Μπρούτζινο άγαλμα του Θεοδώριχου, στο μνημείο του Μαξιμιλιανού Α΄ στην Αυλική εκκλησία τού Ίνσμπρουκ, στην Αυστρία.
ΟΘεοδώριχος ο Μέγας (γοτθικά: Þiudareiks, «βασιλεύς/δύναμη του λαού»
[α]
, λατ.: Flavius Theodericus, 12 Μαΐου454 – 30 Αυγούστου526), επίσης γνωστός ως Θεοδώριχος Αμαλός ή Θευδέριχος, ήταν βασιλεύς τωνΟστρογότθων (475-526) ως Θεοδώριχος (Α΄),[2], κυβερνήτης της Ιταλίας (493-526), βασιλιάς τωνΒησιγότθων (511-526) ως Θεοδώριχος Γ΄ καιπατρίκιος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Θεοδώριχος υπήρξε θρυλικός ήρωας της γερμανικής ιστορίας.[3]
Ο Θευδέριχος ο Μέγας γεννήθηκε κοντά στηΛίμνη του Νόιζιντλ της σημερινής Αυστρίαςτο 454, ένα χρόνο μετά την αποτίναξη της κατοχής των Οστρογότθων από τους Ούνουςπου διήρκεσε έναν αιώνα, και ήταν γιος του βασιλιά Θεοδέμιρουκαι της συζύγου τουΕρελέουβας.[4]Ο Θευδέριχος στάλθηκε στηνΚωνσταντινούπολη όταν ήταν ακόμα παιδί ως όμηρος, προκειμένου να πειστούν οι Οστρογότθοι να τιμήσουν τη συνθήκη ειρήνης του Θεοδέεμιρου μετον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Έζησε στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης για πολλά χρόνια και εξοικειώθηκε με τις διοικητικές και πολεμικές πρακτικές των Βυζαντινών, κάτι πουτον βοήθησε σημαντικά όταν αργότερα ανέλαβε την ηγεσία του ανομοιογενούς, αλλά σχετικά εκρωμαϊσμένου, «βαρβαρικού λαού» του. ΟΛέων Α'καιοΖήνων (βασίλευσαν μεταξύ 457-474 και 476-491 αντίστοιχα) τον κράτησαν υπό την προστασία τους καιτον διόρισαν στρατηγό (483) και αργότερα ύπατο της Αυτοκρατορίας. Ο Θευδέριχος επέστρεψε γιανα ζήσει ανάμεσα στους ομοεθνείς του, όταν ήταν 31 χρονών και ανακηρύχθηκε βασιλιάς τωνΓότθωντο 488.
Την εποχή εκείνη, οι Οστρογότθοι κατοικούσαν σε Βυζαντινό έδαφος ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, αλλά παρέμεναν άτακτοι καιο Ζήνων δυσκολευόταν να διαχειριστεί τη σχέση του μαζί τους. Λίγο μετά την άνοδο τού Θεοδώριχου στο θρόνο, οι δύο ηγεμόνες προσπάθησαν να συμβιβάσουν την κατάσταση προς όφελος καιτων δύο λαών. Ενώ οι Οστρογότθοι χρειάζονταν ζωτικό χώρο, ο Ζήνων είχε προβλήματα μετον βασιλιά της Ιταλίας Οδόακρο, που είχε προηγουμένως καταλύσει τηΔυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ανκαι επισήμως αντιπρόσωπος της Αυτοκρατορίας (τού Βυζαντίου) στην Ιταλία, ο Οδόακρος απειλούσε διαρκώς τις Ρωμαϊκές (Βυζαντινές) κτήσεις και είχε ελάχιστο σεβασμό στα δικαιώματα των Ρωμαίων κατοίκων της Ιταλίας, παρά τις υποσχέσεις του. Ως αποτέλεσμα, μετην ενθάρρυνση του Ζήνωνα, ο Θεοδώριχος εισέβαλε στο βασίλειο του Οδόακρου το 488 και κέρδισε απανωτές μάχες στοΣόντιοκαιτηΒερόνατο 489, καιστονΆδδατο 490.[5][6] Στις 25 Φεβρουαρίου493, ο επίσκοπος της Ραβέννας Ιωάννης, διαπραγματεύτηκε μία συμφωνία μεταξύ του Οδόακρου καιτου Θεοδώριχου, σύμφωνα μετην οποία οι δύο άνδρες θα μοιραζόντουσαν τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Γιανα εορτάσουν το γεγονός, οιδυο πλευρές οργάνωσαν συμπόσιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Θεοδώριχος δολοφόνησε τον Οδόακρο μετα ίδια τουτα χέρια.[7][8][9]
Όπως καιο προκάτοχός του, ο Θεοδώριχος ήταν φαινομενικά βασιλικός αντιπρόσωπος της Κωνσταντινούπολης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) δεν είχαν κανέναν τρόπο νατον ελέγξουν καιοι κάθε λογής διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών γίνονταν ως ίσος προς ίσο. Ο Θεοδώριχος, παρ'όλα αυτά, σεβάστηκε την επιθυμία τού Ζήνωνα και επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες να συνεχίζουν να υπάγονται στορωμαϊκό δίκαιο, παρά το γεγονός ότι οι Γότθοι κάτοικοι του βορρά ζούσαν με τους δικούς τους νόμους. Επιπλέον, όταν το 519 ένας εξαγριωμένος όχλος κατέστρεψε τησυναγωγή της Ραβέννας, ο βασιλιάς απαίτησε νατην ξανακτίσουν με δική τους χρηματική επιβάρυνση.
