Καταγόταν από τηΜεσσηνίακαιτο κοσμικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Ήταν «εκ μητρός Ρωμαίας ευγενούς[1]», η οποία ονομαζόταν Μαρία και πατέρα Αρβανίτη άρχοντα[2] ονόματι Μανουήλ[3]. Ακολούθησε κάποιον μοναχό Αντώνιο και εκάρη μοναχός στη Μονή της «Παναγίας Πολεμάρχας», σεμια ερημική ακρογιαλιά μεταξύ Παλαιάς και Νέας Επιδαύρου, παίρνοντας το όνομα Νήφων. Ασχολήθηκε μετην καλλιγραφία καιτην αντιγραφή χειρογράφων[4]. Ακολούθησε κατόπιν έναν μοναχό Ζαχαρία, πνευματικό τουΣκεντέρμπεη, και εγκαταστάθηκε στην Μονή της Θεοτόκου στηνΑχρίδα. Όταν ο Ζαχαρίας εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, ο Νήφων μετέβη στοΆγιο Όρος, όπου επισκέφτηκε διαδοχικά τις μονές Βατοπεδίου, Παντοκράτορος, Μεγίστης ΛαύραςκαιΔιονυσίου. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονοςκαι κατόπιν ιερέας[4]. Ήταν πολύ ταπεινός και αγαπητός γιατη σοφία καιτη γλυκύτητά του.
Το1482, μετά το θάνατο τουΜητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παρθενίου, εξελέγη χωρίς τη θέλησή του[5] διάδοχός τουκαιστα τέλη του1486 κλήθηκε στον Οικουμενικό Θρόνο. Ως Πατριάρχης ο Νήφων επιδόθηκε με ζήλο στη διόρθωση των κακώς κειμένων καιτον έλεγχο των καταχρήσεων του κλήρου. Μετά από δεκαοκτώ μήνες όμως ξέσπασε σκάνδαλο, το οποίο οδήγησε στην απομάκρυνσή του. Συγκεκριμένα, ο Πατριάρχης Συμεών άφησε μετά το θάνατό του μεγάλη περιουσία, αλλά χωρίς κληρονόμο ή διαθήκη, οπότε το σουλτανικό θησαυροφυλάκιο προέβη σε δέσμευσή της, περιλαμβανομένων και ιερών σκευών που είχαν αφιερωθεί κατά την διάρκεια της πατριαρχίας του[6]. Γιανα αποφευχθεί αυτό, εμφάνισαν ανιψιό του κληρονομούμενου Πατριάρχη ως νόμιμο κληρονόμο και τρεις ψευδομάρτυρες. Μόλις πληροφορήθηκε ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄τα γενόμενα, δήμευσε την περιουσία του Συμεών, έκοψε την μύτη των ψευδομαρτύρων[7], δίωξε τους ενεχόμενους στο σκάνδαλο κληρικούς και καθαίρεσε τον Πατριάρχη Νήφωνα, ο οποίος εξορίστηκε σε κάποια νησίδα του Εύξεινου Πόντου αντίκρυ της Σωζόπολης. Στο θρόνο ανέβηκε πάλι οΔιονύσιος Α΄.
Επανεκλογή, εκ νέου αποβολή και καταδίκη σε ισόβια δεσμά
Επανήλθε με αναζήτηση της Συνόδου και ανέλαβε τον Πατριαρχικό θρόνο το1497. Όμως, εν μέσω συνωμοσιών που ενορχήστρωνε ο πρώην Πατριάρχης Μάξιμος Δ΄[8], υπέπεσε όμως σε δυσμένεια του σουλτάνου και εξεβλήθη ξανά το 1498, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και εξορίστηκε στηνΑδριανούπολη. Μεγάλη ήταν όμως η φήμη του ως ποιμένα. Αναφέρεται ότι ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ράντου Δ΄ ο Μέγας (Ράδουλος), διερχόμενος από την Αδριανούπολη, φιλοδώρησε τους φύλακες γιανατον αφήσουν ναδειτον φυλακισμένο Πατριάρχη και μπαίνοντας στην ειρκτή προσκύνησε.
