Πριν από την εκλογή του ήταν Μητροπολίτης Δράμας, νέος, όχι ιδιαίτερα μορφωμένος, αλλά ενάρετος[1]και αγαπητός στον λαό[2].
Το φθινόπωρο του1498 εξελέγη Πατριάρχης μετην υποστήριξη τουΚωνσταντίνου Β΄ της Γεωργίας, διαδεχόμενος τονΝήφωνα, ο οποίος είχε την στήριξη των ηγεμόνων της Βλαχίας. Ήταν λόγιος Πατριάρχης και διακρίθηκε γιατην προσφορά τουστο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μετά την εκλογή του περιόδευσε σε διάφορες επαρχίες καιτο1500 πήγε στην Ιβηρία (Γεωργία).
Χάρη στις ραδιουργίες του φιλόδοξου Μητροπολίτη Σηλυβρίας[3], υπέπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄. Το1502, όταν ο Σουλτάνος βρέθηκε στο προάστιο του Χρυσοκεράμου είδε ένα νέο κεραμοσκεπές κτίριο, και μόλις πληροφορήθηκε ότι ήταν χριστιανικός ναός που ανεγέρθηκε χωρίς την άδειά του, εξοργίστηκε και διέταξε την απομάκρυνση του Πατριάρχη Ιωακείμ[4].
Στο Θρόνο εκλήθη οΝήφων Β΄, ο οποίος όμως δεν αποδέχτηκε την εκλογή του. Στις αρχές του1503 εξελέγη Πατριάρχης οΠαχώμιος Α΄, αλλά στις αρχές του1504 επανεξελέγη ο Ιωακείμ, καθώς κύκλοι προσκείμενοι σε αυτόν προσέφεραν στο Σουλτάνο μεγαλύτερο χαράτσι από αυτό που προσέφερε ο Μητροπολίτης Σηλυβρίας. Τη δεύτερη φορά παρέμεινε στο Θρόνο για μικρό διάστημα, κατά τη διάρκεια του οποίου ταξίδεψε βόρεια με σκοπό να αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις με πολιτικούς του εχθρούς. Όμως, τόσο οΡάντου Δ΄ της Βλαχίας, όσο καιοΜπογδάν Γ΄ ο Μονόφθαλμος της Μολδαβίας αρνήθηκαν να συμφιλιωθούν μαζί του[5].
Πέθανε την ίδια χρονιά (1504[6]) κατά τη διάρκεια αυτών των περιοδειών του, στοΤιργκόβιστε ή στηΣιλίστρακαιτον διαδέχτηκε εκ νέου ο Παχώμιος. Ετάφη στην Μονή Ντεάλου στο Τιργκόβιστε[7].
Χειρόγραφο μετην υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Α΄