Ο Θεοδώριχος επεδίωξε τη συμμαχία ή την υποταγή όλων των άλλων γερμανικών λαών της Δύσης. Συμμάχησε με τους Φράγκους μέσω του γάμου τουμετηνΑυδοφλέδα, αδερφή τού Κλόβι Α΄, και πάντρεψε τις δικές του γυναίκες-συγγενείς με πρίγκιπες και βασιλείς τωνΒησιγότθων, τωνΒανδάλωνκαιτωνΒουργουνδών. Προσπάθησε να σταματήσει τις επιδρομές των Βανδάλων, απειλώντας τον αδύναμο βασιλιά τους τονΘρασαμούνδομε πόλεμο και όταν τελικά τον πάντρεψε μετην αδελφή τουτηνΑμαλαφρίδατο 500, απέστειλε μαζί της φρουρά 5.000 στρατιωτών γιανατον ελέγχει. Κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της εξουσίας του, ο Θευδέριχος υπήρξε de facto ηγέτης των Βησιγότθων, όντας συμβασιλέας του ανιψιού του -και μωρού ακόμα- Βησιγότθου διαδόχου Αμαλάριχου, καθώς οΑλάριχος Β΄ είχε σκοτωθεί πρόωρα από τους Φράγκους τού Κλόβι Α΄ το 507. Ανκαιοι Φράγκοι κατάφεραν τελικά να τού αποσπάσουν τον έλεγχο της Ακουιτανίας, ο Θευδέριχος υπερασπίστηκε τα υπόλοιπα Βησιγοτθικά εδάφη με ευκολία.
Ο Θευδέριχος παρέμεινε πολιτικά και στρατιωτικά ενεργός μέχρι το τέλος του. Παρά το γεγονός ότι είχε παραχωρήσει την κόρη τουΑμαλασούνθαστον Βησιγότθο Ευθάριχο, ο τελευταίος απεβίωσε το 522 ή το 523 και έτσι έπαψε να υπάρχει συνέχεια στη δυναστεία Οστρογότθων και Βησιγότθων, που είχε καθιερώσει ο Θευδέριχος. Το 552 ο καθολικός βασιλιάς των Βουργουνδών Σιγισμόνδος σκότωσε το γιό του Σιγέρικο, που ήταν και εγγονός τού Θευδέριχου. Ο Θευδέριχος αντέδρασε άμεσα εισβάλλοντας στην αντίπαλη επικράτεια και προσάρτησε το νότιο κομμάτι της το 523. Το υπόλοιπο συνέχισε να κυβερνάται από τον αδελφό τού Σιγισμούνδου, τονΑρειανόΓκοντομάρ Γ΄, ο οποίος βρισκόταν υπό την προστασία των Γότθων και ενάντια στους Φράγκους, που είχαν αιχμαλωτίσει τον Σιγισμόνδο. Το γεγονός αυτό σήμανε το απόγειο της βασιλείας τού Θευδέριχου (δες χάρτη), αλλά το 523 ή το 524, ο νέος καθολικός βασιλιάς των Βανδάλων Χιλδέριχος φυλάκισε την Αμαλαφρίδα και εξουδετέρωσε τη Γοτθική φρουρά τού Θευδέριχου. Ο Θευδέριχος ετοίμαζε την εκδίκησή του κατά των Βανδάλων όταν, τελικά, απεβίωσε το 526.
