ΗΤσεφαλού (ιταλ.Cefalù, σικελ.Cifalù, ελλην.Κεφαλοίδιον ή Κεφαλοιδίς, λατιν.Cephaloedium ή Cephaloedis) είναι μικρή πόλη και δήμος στηνΕπαρχία του Παλέρμο, στη βόρεια ακτή της ΣικελίαςστηνΤυρρηνική θάλασσα. Η πόλη έχει 13.777 κατοίκους (απογραφή του 2007) και αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό.
Η Τσεφαλού απέχει οδικώς περίπου 70 χιλιόμετρα ανατολικά από το Παλέρμο και 185 χιλιόμετρα δυτικά από τηΜεσσήνη. Η πόλη είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 16 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οιγεωγραφικές συντεταγμένες της είναι πλάτος 38°02΄ Βόρειο και μήκος 14°01΄ Ανατολικό, ενώ ο δήμος έχει έκταση 65 τετραγωνικά χιλιόμετρα (πυκνότητα πληθυσμού 210 κάτοικοι ανά τετρ. χιλιόμετρο) και υποδιαιρείται σε δύο δημοτικά διαμερίσματα: τοΣαντ' Αμπρότζιο καιτη Τζιμπιλμάννα.
Η πόλη ιδρύθηκε κατά την αρχαιότητα από Έλληνες αποίκους και προφανώς πήρε το όνομά της από τη θέση της σε επιβλητικό και απόκρημνο βράχο, που εξέχει από την ακτογραμμή. Συγκεκριμένα, το όνομα Κεφαλοίδιον αναφέρεται από τονΔιόδωρο τον ΣικελιώτηκαιτονΣτράβωνα, ενώ η παραλλαγή Κεφαλοιδίς από τονΚλαύδιο Πτολεμαίο. Παρά την αρχαιότητά της, η πόλη δεν αναφέρεται καθόλου από τονΘουκυδίδη, ο οποίος γράφει καθαρά ότι ηΙμέρα ήταν η μοναδική ελληνική αποικία στη βόρεια ακτή της Σικελίας.[3] Είναι πιθανό ότι το Κεφαλοίδιον ήταν εκείνη την εποχή απλώς ένα φρούριο, που ανήκε στους Ιμεραίους, και μάλλον κατοικήθηκε για πρώτη φορά από μόνιμους κατοίκους όταν έφθασαν εκεί πρόσφυγες από την καταστροφή της Ιμέρας. Το όνομα πρωτοεμφανίζεται στην ιστορική καταγραφή την εποχή της εκστρατείας τωνΚαρχηδονίων υπό τονΙμίλκωνα, το396 π.Χ., όταν ο στρατηγός αυτός συνήψε συμφωνία με τους Ιμεραίους και τους κατοίκους του Κεφαλοιδίου.[4] Αλλά μετά την ήττα των Καρχηδονίων, ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος έγινε κυρίαρχος του Κεφαλοιδίου, μετά απο προδοσία. Μετά από δεκαετίες το βρίσκουμε ανεξάρτητο, αλλά από ό,τι φαίνεται σε φιλική σχέση με τους Καρχηδονίους, καθώς δέχθηκε την επίθεση τουΑγαθοκλέουςτο307 π.Χ., ο οποίος καιτο άλωσε.[5] Κατά τονΑ΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο καταλήφθηκε από τον ρωμαϊκό στόλο υπό τους Αύλο Ατίλιο ΚαλατίνοκαιΣκιπίωνα Νάσικατο254 π.Χ., αλλά και πάλι με προδοσία καί όχι μετη δύναμη των όπλων.[6]ΟΚικέρων μιλά γιατο Κεφαλοίδιον ως μία ευδοκιμούσα πόλη, που απελάμβανε πλήρη δημοτικά προνόμια. Κατά την εποχή του ήταν μία από τις civitates decumanae, οι οποίες πλήρωναν τη δεκάτη των εσοδειών τους σε είδος στο Ρωμαϊκό Κράτος. Υπέφερε ωστόσο (όπως καιη υπόλοιπη Σικελία) από την καταπίεση τουΒέρη.[7] Επίσης έκοβε νόμισμα. Εκτός από τους προαναφερθέντες γεωγράφους δεν υπάρχει άλλη μνεία της πόλεως πριντον Μεσαίωνα.
Η πόλη πέρασε κατόπιν στην κυριαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίαςκαι μετακινήθηκε από το πεδινό μέρος πάνω στον βράχο, ανκαιη παλαιά πόλη δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ εντελώς. Το858μ.Χ., μετά από μακρά πολιορκία, αλώθηκε από τους Σαρακηνούςκαι μετονομάσθηκε σεΓκαφλουντί (Gafludi). Για τους επόμενους δύο αιώνες αποτελούσε μέρος τουΕμιράτου της Σικελίας.
