Το ζήτημα της προφοράς της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής άρχισε να μελετάται κατά τα τέλη του15ου αιώνα από λόγιους της Αναγέννησης. Αυτοί, αλλά και μεταγενέστεροι ερευνητές, βρήκαν στοιχεία που έδειχναν ότι η αρχαία ελληνική προφορά διέφερε ουσιωδώς από την υστεροβυζαντινή/νεοελληνική. Ο ρόλος του Ολλανδού λόγιου Εράσμου, ο οποίος πρότεινε έναν τύπο προφοράς της Αρχαίας Ελληνικής που έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ευρώπη ως ερασμική ή ερασμιακή προφορά, υπήρξε καθοριστικός, ώστε να επικρατήσει βαθμηδόν η επανασυντεθειμένη αρχαία προφορά, η οποία διδάσκεται μετά τον 16ο αιώνα στα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο.
Οι ιστορικοσυγκριτικές μελέτες της σύγχρονης γλωσσολογίας επιβεβαίωσαν όσα οΈρασμοςκαι άλλοι είχαν από τον 16ο αιώνα τονίσει. Έχοντας τώρα πληρέστερη εικόνα τής δομής τής γλώσσας και ευρύτερη εποπτεία τωνλογοτεχνικώνκαιμη πηγών, μπορούμε να αποκαταστήσουμε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό την προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής. Γιατον σκοπό αυτόν, όπως καταδεικνύεται αναλυτικότερα παρακάτω, ηγλωσσολογία αντλεί τεκμήρια από τη φωνολογική δομή της Αρχαίας Ελληνικής, από γραφές σε αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα, από τις νεοελληνικές διαλέκτους, από μαρτυρίες των αρχαίων γραμματικών και σχολιαστών, από αντίστοιχες λέξεις-δάνεια άλλων γλωσσών, καθώς και από τη μετρική των κειμένων.
ΣτηνΕλλάδα, κατά τη διδασκαλία τής ανάγνωσης των κλασικών κειμένων, ακολουθούνται για πρακτικούς λόγους οι κανόνες της σύγχρονης προφοράς της νέας ελληνικής γλώσσας. Παρ' ότι η επανασυντεθειμένη προφορά είναι κοινώς αποδεκτή στα ελληνικά πανεπιστήμια, ελάχιστες μόνο νύξεις της συναντώνται σε διδακτικά βιβλία.[α]Η νεοελληνική κοινή γνώμη εν γένει δεν έχει σαφή γνώση τής διαφοράς μεταξύ αρχαιοελληνικής και νεοελληνικής προφοράς.
Ως προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής νοείται η φωνητική απόδοση της γλώσσας των κλασικών κειμένων του 5ουκαι 4ουπ.Χ. αιώνα με βάση τη δομή καιτη λειτουργία του αρχαίου φωνολογικού συστήματος. Μολονότι η περίοδος αυτή καλύπτει κυρίως την αττική πεζογραφίακαιποίηση ώς τονΔημοσθένηκαιτονΑριστοτέλη, στο άρθρο αυτό θα θεωρείται συμβατικά ότι περιλαμβάνεται επίσης η γλώσσα του 6ουαι., στην οποία ανήκουν οι λυρικοί ποιητές καιοι ιστοριογράφοι (λ.χ. Ηρόδοτος).
Κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή και κυρίως πριν από τηνΑναγέννησηη κλασική παιδεία ήταν ανύπαρκτη στη δυτική Ευρώπη, όπου κυριαρχούσε ηλατινική γλώσσα. Μόλις τον 13ο αιώνα, όταν ιδρύθηκε τοΠανεπιστήμιο της Οξφόρδης, χρηματοδοτήθηκε η πρώτη έδρα διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής, η οποία ωστόσο υπολειτουργούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 1360ο Ιταλός ποιητής Πετράρχης (Petrarca) ισχυρίστηκε ότι γνώριζε μόνον οκτώ Ιταλούς, οι οποίοι ήταν κάτοχοι της κλασικής Ελληνικής.[1]
ΟΔιαφωτισμόςκαιηΆλωση της Κωνσταντινουπόλεωςτο1453 επέφεραν πραγματική αναγέννηση στην καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων, καθώς καιστη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής. Πολλοί Έλληνες λόγιοι, κυρίως Φαναριώτες, κατέφυγαν στηνΙταλίακαισε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου μεταδίδαξαν την κλασική γλώσσα, την οποία οι ίδιοι μελετούσαν και αντέγραφαν. Εντούτοις, όπως ήταν φυσικό, οι λόγιοι αυτοί χρησιμοποιούσαν την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά στην ανάγνωση και διδασκαλία των αρχαίων κειμένων, μεταφέροντας έτσι την προφορά της καθημερινής ομιλίας τους, της μητρικής τους γλώσσας στην κλασική γλώσσα.
Σύντομα, οι λόγιοι της Δύσης, οι οποίοι δεν έφεραν το βάρος της κληρονομημένης και εξελιγμένης προφοράς της Ελληνικής, αντιλήφθηκαν ότι η νεοελληνική προφορά απέδιδε ατελώς την κλασική γλώσσα και προκαλούσε προβλήματα στη διδασκαλία. Επί παραδείγματι, ήταν δύσκολο να εξηγηθεί η ιωτακιστική ποικιλία των γραφημάτων ι, η, υ, οι, ει, υικαι επίσης η συμπεριφορά των διφθόγγων αυ, ευ, αλλά καιη δυσερμήνευτη προφορά τουαι ως /e/.