Φτάνοντας ο Ράδουλος στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσε να λάβει άδεια αποφυλάκισης και μετακίνησης του Νήφωνα στη Βλαχία[9]. Φτάνοντας στη Βλαχία, ο Νήφων συγκρότησε συνέλευση από κληρικούς και λαϊκούς και χειροτόνησε τους δύο επισκόπους Ριμνίκου και Μπουζαίου. Βοήθησε τον ηγεμόνα να διαθέσει τα ηγεμονικά αξιώματα όπως έκαναν καιοι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ονομάζοντας τους τίτλους του Σπαθάρη, Βεσιάρη, Λογοθέτη, κλπ. Δεν θέλησε όμως να αναγνωρίσει παράνομο συνοικέσιο της αδελφής του ηγεμόνα καιγι' αυτό υπέπεσε στη δυσμένειά του. Επιπληχθείς από τον Ράδουλο και απειληθείς έτρεξε στην εκκλησία, συγκέντρωσε τον λαό και έβγαλε λόγο, και αφού αφόρισε τον γαμπρό και προφήτεψε δυστυχήματα, έβγαλε την πατριαρχική στολή, την ακούμπησε στην αγία τράπεζα και βγήκε από την εκκλησία. Ο ηγεμόνας μαθαίνοντας τα γενόμενα διέταξε ναμηντον τιμάει κανείς καινατον αποφεύγουν όλοι μη δίνοντάς του ούτε φαΐ ούτε νερό και απείλησε τους παραβάτες με θάνατο.
Ο Νήφων κατέφυγε σε έρημη καλύβα και υπέμενε την άδικη καταδίκη τουμε χριστιανική καρτεροθυμία. Ο Ράδουλος, προκειμένου να αποφύγει την κατακραυγή του λαού, προσπάθησε να εξευμενίσει τον γέροντα καιμε κολακευτικά λόγια, υποσχέσεις και δώρα τον παρακάλεσε να συγχωρήσει τον γαμπρό του, του οποίου το συνοικέσιο στο μεταξύ είχε αναγνωρίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Ο Νήφων όμως ήταν ανένδοτος. Ενώ ήταν ακόμα στη Βλαχία, το1502, του προτάθηκε να αναλάβει για τρίτη φορά Πατριάρχης, αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά [10]και αποχώρησε γιατην Μακεδονία, παίρνοντας μαζί τουκαι δύο μαθητές του. Στην Μακεδονία πέρασε από πολλές κωμοπόλεις κηρύττοντας και έφτασε στο Άγιο Όρος, όπου παρουσιάστηκε αγνώριστος στους μοναχούς του Αγίου Διονυσίου, που αρχικά τον διόρισαν επιστάτη των ζώων της μονής, μέχρι που τελικά τον αναγνώρισαν καιτου επανέδωσαν τις τιμές του.
Μετά την αναχώρηση του Νήφωνα, ξηρασία και λιμός ξέσπασε στη Βλαχία. Ο Ράδουλος αρρώστησε από λέπρα και, πιστεύοντας ότι αυτά συμβαίνουν επειδή φέρθηκε άπρεπα στον Νήφωνα, έστειλε ανθρώπους νατονβρουν.
Ο Νήφων παρέμεινε στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, όπου και απεβίωσε στις 3 Σεπτεμβρίουτου1508. Αμέσως μετά το θάνατό του τιμήθηκε ως άγιος σε πολλές περιοχές καιηΟρθόδοξη Εκκλησίατον κατέταξε στο Αγιολόγιό της μόλις εννέα έτη αργότερα, το1517, ορίζοντας να τιμάται η μνήμη του στις 11 Αυγούστου[11]. Το λείψανό του φυλάγεται σε λάρνακα στη Μονή Διονυσίου, στην οποία υπάρχει και παρεκκλήσιο στο όνομά του[12], εκτός από το κρανίο καιτο δεξί του χέρι, που βρίσκονται σε μοναστήρι της Βλαχίας[11].
Μωυσής Μοναχός Αγιορείτης (2008). Οι Άγιοι του Αγίου Όρους. Εκδόσεις Μυγδονία. σελίδες 369–370. ISBN9789607666727.
Προκόπιος Τσιμάνης (1981). Από υψηλή σκοπιά οι Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως, τόμ. Α΄. σελίδες 105–109.
Διονύσιος Δ. Βαλαής, Ο Άγιος Νήφων ως Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, στην έκδοση: Ο Άγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Τόμος επετειακός επί τη συμπληρώσει πεντακοσίων ετών από της κοιμήσεως αυτού (1508-2008), Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος 2008, 82-113.