Ο Θευδέριχος νυμφεύτηκε μόνο μία φορά, αλλά απέκτησε απογόνους και από μία παλλακίδα που διέθετε στηΜοισία (άγνωστο το όνομά της). Μετην τελευταία έκανε δύο κόρες:
(νόθη) Θεοδεγόθα (γενν. π. 473), το 494 παντρεύτηκε τονΑλάριχο Β΄ βάσει των σχεδίων τού πατέρα της για συμφιλίωση με τους Βησιγότθους.[10][11][12]
(νόθη) Οστρογότθα ή Αρεβαγνή (γενν. π. 475), παντρεύτηκε τονΣιγισμούνδο ηγεμόνα των Βουργουνδών (494 ή 496), ώστε ο πατέρας της να εξασφαλίσει ειρήνη με τους Βουργουνδούς.[13]
Τη μοναδική σύζυγός του, τηνΑυδοφλέδατων Μεροβιγγείων, αδελφή τουΚλόβη Α΄των Φράγκων, τη νυμφεύτηκε το 493 και μαζί της απέκτησε μία ακόμη κόρη:[14]
Αμαλασούνθα, μετέπειτα βασίλισσα των Γότθων. Η Αμαλασούνθα παντρεύτηκε τον Ευθάριχο και είχε δύο παιδιά:[15][16]
Αθαλάριχος 516-534, βασιλιάς των Οστρογότθων στην Ιταλία.
Ματασούνθα, παντρεύτηκε πρώτα τονΟυίτιγι, και έπειτα -μετά το τέλος τού Ουίτιγι- τονΓερμανό, εξάδελφο τουΙουστινιανού Α΄). Η Ματασούνθα καιο Γερμανός είχαν ένα γιο, που ονομαζόταν επίσης:
Γερμανός, που γεννήθηκε μετά το τέλος τού πατέρα τουτο 550. Τίποτε δεν είναι γνωστό γιατη ζωή του, ανκαι διάφοροι ερευνητές τον έχουν συνδέσει με διάφορους συνονόματους αυτού, που εμφανίζονται στον αυτοκρατορικό περίγυρο προς το τέλος του 6ουαι.
Μετά το τέλος τουστη Ραβέννα, τον Θεοδώριχο διαδέχθηκε ο εγγονός τουΑθαλάριχος.[17] Λόγω της ανηλικιότητάς του, ο Αθαλάριχος εκπροσωπήθηκε αρχικά από τη μητέρα του Αμαλασούνθα, που έγινε αντιβασίλισσα από το 526 ως το 534. Το βασίλειο των Οστρογότθων βρισκόταν πάντως σε παρακμή και καταλήφθηκε σύντομα από τον Ιουστινιανό Α΄. Οι Ρωμαϊκές επιδρομές κατά των Γότθων ξεκίνησαν μετην εξέγερση του 535 και κατέληξαν μετη νικηφόρα μάχη του όρους Λακτάριους.
Το 520 μάγιστρος των οφφικίων (πρωθυπουργός) του Θευδέριχου έγινε ο φιλόσοφος Βοήθιος, ένας άνθρωπος των επιστημών και μεγάλος Ελληνιστής που είχε αφοσιωθεί στη μετάφραση όλων των έργων τουΑριστοτέλησταλατινικά, παράλληλα μετην αξιοποίηση των έργων τουΠλάτωνα. Ο Βοήθιος έχασε την εύνοια του βασιλιά πιθανώς διότι θεωρήθηκε ύποπτος λόγω της συμπάθειάς τουγιατον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο (ο Θευδέριχος,όπως καιοι περισσότεροι Γερμανοί, ήταν Αρειανόςκαι ελάχιστα συμπαθής στους ως επί το πλείστων Χαλκηδόνιους χριστιανούς Ρωμαίους) και τελικά εκτελέστηκε κατ’ εντολή του Θευδέριχου το 525.
