Η βασιλεία του υπήρξε σχετικά σύντομη καιοι πληροφορίες που σήμερα διαθέτουμε γιατη ζωή του είναι αποσπασματικές. Ταπιο αξιοσημείωτα στοιχεία της είναι η διεξαγωγή ενός μακροχρόνιου πολέμου ενάντια στηνΑιτωλικήκαιτηνΑχαϊκή Συμπολιτεία,[2]του λεγόμενου Δημητριακού πολέμου, καθώς καιη ταραγμένη κατάσταση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στηνΉπειρο μετά την κατάλυση της μοναρχίαςστη χώρα.
Ο Δημήτριος γεννήθηκε γύρω στο275 π.Χ. μερικούς μήνες μετά την παλινόρθωση τωνΑντιγονιδώνστον θρόνο της Μακεδονίας καιτον γάμο του πατέρα τουμετηΦίλα, πριγκίπισσα τωνΣελευκιδών.[3]
Γύρω στο265-260 π.Χ., όσο ο βασιλιάς Αντίγονος ο Γονατάς, ήταν απασχολημέρνος με μάχες κατά τωνΠτολεμαίων, τωνΣπαρτιατών, τωνΓαλατώνκαι τελικά τωνΑθηναίων, ο βασιλιάς της Ηπείρου, Αλέξανδρος Β΄, βρήκε την ευκαιρία να περάσει τα μακεδονικά σύνορα.[4]Ο Αντίγονος έσπευσε πίσω στη χώρα τουγιανα αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, ωστόσο, πολλοί από τους άνδρες τουτον εγκατέλειψαν με αποτέλεσμα να χάσει τόσο τα εδάφη τουστην Ήπειρο, όσο καιτον θρόνο της Μακεδονίας.[4] Εντούτοις, ο γιος του, Δημήτριος, ανκαι ήταν ακόμη στην εφηβεία, συγκέντρωσε στρατό όσο απουσίαζε ο πατέρας τουκαι όχι μόνο ανέκτησε τη Μακεδονία, αλλά και έδιωξε προσωρινά τον Αλέξανδρο από τον θρόνο του.[α][4] Ορισμένοι ιστορικοί, ανάμεσα στους οποίους καιοΓερμανόςΝτρόισεν, αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτής της πληροφορίας, καθώς θεωρούν πως ο νεαρός πρίγκιπας ήταν υπερβολικά νέος την εποχή εκείνη.[5]
Ο Δημήτριος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζονται μέχρι σήμερα από τις αρχαίες πηγές, σύναψε αρκετούς γάμους, καθένας από τους οποίους έκρυβε κάποιο ξεχωριστό πολιτικό ενδιαφέρον.
Όταν ο Αλέξανδρος, τύραννος της Κορίνθου, απεβίωσε, η διοίκηση του τόπου πέρασε στα χέρια της συζύγου του, Νίκαιας. Ο Αντίγονος επιθυμούσε διακαώς να προσαρτήσει την πόλη στη σφαίρα επιρροής του, ωστόσο γνώριζε πως μια ανοιχτή επίθεση θα ήταν μάταιος κόπος.[6] Συνεπώς σκέφτηκε το παρακάτω στρατήγημα: έστειλε στην Κόρινθο τον Δημήτριο να προσεγγίσει τη Νίκαια ζητώντας τησε γάμο. Ήταν βέβαιως πως η γηραιά κυρία θα θεωρούσε κολακευτική την προοπτική της συντροφιάς ενός νεαρού πρίγκηπα, όπως και έγινε, ανκαιη άμυνα της Κορίνθου δεν χαλάρωσε στο ελάχιστο.[6][7] Ωστόσο, εν μέσω των γαμήλιων εορτασμών, κι ενώ η Νίκαια μετέβαινε με τιμές σεμια θεατρική παράσταση στο φορείο του ίδιου του Αντίγονου, ο ηλικιωμένος βασιλιάς αποβιβάστηκε σε κάποιο σημείο και κινήθηκε ταχύτατα προς τηνΑκροκόρινθο, το κεντρικό φρούριο της πόλης.[6][7]Ανκαιη πύλη ήταν κλειδωμένη, οι στρατιώτες μπερδεμένοι σχετικά μετοτι έπρεπε να κάνουν μιας και επρόκειτο για συγγενή πλέον της κυρίας τους, την άνοιξαν. Μετον τρόπο αυτό η πόλη πέρασε σεμακεδονικά χέρια, με τους εορτασμούς να συνεχίζονται στους δρόμους της πόλης.[β][6][7]
Ο Δημήτριος σύναψε αργότερα γάμομεμια πριγκίπισσα τωνΣελευκιδών, ηγεμόνων της Συρίας. Η κοπέλλα ονομαζόταν Στρατονίκηκαι ήταν στην πραγματικότητα εξαδέλφη του, καθώς καιοι δύο αποτελούσαν εγγόνια τουΔημητρίου του Πολιορκητή.[8]Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, τηνΑπάμα, η οποία αργότερα νυμφεύτηκε τον βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσία Α΄, φέρνοντας στον κόσμο τον διάδοχό του, Προυσία Β΄.