Το1063η πόλη καταλήφθηκε από τους απογόνους των Νορμανδών καιτο 1131 ο βασιλιάς Ρογήρος Β΄ της Σικελίαςτη μετέφερε από τη σχεδόν απροσπέλαστη θέση της στη λωρίδα γης στους πρόποδες του βράχου, όπου υπήρχε ένα μικρό αλλά θαυμάσιο λιμάνι, και άρχισε την ανέγερση του σημερινού καθεδρικού ναού σε βυζαντινό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Η περιοχή κατοικείτο ακόμη από ελληνόφωνους Βυζαντινούςκαι Άραβες, που ήταν μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.[8] Από τον 13ο αιώνα μέχρι το 1451 η Τσεφαλού βρισκόταν υπό διάφορες οικογένειες φεουδαρχών, ενώ στη συνέχεια τον έλεγχο είχαν οι επίσκοποί της.
Δύο ισχυροί όμοιοι πύργοι πλαισιώνουν την είσοδο του ναού μετα τρία τόξα (ξαναχτίστηκαν περί το 1400), που αντιστοιχούν στα τρία κλίτη του ναού.
Οκαθεδρικός ναός της πόλης θεμελιώθηκε το1131σε νορμανδικό ρυθμό, ο οποίος ακριβέστερα περιγράφεται ως σικελικός ρωμανικός ρυθμόςκαιτα θυρανοίξιά του έγιναν το1267. Το εξωτερικό του διατηρείται καλά και, επάνω από τα τόξα του εξωνάρθηκα, η επιφάνεια του τοίχου είναι διακοσμημένη με ανάγλυφα, διαπλεκόμενα οξυκόρυφα τόξα. Η πρόσοψη πλαισιώνεται από δύο ίδιους, τετραώροφους πύργους. Η αψιδωτή, νορμανδικού ρυθμού κεντρική θύρα είναι αξιοσημείωτη. Τα ενισχυτικά αντερείσματα έχουν το σχήμα διπλών στηλών, ώστε να φαίνονται πιο λεπτά. Στο ανατολικό σκέλος η χορωδία (ο χώρος μπροστά από το ιερό) επιστεγάζεται με θόλο καιτο ιερό καταλήγει σε ημικύκλιο, που επιστέφεται με τεταρτοσφαίριο. Το υπόλοιπο κτήριο έχει ξύλινη στέγη. Εξωτερικά στις πλευρές του ναού, στεγασμένοι διάδρομοι με κιονοστοιχίες ομορφαίνουν το σύνολο.
Ο Χριστός Παντοκράτωρ στην κόγχη του καθεδρικού ναού
Τα τρία κλίτη χωρίζονται από δύο σειρές αρχαίων κιόνων από γρανίτη, οι οποίοι επιστέφονται από οξυκόρυφα τόξα. Τα στοιχεία αυτά παρέμειναν κατά την ανακαίνιση του 1559. Τα μόνα ψηφιδωτάπου σώζονται, είναι εκείνα στον θόλο επάνω από τη χορωδία και από το ιερό. Αποτελούν θαυμάσια δείγματα βυζαντινής τέχνηςτων μέσων του 12ου αιώνα και, μολονότι επισκευάστηκαν τα έτη 1859–1862, έχουν πολύ μικρότερες φθορές από ό,τιτα αντίστοιχα στοΠαλέρμοκαιστοΜονρεάλε. Το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα που κοσμεί το τεταρτοσφαίριο του ιερού είναι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο.
Ο καθεδρικός είναι μία από τις εννέα κατασκευές, που αποτελούν τη Θέση Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ «Αραβο-Νορμανδικό Παλέρμο και καθεδρικοί ναοί της Τσεφαλού καιτου Μονρεάλε».
Ο ναός του Αγίου ΣτεφάνουΗ Τσεφαλού το 1830 σε πίνακα τουΚαρλ Ρότμαν
Η Παναγία ηΟδηγήτρια (Santa Maria dell'Odigitria), που αναφέρεται συνήθως από τους σημερινούς κατοίκους απλά ως «Ίτρια» (Itria). Πιθανώς κτισμένος επάνω σε προϋπάρχοντα βυζαντινό ναό μετο ίδιο όνομα, ο σημερινός ναός χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Μέχρι το 1961 τον αποτελούσαν δύο θρησκευτικά κτίσματα, μετο δεύτερο να είναι ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Αμφότερα ήταν ιδιοκτησία της Αδελφότητας της St. Mary of the Odigitria.
Η Αγία Όλιβα (Santa Oliva, 1787). Η θύρα της είναι κατασκευασμένη από τόφφο.
ΟΆγιος Σεβαστιανός (San Sebastiano, πιθανώς 1523).
Ο Άγιος Ανδρέας.