Το Βοήθιο είχε διαδεχθεί, στο ενδιάμεσο, ο ιστορικός Κασσιόδωροςτο 523. Ενώ άλλες διάσημες μορφές της εποχής του ακολούθησαν την τύχη του Βοήθιου, ο ιστορικός, χάρη στην ευελιξία του, έγινε φίλος και έμπιστος του βασιλιά. Επί των ημερών του Κασσιόδωρου, το ενυπάρχον χάσμα μεταξύ των παλαιών Ρωμαίων συγκλητικών που ήταν συγκεντρωμένοι στη Ρώμη καιτων Γερμανών στη βόρεια Ιταλία διογκώθηκε.
Μολονότι ο Θευδέριχος ξεκίνησε τη βασιλεία του δείχνοντας ανεκτικότητα απέναντι στις διάφορες θρησκείες της εποχής του, προς το τέλος του φαίνεται πως ετοίμαζε διώξεις ενάντια στους Χαλκηδόνιους της Ιταλίας ως απάντηση στις διώξεις των Αρειανών της Ανατολής.[18]Η διαμάχη μεταξύ του Θευδέριχου καιτου Ιουστίνου γιατο ζήτημα των Αρειανών προκάλεσε σημαντικές τριβές μετο Βυζάντιο αλλά οι προσωπικές ικανότητές του απέτρεψαν τη στρατιωτική παρέμβαση της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όταν ο Θευδέριχος πέθανε, οι αναστολές των Βυζαντινών εξέλειψαν ταχύτατα.
↑Γιατο πρώτο στοιχείο, σύγκρ. τοαγγλοσαξονικόþeod (αργότερα thede), τοισλανδικόþjóð, τοιρλανδικόtúath, τοοσκικόtouto and τοσαβινικόtouta, όλα μετη σημασία «λαός», όπως καιτογερμανικόdeut[i]sch («του λαού", δηλ. «του γερμανικού λαού», εν αντιθέσει προς τον λατινικό).[1]Γιατο δεύτερο στοιχείο, σύγκρ. τοαγγλικόrich («πλούσιος»), το γερμανικό Reich («αυτοκρατορία»), τολατινικόrexκαισανσκριτικόraj («βασιλιάς»). Γιατη σημασία του ονόματος, σύγκρ. ταελλην. Δημοκράτης, Λαοκράτης, Αναξαγόραςκλπ. Από το γοτθικό Þiudareiks προέρχονται μεταξύ άλλων το γερμανικό Dietrich (Dieter), το αγγλικό DerekκαιτοολλανδικόDirk.
Amory, Patrick (1997). People and Identity in Ostrogothic Italy, 489–554. Cambridge; New York: Cambridge University Press.
Arnold, Jonathan J. (2014). Theoderic and the Roman Imperial Restoration. Cambridge; New York: Cambridge University Press.
Boethius (2000). The Consolation of Philosophy. Translated by P. G. Walsh. Oxford and New York: Oxford University Press.
Brown, Peter (1989). The World of Late Antiquity: AD 150–750. New York and London: W.W. Norton and Co.
Brown, Thomas S. (2007). "The Role of Arianism in Ostrogothic Italy: The Evidence from Ravenna". In J. B. Barnish; Sam J. Barnish; Federico Marazzi (eds.). The Ostrogoths from the Migration Period to the Sixth Century: An Ethnographic Perspective. Woodridge; Suffolk; Rochester, NY: Boydell Press.
Burns, Thomas (1991). A History of the Ostrogoths. Bloomington; Indianapolis: Indiana University Press.
Collins, Roger (2004). Visigothic Spain, 409–711. Malden, MA: Blackwell Publishing.
Dailey, E. T. (2015). Queens, Consorts, Concubines: Gregory of Tours and Women of the Merovingian Elite. Leiden; Boston: Brill.
Delbrück, Hans (1990). The Barbarian Invasions. History of the Art of War. Vol. II. Lincoln and London: University of Nebraska Press.
Elton, Hugh (2018). The Roman Empire in Late Antiquity: A Political and Military History. Cambridge and New York: Cambridge University Press.
Fletcher, Richard (1997). The Barbarian Conversion: From Paganism to Christianity. New York: Henry Holt.
Frassetto, Michael (2003). Encyclopedia of Barbarian Europe: Society in Transformation. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO.
Fried, Johannes (2015). The Middle Ages. Cambridge and London: The Belknap Press of Harvard University Press.