Όταν ο Αλέξανδρος Β΄ της Ηπείρου απεβίωσε, η χήρα βασίλισσα Ολυμπιάδα ανέλαβε την κηδεμονία των ανήλικων παιδιών του, καθώς καιτη διακυβέρνηση του κράτους.[9] Συνειδητοποιώντας πως οιΑιτωλοί επιβουλεύονταν τμήμα της Ακαρνανίας, το οποίο είχε παραχωρηθεί στον άνδρα της σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τουσε καιρό πολέμου, απευθύνθηκε στη Μακεδονία για βοήθεια.[9] Καθώς δεν μπορούσε απλώς να βασιστεί στον οίκτο του Δημητρίου, ο οποίος είχε πλέον ανέλθει στον θρόνο, του προσέφερε σε αντάλλαγμα το χέρι της κόρης της, Φθίας.[9]Ο Δημήτριος δέχτηκε την πρόταση, κάτι που φυσικά εξόργισε τη σύζυγό του, Στρατονίκη. Η τελευταία αναχώρησε τελικά από τη Μακεδονία, βρίσκοντας καταφύγιο στο πατρικό της στη Συρία,[9] όπου βασίλευε πλέον ο ανηψιός της Σέλευκος Β΄ ο Καλλίνικος. Εκεί προσπάθησε μάταια να προκαλέσει πόλεμο τιμής ανάμεσα στα δύο κράτη, ωστόσο τελικά βρήκε ατιμωτικό θάνατο στηΣελεύκεια.[10]
Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι ηΦθια αποτελεί την άγνωστη μητέρα τουγιουτου Δημητρίου και μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας, Φιλίππου Ε΄,[11]ανκαιοΕυσέβιος ονομάζει ρητά ως μητέρα του βασιλιά μια γυναίκα μετο όνομα Χρυσηίδα, μια πρώην αιχμάλωτη την οποία πήρε για σύζυγό τουο βασιλιάς.[12]
Τα βορειοδυτικά σύνορα του Μακεδονικού Κράτους το 240 π.Χ., ένα χρόνο πριν ανέλθει ο Δημήτριος στον θρόνο.
Το239 π.Χ.ο Αντίγονος πέθανε από φυσικά αίτια σε ηλικία 80 ετών.[13]Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Δημήτριος, ο οποίος είχε συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια και κατά πάσα πιθανότητα είχε ήδη συγκυβερνήσει μετον Αντίγονο γιαμια περίοδο (προσεγγιστικά από το257-256 π.Χ.).[3]
Η περίοδος της βασιλείας τουδεν μας είναι γνωστή με ιδιαίτερες λεπτομέρειες. Στις αρχαίες πηγές εντοπίζουμε αποσπασματικές αναφορές στο όνομά του, οι οποίες κυρίως αφορούν τη δράση τουστο στρατιωτικό πεδίο. Ο Ευσέβιος ανάμεσα στα κατορθώματα του Δημητρίου κατονομάζει την κατάκτηση της Λιβύηςκαι της Κυρήνης - πράγμα πουδεν επιβεβαιώνεται από κάπου αλλού - ενώ κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφη τη σφαίρα επιρροής που κληρονόμησε από τον Αντίγονο.[12]