Ο Άγιος Λεονάρδος (San Leonardo), αναφερόμενος από το 1159, αλλά αφιερωμένος μέχρι την αναστήλωση του 1558 στον Άγιο Γεώργιο. Η αρχική του θύρα, σήμερα κλεισμένη πίσω από τοίχο, φέρει φυτικό διάκοσμο παρόμοιο με εκείνον των θυρών του Καθεδρικού Ναού.
Η Άμωμος Σύλληψις της Παρθένου (Immacolatella, 1661).
Το Παρεκκλήσιο του Αγίου Βλασίου (San Biagio).
Ο Άγιος Στέφανος (Santo Stefano) ή Ναός του Καθαρτηρίου.
Η Υπεραγία Τριάδα (Santissima Trinità).
Ο Ευαγγελισμός (Santissima Annunziata, περ. 1511). Η πρόσοψη φέρει μεγάλο παράθυρο σε σχήμα ρόδακα και ανάγλυφη παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Μερικά υπολείμματα της αρχαίας πόλεως είναι ακόμη ορατά στην κορυφή του βράχου, αλλά η τοπογραφία της θέσεως αποδεικνύει ότι δενθα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι περισσότερο από μία μικρή πόλη, και ότι πιθανώς όφειλε τη σημασία της μόνο στη σχεδόν απόρθητη φύση της. ΟΦατζέλλο γράφει γιατα ερείπια των τειχών ως υπαρκτά κατά την εποχή του, όπως καιγια αυτά ενός ναού δωρικού ρυθμού, από τον οποίο μόνο τα θεμέλια είναι σήμερα ορατά. Αλλά το πλέον περίεργο μνημείο που σώζεται από την αρχαία πόλη είναι ένα κτίσμα αποτελούμενο από διάφορα διαμερίσματα καιμετην εμφάνιση ενός ανακτόρου ή αρχοντικής κατοικίας, αλλά κτισμένο εξ ολοκλήρου από μεγάλους ακανόνιστους λιθόπλινθους από ασβεστόλιθο, όπως τα λεγόμενα Κυκλώπεια τείχη. Τα ανοίγματα των θυρών είναι κατασκευασμένα από ακριβέστερα κομμένες πέτρες και ελληνικού τύπου, ενώ η χρονολογία κατασκευής, ανκαι αβέβαιη, δεν μπορεί να είναι πολύ πρώιμη, αν κρίνουμε από την ακρίβεια της συναρμογής των πλίνθων. Αυτό το μοναδικό στο είδος τουσε ολόκληρη τη Σικελία κτίσμα περιγράφηκε και απεικονίσθηκε με ακρίβεια από τονδρα. Nott σταAnnali dell'Instituto di Corrispondenza Archeologicaτου έτους 1831 (τόμος ΙΙΙ, σσ. 270-287).
Στην κορυφή σώζονται εκτεταμένα ερείπια του φρουρίου που έκτισαν οιΣαρακηνοί. Η οχύρωση της πόλης κάποτε εκτείνονταν μέχρι την ακτή, στην πλευρά όπου είναι κτισμένη η σημερινή πόλη, μετη μορφή δύο μακρών τειχών που προστάτευαν το λιμάνι.
ΤοPalazzo Atenasio Martino (15ος αιώνας), μενωπογραφίεςτου 16ου αιώνα στην αυλή
ΤοPalazzo Maria (13ος αιώνας), όπου είναι ορατά η μεσαιωνική είσοδος και ένα σύνθετο παράθυρο με καταλανικής τεχνοτροπίας φυτικές διακοσμήσεις
ΤοPalazzo Piraino (16ος αιώνας)
ΤοOsterio Magno, που κατά την παράδοση ανεγέρθηκε από τον Ρογήρο Β΄ ως το μέγαρό του, αλλά μάλλον χρονολογείται αρκετά αργότερα, από τον 14ο αιώνα. Είναι ορατά ίχνη του μεσαιωνικού πύργου και διακοσμήσεων. Ανασκαφή στο εσωτερικό του έχει αποκαλύψει την παρουσία αρχαίων κτισμάτων και κεραμικών.
Τα αρχαία ρωμαϊκά λουτρά
Το καταρρέον «Αββαείο του Θελήματος» (Abbey of Thelema)[9], που κτίσθηκε από τον αποκρυφιστή Άλιστερ Κρόουλιτο 1920 ως κοινότητα μαγείας, προτού διαταχθεί να φύγει από την κυβέρνηση Μουσσολίνι το 1923.
Κοντά στην πόλη βρίσκονται επίσης το Ιερό της Τζιμπιλμάννα καιο Γεωφυσικός Σταθμός της Τζιμπιλμάννα.
Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Cefalu» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press
Smith, William (επιμ.): Dictionary of Greek and Roman Geography, έκδ. John Murray, Λονδίνο 1854–1857