Geary, Patrick J. (1999). "Barbarians and Ethnicity". In G.W. Bowersock; Peter Brown; Oleg Grabar (eds.). Late Antiquity: A Guide to the Postclassical World. Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University Press.
Halsall, Guy (2007). Barbarian Migrations and the Roman West, 376–568. Cambridge and New York: Cambridge University Press.
Hartmann, Martina (2009). Die Königen im frühen Mittelalter (in German). Stuttgart: Verlag W. Kohlhammer.
Haymes, Edward R.; Samples, Susan T. (1996). Heroic legends of the North: an introduction to the Nibelung and Dietrich cycles. New York: Garland.
Heather, Peter (2013). The Restoration of Rome: Barbarian Popes & Imperial Pretenders. Oxford: Oxford University Press.
Heinzle, Joachim (1999). Einführung in die mittelhochdeutsche Dietrichepik. Berlin, New York: De Gruyter.
Heydemann, Gerda (2016). "The Ostrogothic Kingdom: Ideologies and Transitions". In Jonathan J. Arnold; M. Shane Bjornlie; Kristina Sessa (eds.). A Companion to Ostrogothic Italy. Leiden and Boston: Brill.
Hodgkin, Thomas (1896). Italy and Her Invaders. London: Oxford University Press.
James, Edward (2014). Europe's Barbarians, AD 200–600. London and New York: Routledge.
Johnson, Mark J. (1988). "Toward a History of Theoderic's Building Program". Dumbarton Oaks Papers. 42: 73–96.
Kim, Hyun Jin (2013). The Huns, Rome and the Birth of Europe. Cambridge University Press.
Kulikowski, Michael (2019). The Tragedy of Empire: From Constantine to the Destruction of Roman Italy. Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University Press.
Langer, William L. (1968). "Italy, 489–554". An Encyclopedia of World History. George G. Harrap and Co.
Lienert, Elisabeth, ed. (2008). Dietrich-Testimonien des 6. bis 16. Jahrhunderts. Texte und Studien zur mittelhochdeutschen Heldenepik (in German). Vol. 4. Berlin: de Gruyter.
Mango, Cyril (2002). "Introduction". In Cyril Mango (ed.). The Oxford History of Byzantium. New York: Oxford University Press.
Näsman, Ulf (2008). "Från Attila till Karl den Store". In M. Olausson (ed.). Hem till Jarlabanke: Jord, makt och evigt liv i östra Mälardalen under järnåder och medeltid [Home to Jarlabanke: Land, power and eternal life in eastern Mälardalen during the Iron Age and the Middle Ages] (in Swedish). Lund: Historiska media.
Norwich, John Julius (1988). Byzantium: The Early Centuries. London: Guild Publishing.
O'Donnell, James (1995). "Cassiodorus". Georgetown University online text. Berkeley, CA: University of California Press.
Owen, Francis (1990). The Germanic People: Their Origin, Expansion & Culture. New York: Dorset Press.
Ring, Trudy; Salkin, Robert M.; La Boda, Sharon (1996). International Dictionary of Historic Places: Southern Europe. Taylor & Francis.
Rosenwein, Barbara H. (2009). A Short History of the Middle Ages. Toronto: University of Toronto Press.
Silber, Manfred (1970). The Gallic Royalty of the Merovingians in Its Relationship to the Orbis Terrarum Romanum During the 5th and the 6th Centuries A.D. Zürich: Peter Lang.
Steffens, Franz (1903). Lateinische Paläographie: Hundert Tafeln in Lichtdruck, mit gegenüberstehender Transscription, nebst Erläuterungen und einer systematischen Darstellung der Entwicklung der lateinischen Schrift. Freiburg: Universitäts-Buchhandlung.
Stenroth, Ingmar (2015). Goternas Historia (in Swedish). Göteborg: Citytidningen CT.
Tung, Anthony M. (2001). Preserving the World’s Great Cities: The Destruction and Renewal of the Historic Metropolis. New York: Clarkson Potter.
Vasiliev, A. A. (1950). Justin the First. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Wiemer, Hans-Ulrich (2023). Theoderic the Great: King of Goths, Ruler of Romans. Translated by Noël Dillon. New Haven and London: Yale University Press.
Wolfram, Herwig (1988). History of the Goths. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
Wolfram, Herwig (1997). The Roman Empire and its Germanic Peoples. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.