Στον βορρά, μαρτυρίες θέλουν τη φυλή τωνΠαιόνωννα ανεξαρτητοποιείται από τους Μακεδόνες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δημητρίου.[14]Στην ανατολή ηΧαλκιδικήκαιοι ακτές τουλάχιστον μέχρι τους Φιλίππους άνηκαν ακόμη στη σφαίρα επιρροής τωνΑντιγονιδών.[14]ΗΕύβοιαμετη σειρά της βρισκόταν υπό την επίβλεψη των Μακεδόνων.[15]ΗΑθήνα, παρόλο που τυπικά δεν ήταν υπό κατάληψη, αποτελούσε ισχυρό προπύργιο των Μακεδόνων, διαθέτοντας οχυρά στονΠειραιάκαιτηΜουνιχία.[15] Τέλος, στηνΠελοπόννησο, φιλικά προσκείμμενες στους Μακεδόνες ήταν οι πόλεις Μεγαλόπολη, Άργος, ΟρχομενόςκαιΦλειούς, όλες υπό το καθεστώς τυραννίδας.[15]Ο Αντίγονος σε γενικές γραμμές ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, καλλιεργώντας φιλικές σχέσεις με τους τυράννους που διοικούσαν τις διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και υποστηρίζοντάς τους ενάντια στα συμφέροντα της Αχαϊκής Συμπολιτείας.[16]
Παράλληλα κληρονόμησε καιμια σειρά από προβλήματα διπλωματικής φύσης. Η αυξανόμενη επιρροή της Αιτωλικής Συμπολιτείας αποτελούσε απειλή γιατα εδάφη του Δημητρίου στηΘεσσαλία, ενώ το γεγονός ότι οι Αιτωλοί διαχειρίζονταν το πέρασμα τωνΘερμοπυλών καθιστούσε προβληματική την επικοινωνία μετον νότο.[14] Επιπροσθέτως στην Πελοπόννησο, η Αχαϊκή Συμπολιτεία υπό τον στρατηγό Άρατο παρενοχλούσε τους τυράννους που υποστήριζαν οι Μακεδόνες, οι οποίοι προφανώς χρησίμευαν ως γραμμή άμυνας κατά των επιθέσεων από τον νότο (και ιδιαίτερα από τους Πτολεμαίους).[14] Πέραν προσωπικής τους περιοχής και της πόλης της Σικυώνας, οι Αχαιοί είχαν προσαρτήσει μια εκτεταμένη περιοχή στονΣαρωνικό Κόλποπου περιελάμβανε ταΜέγαρα, τηνΚόρινθο, τηνΕπίδαυροκαιτηνΤροιζήνα, ενώ απολάμβαναν καιτην υποστήριξη της Σπάρτης.[15]
Σύμφωνα μετη μαρτυρία του ιστορικού Πολύβιουο Δημήτριος ενεπλάκη σε πόλεμο μετηνΑιτωλική Συμπολιτεία.[2] Από το γεγονός αυτό, που αποτελεί καιτο χαρακτηριστικότερο της βασιλείας του, έλαβε την επωνυμία «Αιτωλικός», ενώ ηεν λόγω σύγκρουση αποκαλείται συχνά από τους μελετητές ως «Δημητριακός πόλεμος». Οι λεπτομέρειες του πολέμου είναι πρακτικά άγνωστες σε εμάς, εικάζεται ωστόσο πως σχετιζόταν μετην κυριαρχία στην περιοχή της Ακαρνανίας.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, στο πλευρό των Αιτωλών συντάχθηκε ηΑχαϊκή Συμπολιτεία, μετα δύο ομοσπονδιακά κράτηνα συνάπτουν προσωρινή εκεχειρία, παρά το γεγονός ότι συχνά τα συμφέροντά τους ήταν αντικρουόμενα.[16] Κύριος αντίπαλος του Δημητρίου αναδείχτηκε ο στρατηγός Άρατος, με καταγωγή από την πόλη της Σικυώνας. Ο τελευταίος έτρεφε βαθειά αντιμακεδονικά συναισθήματα, ενώ παράλληλα επιθυμούσε έντονα την κατάληψη τωνΑθηνών.[17] Επιφανέστερος των Αιτωλών την περίοδο αυτή ήταν ο στρατηγός Πανταλέων.
