Η Τσακωνική ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής.[3] Προήλθε από τηΔωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση μετηΝέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από τηνΕλληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στηνΠελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείαςκαι, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.
Ο πρώτος συγγραφέας που αναφέρει την ύπαρξη ιδιαίτερης Τσακωνικής διαλέκτου είναι οΜάζαριςτον 15ο αιώνα. Θεωρεί τους Τσάκωνες εκβαρβαρισμένους Λάκωνες αλλά οι λίγες λέξεις που αναφέρει ως παράδειγμα δεν είναι τσακωνικές.[4] Σύμφωνα με τις πηγές, η Τσακωνική ομιλείτο στο παρελθόν από διαλεκτόφωνους πληθυσμούς αποίκων στις νότιες ακτές τού Ελλησπόντου.[5]Το τσακωνικό ιδίωμα της Προποντίδας είχε αρκετές επιδράσεις από τα βόρεια ιδιώματα της Θράκηςκαι, ως εκ τούτου, τοποθετείται πλησιέστερα προς τη Νεοελληνική Κοινή (π.χ. ιδίωμα Προποντίδας νερέ, αλλά ιδίωμα Τσακωνιάς ύο < ύδωρ).
Αν είχε μεγάλο αριθμό ομιλητών, ισχυρή λογοτεχνική παράδοση και διοικητική αυτονόμηση, η οποία θα οδηγούσε σε αναγνώριση και σχολική διδασκαλία, θα μπορούσε να ταξινομηθεί ως ξεχωριστή ελληνογενής γλώσσα[6]σε αντιδιαστολή προς διαλέκτους όπως ηΠοντιακή, ηΚαππαδοκικήκαιηΚατωιταλική. Το σύγχρονο λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την επίσημη Ελληνική.
Υπάρχουν τρεις βασικές προτάσεις γιατην ετυμολογική προέλευση του τοπωνυμίου:
Τσάκωνες < *Εξω-Λάκωνες, που βασίζεται στην υπόθεση ότι πρόκειται για λαό τής «εξωτερικής Λακωνίας». Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονταν αυτή την πρόταση, στηριζόμενοι στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε οΚ. Άμαντος.[7] Έχει εντούτοις επισημανθεί ότι δεν μαρτυρείται λαός ή τοπωνύμιο *Εξω-Λάκωνες / *Εξω-Λακωνίακαι ότι η παρουσία των Τσακώνων στηνΑρκαδίαθα καθιστούσε δύσκολη αυτή την ονομασία. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι ομιλητές δεν χρησιμοποιούσαν γιατον εαυτό τους αυτόν τον προσδιορισμό ή τον έμαθαν από εξωτερική επίδραση.[8]
Τσάκωνες < τράχων, -ωνος «δυσπρόσιτος και τραχύς τόπος», πρόταση που παρουσίασε οΧ. Συμεωνίδης (1972). Ωστόσο, η εικαζόμενη τροπή /tr/ > /ts/ είναι φωνητικά δυσχερής και αντιτίθεται στις προϋποθέσεις λειτουργίας τού νεοελληνικού τσιτακισμού.
Τσάκονες < διάκονες / διάκονοι, όπως αποκαλούνταν οι βοηθητικοί στρατιώτες με ελαφρύ οπλισμό που είχαν αποσταλεί στηνΠελοπόννησοτον 8ο αιώνα. Την άποψη αυτή πρότεινε οΣτ. Καρατζάς (1976) και φαίνεται να έχει ισχυρότερη βάση από τις προηγούμενες.[9]
Αν ισχύει η τελευταία πρόταση, τοεθνωνύμιοθα έπρεπε να γράφεται με-ό-: Τσάκονες, όπως καιτο αντίστοιχο τοπωνύμιο: Τσακονιά.
Αντιπροσώπευση του κληρονομηθέντος -υ- ως -ου- ή -ιου- (με ημιφωνοποίηση ή τροπή τού προηγούμενου συμφώνου σε ουρανικό), ανάλογα μετον προηγούμενο φθόγγο (π.χ. τουραγνώ «τυραννώ», τρούπα «τρύπα», φουσού «φυσώ», σουργκή «σύρτης», άρουγγα «λάρυγγας», κιουρέ [cuˈre] «τυρί», γιούρε [ˈʝure] «γύρος», νιούτ‘α [ˈɲutʰa] «νύχτα», χκιούπο [ˈxcupo] «χτύπος»). Υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες πιθανώς οφείλονται στην ισχυρή επίδραση της κοινής (π.χ. παναθύρι «παραθύρι»), και μερικές φορές η αντιπροσώπευση δεν είναι σταθερή ή συνεπής ακόμη καιγιατην ίδια λέξη κατά ιδίωμα (π.χ. λιουτέ, λιούκο, λούκο, ούκο «λύκος»).
Το καβγί μετα νορά «Το παιδί μετην ουρά» (παραμύθι)
Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίον) σερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαινα βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαινα φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τανι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τανι λίγου πολιότερε τšαιτο καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.
Απόδοση
Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε νατο πάρει ο πατέρας του, νατο βάλει στο δισάκι καινατο βγάλει νατο γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), νατο σταυρώσει καινα φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, γιανα κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο καιτο παιδί φαρμακώθηκε.
Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τονΑθ. Κωστάκη)
Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσισ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σουμε κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε ταβιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μαγια ξείκα, Τζελjίνα, καμάžιπ‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σινα καοτσιτάτσει. Μαγάžινα ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…
Απόδοση
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μαγια κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι πουτο ’χειη νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι καιοι θυγατέρες μου…
Η πρώτη μνεία τής διαλέκτου γίνεται το1668 από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος κατέγραψε λίγες λέξεις. Στην απογραφή του1907τα τσακωνικά δηλώθηκαν ως κύρια γλώσσα από 823 άτομα. Σύμφωνα μεπιο πρόσφατες αναφορές (1981, J. Werner), η Τσακωνική μιλιόταν το 1981 από 300 περίπου άτομα. Υπάρχουν ακόμα αναφορές για 2.000 υπερήλικους ομιλητές, των οποίων οι πρώτοι απόγονοι έχουν μόνο παθητική γνώση τής διαλέκτου. Σήμερα η διάλεκτος είναι προς εξαφάνιση κατά τον σχετικό κατάλογο της UNESCO.
Δεν είναι φυσικά επίσημη γλώσσα καμιάς χώρας ή περιοχής και ως εκ τούτου δεν διδάσκεται. Ωστόσο, μέχρι το1997η διάλεκτος διδασκόταν από ντόπιους καθηγητές στο γυμνάσιο τουΤυρού. Από το σχολικό έτος 2011-2012 (καιγια πέμπτο συνεχόμενο το 2015-2016) οι μαθητές του Γυμνασίου Τυρού συμμετέχουν στα πλαίσια πολιτιστικού προγράμματος (Πρόγραμμα Συνεργαζομένων Σχολείων μετην UNESCO - ASP net ) γιατη διάσωση της τσακώνικης διαλέκτου. ΣτονΤυρό ομιλείται ακόμη από νέους. ΗΑκαδημία Αθηνών έχει κατά καιρούς οργανώσει διαλεκτολογικές αποστολές στην περιοχή, προκειμένου να αποθησαυρίσει τον λεξιλογικό πλούτο, σωζόμενο ακόμη σε ορισμένους ηλικιωμένους ομιλητές. Παρόμοιες διαλεκτολογικές εργασίες ανατίθενται επίσης σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο από ελληνικά πανεπιστήμια.
Δεν υπάρχει επίσημη γραφή. Σε βιβλία γλωσσικών, λαογραφικών και άλλων μελετών η διάλεκτος αποδίδεται μετοΕλληνικό αλφάβητο, συνοδευόμενη από την προσθήκη κάποιων απαραίτητων διακριτικών γιαπιο πιστή απόδοση της προφοράς της. Μία από τις γραφές που χρησιμοποιούνται είναι αυτή που προτάθηκε από τον καθηγητή Θανάση Κωστάκη. Η γραφή αυτή φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Η αναπαράσταση των ήχων της Τσακωνικής
γραφή με διπλά γράμματα
κατά Αθ. Κωστάκη
IPA
σχ
σ^
/ʃ/ (š)
τσχ
σ^
/ʨ/
ρζ
ρζ
/rʒ/ (rž)
τθ
τ^
/tʰ/
κχ
κ^
/kʰ/
πφ
π^
/pʰ/
τζ
(Κ) τˇζ - τζ & τρˇζ - τρζ (Λ) τˇζ - τζ
(K) /ʤ/ & /trʒ/ (Λ) /ʤ/ (dj ̌)
νν
ν^
/ɲ/
λλ
λ^
/ʎ/
*Σημείωση: Το (K) αναφέρεται στη βόρεια διάλεκτο της γλώσσας καιτο (Λ) στη νότια, της περιοχής τουΛεωνιδίουκαιτουΤυρού.
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Tsakonian». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑Ν. Κοντοσόπουλος, 1994: 2. Υπέρ της άποψης περί χωριστής γλώσσας κλίνουν ορισμένοι γλωσσολόγοι: C.F. & F.M. Voegelin, Classification and Index of the World's Languages (1977, Elsevier), σ. 148-149· B. Joseph, «Language Contact and the Development of Negation in Greek — and How Balkan Slavic Helps to Illuminate the Situation» online, όμως οι περισσότεροι συγκλίνουν στην άποψη ότι πρόκειται για αποστασιοποιημένη ποικιλία τής Ελληνικής: P.Trudgill, Sociolinguistic variation and change (Edinburgh 2002), σ. 129· Ph. Baldi, The foundations of Latin (Amsterdam 2002), σ. 28.
↑Την εκδοχή τού Καρατζά υποστήριξε επίσης οΤσοπανάκηςσε εκτενή βιβλιοκρισία του. Ανασκόπηση όλων των ετυμολογικών προτάσεων στονΘ. Μωυσιάδη (Εισαγωγή στη μεσαιωνική και νεοελληνική ετυμολογία, Αθήνα 2005, σελ. 126-7), όπου τονίζεται ότι «η δωρίζουσα διάλεκτος που ομιλείτο τότε σε τμήμα τής Πελοποννήσου οδήγησε σε παρασυσχετισμό τωντζακόνων / διακόνωνμε τους Λάκωνες».
↑Η τροπή [s] > [r] συνεπάγεται μεταβολή τού φατνιακού συριστικού σε φατνιακό παλλόμενο και αυτό θα μπορούσε να συμβεί μετη μεσολάβηση σταδίου κατά το οποίο έχουμε παλλόμενο ανακεκαμμένο [ɾ], όπου το άνω μέρος τής γλώσσας αγγίζει τα δόντια.