρεται στο αντίστοιχο κίνημα, ενώ το «μετανεωτερικός» αναφέρεται στην περίοδο χρόνου που ξεκινά στα 1950 και αποτελεί σύγχρονη ιστορία.
Ο Μεταμοντερνισμός στην αρχιτεκτονική ξεκίνησε ως απάντηση στην αντιληπτή πραότητα καιστον αποτυχημένο ουτοπισμό τουΜοντερνιστικού κινήματος. ΗΜοντέρνα Αρχιτεκτονική, όπως εδραιώθηκε και εξελίχθηκε από τους Walter GropiusκαιLe Corbusier, εστίαζε στην επιδίωξη της αντιληπτής τελειότητας και στόχευε στην αρμονία της δομής και της λειτουργίας.[15] Κριτικοί του μοντερνισμού συμφώνησαν ότι η απόδοση της τελειότητας καιτου μινιμαλισμού είναι υποκειμενική, επεσήμαναν τους αναχρονισμούς στη σύγχρονη σκέψη, και εξέτασαν τα οφέλη της φιλοσοφίας της.[16]Η οριστικά μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, όπως το έργο τουMichael GravesκαιτουRobert Venturi απορρίπτει την ιδέα μιας «καθαρής» μορφής ή μιας «τέλειας» αρχιτεκτονικής λεπτομέρεια.
Η Μεταμοντερνιστική αρχιτεκτονική ήταν ένα από τα πρώτα αισθητικά κινήματα που προκάλεσε ανοιχτά τον Μοντερνισμό ως απαρχαιωμένο και «ολοκληρωτικό». Αντιδρώντας, οι υπερασπιστές του Μοντερνισμού πρότειναν εναλλακτικές προσεγγίσεις στην αρχιτεκτονική όπως οκριτικός τοπικισμός.[17]
Ο Μεταμοντερνισμός αποτελεί την άρνηση της «ολοκληρωτικότητας». Μετη λογική αυτή, ο Μεταμοντερνισμός είναι η άρνηση του προκατόχου του, του Μοντερνισμού. Από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα, οΜοντερνισμός επεδίωξε να σχεδιάσει καινα οργανώσει πόλεις, που ακολουθούσαν τη λογικού του νέου μοντέλου της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα μετονΜοντερνισμό ήταν ότι η μέθοδός του περιφρονούσε τους κατοίκους και γενικότερα την κοινή γνώμη, που είχε ως αποτέλεσμα ο σχεδιασμός να επιβάλλεται από μία μειονότητα ειδικών έναντι της πλειονότητας με μικρή ή και καθόλου γνώση επί των πραγματικών ''αστικών'' προβλημάτων.
Η μετάβαση από τον Μοντερνισμό στον Μεταμοντερνισμό λέγεται ότι έγινε στις 15 Ιουλίου του 1972 στις 3:32 μ.μ, όταν τοPruitt Igoe, ένας οικιστικός χώρος για άτομα χαμηλού εισοδήματος στοΣαιντ Λούις, σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Minoru Yamasaki, κατεδαφίστηκε. Από τότε, ο Μεταμοντερνισμός ανέπτυξε θεωρίες που στοχεύουν στη δημιουργία ποικιλίας. Ο Μεταμοντερνισμός αποδέχεται τον πλουραλισμό. Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι ο αστικός σχεδιασμός έχει αναπτυχθεί σε διαφορετικά συγκείμενα στον Μοντερνισμό καιστον Μεταμοντερνισμό, ανκαι αμφότερα τα δύο κινήματα αναπτύχθηκαν μέσα σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον.
Ο Λογοτεχνικός Μεταμοντερνισμός εγκαινιάστηκε επίσημα στις Ηνωμένες Πολιτείας της Αμερικήςμε πρώτο ζήτημα τοboundary 2, το έτος 1972, του οποίου ο υπότιτλος αναγράφει "Journal of Postmodern Literature and Culture'' (ελληνικά: Εφημερίδα της μεταμοντέρνας Λογοτεχνίας και Πολιτισμού). Ο David Antin, ο Charles Olson, ο John Cage καιτο Black Mountain College ήταν αναπόσπαστο στοιχεία στην πνευματική και καλλιτεχνική έκθεση του μεταμοντερνισμού κατά την περίοδο εκείνη.[18]Τοboundary 2 παραμένει μία εφημερίδα με μεγάλη επιρροή στους μεταμοντερνιστικούς κύκλους ακόμα και στις μέρες μας.[19]
Η Μεταμοντερνιστική μουσική είναι είτε η μουσική της μεταμοντερνιστικής περιόδου, είτε η μουσική, η οποία εκφράζει τα αισθητικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά του Μεταμοντερνισμού. Όπως προδίδει καιτο όνομα, το μεταμοντερνιστικό κίνημα δημιουργήθηκε εν μέρει ως αντίδραση στονΜοντερνισμό. Εξαιτίας αυτού, η μεταμοντερνιστική μουσική έρχεται σε αντίθεση μετη μοντερνιστική μουσική και έτσι ένα έργο μπορεί να είναι είτε μοντερνιστικό, είτε μεταμοντερνιστικό, αλλά ποτέ καιτα δύο μαζί.
Η μεταμοντέρνα ώθηση στην κλασική μουσική εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1960 μετον ερχομό τουμουσικού μινιμαλισμού. Συνθέτες όπως οι Terry Riley, Henryk Górecki, Bradley Joseph, ο John Adams, ο Steve Reich, Philip Glass, Michael Nyman και Lou Harrison αντέδρασαν στον αντιληπτό ελιτισμό καιτον παράφωνο ήχο του ατονικού ακαδημαϊκού μοντερνισμού, που παρήγαγε μουσική με απλές πλοκές και σχετικά σύμφωνη αρμονία, ενώ άλλοι, κυρίως ο John Cage αμφισβήτησε τις κυρίαρχες αφηγήσεις της ομορφιάς και της αντικειμενικότητας, που είναι συχνές στον Μοντερνισμό.
Απέρριψε τη φιλοσοφική βάση των εννοιών της «υποκειμενικότητας» και της «αντικειμενικότητα». Τόνισε την ιστορικότητα καιτην πολιτιστική κατασκευή των εννοιών, ενώ ταυτόχρονα υποστήριξε την αναγκαιότητα ενός άχρονου και έμφυτου φόβος τους.
Επανεξέτασε τις βασικές αρχές της γραφής καιτων συνεπειών της γιατη φιλοσοφία. Ο Ντεριντά χρησιμοποίησε, όπως ο Heidegger, αναφορές στις ελληνικές φιλοσοφικές έννοιες που σχετίζονται με τους Σκεπτικιστές και τους Προσωκρατικούς.