Όπως προειπώθηκε ο Δημήτριος σύναψε ισχυρούς δεσμούς μετηνΉπειρο όταν δέχτηκε για σύζυγο την πριγκίπισσα τωνΑιακιδών, Φθία. Δεν είναι προφανές γιατί ο βασιλιάς δέχτηκε αυτή την επιγαμία, η οποία καιθατον έφερνε με μαθηματική ακρίβεια σε ρήξη μετην Αιτωλική Συμπολιτεία. Υπάρχουν πολλές θεωρίες, ανκαιη επικρατούσα θέλει τους Μακεδόνες να προσπαθούν να παρεμποδίσουν μετη μέθοδο αυτή την προσάρτηση της Ηπείρου στην επικράτεια των Αιτωλών.[18]Η αποστολή μακεδονικού στρατού στην Ήπειρο με στόχο την προστασία της Δυτικής Ακαρνανίας δεν καταγράφεται ρητά σε κάποια πηγή. Ωστόσο ογεωγράφοςΣτράβων αναφέρει πως τα στρατεύματα του βασιλιά ανάγκασαν τους κατοίκους της πόλης Πλευρών (Πλευρώνα) να κατασκευάσουν αργότερα την πόλη τους σε νέα τοποθεσία, καθώς η παλαιά καταστράφηκε.[19]
Είναι γνωστό πως κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Δημήτριος πραγματοποίησε εισβολή στηΒοιωτίαη οποία είχε ταχθεί μετο στρατόπεδο των Συμπολιτειών. Σύμφωνα μετον Πολύβιο, κατά την άφιξη των Μακεδόνων τοΚοινόν των Βοιωτών διακήρυξε άμεσα την απομάκρυνσή του από το πλευρό των Αιτωλών και υποτάχθηκε απόλυτα στη βούληση των Μακεδόνων.[2]
Σημαντικό χτύπημα γιατον Δημήτριο υπήρξε ωστόσο η προσάρτηση το235 π.Χ. της Μεγαλόποληςστην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Άρατο καιτον τύραννο της πόλης, Λυδιάδη.[20]
Εξέλιξη στο πέρασμα του χρόνου των συνόρων του Ιλλυρικού Κράτους με τους Μακεδόνες καιτα βαρβαρικά φύλα του βορρά.
Όσο μαινόταν ο Δημητριακός Πόλεμος ηΔυναστεία των Αιακιδώνστην Ήπειρο οδηγήθηκε στη δύση της μετά τον θάνατο της τελευταίας της βασίλισσας, της Δηιδάμειας, περίπου το233 π.Χ. Μοναδικό μέλος της βασιλικής οικογένειας εν ζωή ήταν ηΝηρηΐς, κόρη του περίφημου Πύρρουκαι σύζυγος του τυράννου τωνΣυρακουσώνΓέλωνα Β΄.[21]Ημοναρχία καταλύθηκε καιοι ηπειρωτικές πόλεις, πλέον υπό τοδημοκρατικό πολίτευμα, συνασπίστηκαν σε ομοσπονδιακό κράτος, το «Κοινόν των Ηπειρωτών».
Η πολιτική κατάσταση χαρακτηριζόταν ακόμη από ένταση όταν οι Αιτωλοί εισήλθαν στην Ακαρνανία με επεκτατικές διαθέσεις. Η πόλη Μεδεών, η οποία και πολιορκήθηκε στενά, δελέασε τον Δημήτριο μετην υπόσχεση αμοιβής προκειμένου να λάβει βοήθεια. Ο βασιλιάς μετη σειρά του απευθύνθηκε στον ηγεμόνα τωνΑρδιαίωνΙλλυριών, που ονομαζόταν Άγρων, προκειμένου να στείλει στρατιωτική βοήθεια.[22]Η πόλη σώθηκε το231 π.Χ.,[23] εντούτοις ο Άγρων γεμάτος αυτοπεποίθηση θέλησε να προχωρήσει την εκστρατεία του. Ο θάνατος τον πρόλαβε καθώς ασθένησε μεπλευρίτιδα,[24] εντούτοις η σύζυγός του, Τεύτα, αποφάσισε να συνεχίσει τις αψιμαχίες: ένα τμήμα ιλλυριακού στρατού χτύπησε τηνΗλείακαιτηΜεσσηνία, ενώ ένα δεύτερο την Ήπειρο.[25]
Οι Ηπειρώτες απελπισμένοι στράφηκαν στους Αιτωλούς και τους Αχαιούς για βοήθεια. Εντούτοις όταν ο κίνδυνος πέρασε, διαπραγματεύτηκαν με τους Ιλλυριούς συμφωνώντας στη συνεργασία των δύο λαών και απομακρύνθηκαν από τις Συμπολιτείες το230 π.Χ.[26]Το229 π.Χ., ένας νέος στρατός των Ιλλυριών λεηλάτησε την ακτή της Ηπείρου, κατανίκησε ένα στόλο της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας στους Παξούςκαι κατέλαβε τηνΚέρκυρα όπου εγκαταστάθηκε ιλλυρική φρουρά υπό τονΔημήτριο εκ Φάρου. Μετη σειρά της ηΕπίδαμνος πολιορκήθηκε.[27]
Παράλληλα, το230 π.Χ.οι κτίσεις του Δημητρίου, με αφετηρία την Ήπειρο, δέχτηκαν επιθέσεις από τους Δαρδάνους, οι οποίοι υποχρέωσαν σε ήττα τον Μακεδόνα βασιλιά.[28]
Ο Δημήτριος Β΄ κυβέρνησε συνολικά για δέκα χρόνια, μετον θάνατό τουνα λαμβάνει χώρα ξαφνικά, την εποχή πουοιΡωμαίοι επενέβησαν για πρώτη φορά στην Ιλλυρία.[16]
Ο θάνατος του Μακεδόνα βασιλιά, σύμφωνα μετον Πολύβιο, άφησε έκθετους τους τυράννους των διαφόρων πόλεων της Πελοποννήσου, των οποίων υπήρξε προστάτης και παροχέας δωρεών. Έτσι ο ένας μετά τον άλλο, επέστρεψαν την εκτελεστική εξουσία στους συμπολίτες τους, πουμετη σειρά τους ένωσαν τις δυνάμεις τους μετην Αχαϊκή Συμπολιτεία.[16]
Πεθαίνοντας ο Δημήτριος Β΄ άφησε κληρονόμο του θρόνου τουτονγιοτου, Φίλιππο. Ο τελευταίος ωστόσο ήταν ακόμη νεαρό αγόρι, κι έτσι οι επιφανείς Μακεδόνες, φοβούμενοι την αναρχία που ίσως ξεσπούσε, κάλεσαν τον πρώτο εξάδελφο του αποθανόντος βασιλιά και επίσης εγγονό τουΠολιορκητή, τονΑντίγονο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση.[1]Τον πάντρεψαν μετη μητέρα του Φιλίππου καιτου έδωσαν τα αξιώματα του αντιβασιλέως καιτου αρχιστράτηγου. Όταν δε διέγνωσαν πως επρόκειτο για ικανό κυβερνήτη, ωφέλιμο γιατο γενικό καλό, του απέδωσαν τον πλήρη τίτλο του βασιλιά.[1][21] Μετά τον θάνατο του τελευταίου το221 π.Χ., ο δεκαεπτάχρονος πλέον Φίλιππος, δεν παρέλαβε απλώς μία Μακεδονία και πάλι ισχυρή, αλλά επέδειξε και αξιοσημείωτες ικανότητες, οδηγώντας τους υπηκόους τουνα πιστέψουν πως ίσως είχε τη δύναμη να χαρίσει στη Μακεδονία και πάλι μεγάλο μέρος από τη χαμένη της αίγλη.[1]
Τέολος ο Δημήτριος Β΄ έκανε τέταρτο γάμο μετη Χρυσηίδα, ίσως πρώην αιχμάλωτη πολέμου, πουτην έκανε παλλακίδα και μετά την παντρεύτηκε το 237 π.Χ., όταν αυτή του έκανε γιοτον:
Φίλιππος Ε΄ 238-179 π.Χ., βασιλιάς της Μακεδονίας.
α.^Ο Ευσέβιος στο «Χρονικό» του αναφέρει ότι ο Δημήτριος νίκησε τον πατέρα του Αλεξάνδρου, Πύρρο της Ηπείρου, σε μάχη στα Δέρδια.[29] β.^Η Κόρινθος καταλήφθηκε τελικά το 243 π.Χ. από τον Άρατο εκ μέρους της Αχαϊκής Συμπολιτείας, προτού ανέλθει ο Δημήτριος στον θρόνο της Μακεδονίας.
Ο Δημήτριος αποτρέπει αιφνιδιαστική επίθεση στο Άργος καιτην Αθήνα από τον Άρατο. Ένταξη της Μεγαλόποληςστην Αχαϊκή Συμπολιτεία.
Ανατροπή της μοναρχίαςστηνΉπειρο. Οι κάτοικοι της Ακαρνανίας ζητούν τη βοήθεια του Δημητρίου κατά την επίθεση στη χώρα τους από τους Αιτωλούς. Ο Δημήτριος στέλνει τους Ιλλυριούςνα τους βοηθήσουν.
Lendering, Jona (2006). ««Demetrius II»». Articles on Ancient History. Livius.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2010.