Ο πρώτος που διατύπωσε γραπτώς τις επιφυλάξεις τουγιατην αξιοπιστία της νεοελληνικής προφοράς των κλασικών κειμένων φέρεται να είναι ο Ισπανός ανθρωπιστήςκαι λόγιος Αντόνιο δε Νεμπρίχα (Antonio de Nebrija, γνωστός επίσης μετολατ. όνομα Antonius Nebrissensis, 1441-1522) σε κείμενά τουπου δημοσιεύθηκαν μεταξύ των ετών 1503και1516. Η εργασία του τιτλοφορείτο Errores Graecorum («Σφάλματα Ελλήνων») και ορισμένες παρατηρήσεις τουγιατη φωνητική υφή τωνπ, β, φ, καθώς καιγιατα διπλά σύμφωνα αποκαλύπτουν καλή κρίση και διατηρούν την ισχύ τους.
Αξιοσημείωτος μεταρρυθμιστής υπήρξε επίσης ο σπουδαίος τυπογράφος Άλδος Μανούτιος (Aldus Manutius, 1458-1514), ο οποίος το1508 δημοσίευσε το έργο Alphabetum Graecum («Ελληνικό αλφάβητο»), όπου εξηγεί γιατί είναι λανθασμένη η πεποίθηση ότι τα αρχαία διγράμματα προφέρονταν μονοφθογγισμένα. Ο ίδιος μνημονεύει για πρώτη φορά ως επιχείρημα το γνωστό επιφώνημα βῆ βῆ, μετο οποίο οι αρχαίοι δήλωναν το βέλασμα των προβάτων, γιανα εξηγήσει τη φωνητική αξία τωνεν λόγω φθόγγων.
Η κύρια προσέγγιση στην προφορά της κλασικής γλώσσας πραγματοποιήθηκε από τον μεγάλο Ολλανδό λόγιο Έρασμο (πλήρες όνομα Desiderius Erasmus Geert, 1466-1536), ο οποίος δίδαξε σε πανεπιστήμια τόσο στηΓερμανία όσο καιστηνΑγγλία. Ο Έρασμος δέχθηκε την ισχυρή επίδραση των λογίων που προαναφέρθηκαν, κυρίως δετων Ελλήνων τής Ιταλίας (όπως οΙωάννης Αργυρόπουλος, οΔημήτριος Χαλκοκονδύλης, οΜάρκος Μουσούροςκαικατ' εξοχήν οΙανός Λάσκαρις), οι οποίοι ως μελετητές τής κλασικής γραμματείας είχαν διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά μετην αρχαία προφορά.[β]Το1528ο Έρασμος προχώρησε στη δημοσίευση του κλασικού του έργου Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione («Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού καιτου ελληνικού λόγου»), το οποίο είναι γραμμένο μετη μορφή διαλόγου μεταξύ μαθητή και δασκάλου (που αλληγορικά παριστάνονται σαν λιοντάρι και αρκούδα). Στο έργο αυτό ο Έρασμος κατέδειξε τις αδυναμίες της παραδεδομένης νεοελληνικής προφοράς της αρχαίας γλώσσας, εστιάζοντας την προσοχή στις ομόηχες και ηχομιμητικές λέξεις, στα δάνεια από τηνΕλληνική γλώσσαστηΛατινική, καθώς καισε φαινόμενα μεταπτώσεως, τα οποία θα παρέμεναν δυσερμήνευτα αν ακολουθείτο η νεοελληνική προφορά. Σχολιάζοντας την προφορά των φωνηέντων καιτων συμφώνων, παρέθετε στη συνέχεια τις ευρωπαϊκές γλώσσες που συνέχιζαν ή απομακρύνονταν από την αρχαία προφορά, θεωρώντας ότι έτσι συνέβαλλε στην αποκατάσταση της εὐλαλίας (όπως σημειώνει) του αρχαίου λόγου. Μολονότι ο ίδιος δεν φαίνεται να υιοθέτησε τον τύπο προφοράς που επανασυνέθεσε, προσκρούοντας τόσο στην απροθυμία των συγχρόνων του όσο καιστην αντίδραση της Καθολικής εκκλησίας (η οποία τελικά τον αφόρισε,[3]) ο όρος pronuntiatio erasmiana «ερασμική προφορά» (εναλλακτικώς ητακιστική προφορά) έφθασε να δηλώνει όσους αποδέχθηκαν την επιχειρηματολογία του Εράσμου.
Ο λόγος γιατον οποίο η ερασμική προφορά δεν καθιερώθηκε ευθύς αμέσως σχετιζόταν, αφ’ ενός μενμετη θρησκευτική διχοτόμηση της Ευρώπης που περιγράφηκε παραπάνω, αφ’ ετέρου δεμετην αντίδραση του ακαδημαϊκού κατεστημένου προς τη μεταρρύθμιση. Φορέας της αντίδρασης ήταν, κατ’ εξοχήν, ο Γερμανός λόγιος Γιοχάνες Ρόιχλιν (Johannes Reuchlin, 1455-1522), ο οποίος επέμενε στη διατήρηση της βυζαντινής ή ιωτακιστικής προφοράς της κλασικής γλώσσας (που αποκλήθηκε ροϊχλίνεια).[γ] Κάτι που ιδιαίτερα ενοχλούσε τους οπαδούς της παραδοσιακής προφοράς ήταν ότι ο Έρασμος είχε διατυπώσει ανάλογες επιφυλάξεις σχετικά μετην προφορά της έτερης κλασικής γλώσσας, της Λατινικής. Αυτό έθιγε τη μακρά παράδοση της προφοράς π.χ. του συμπλέγματος qu- ως [kv] αντί [k] ή [c], όπως συνηθιζόταν, ή των συλλαβών ti-καιce- ως [ti], [ke], αντί [tsi], [tse], όπως συνηθιζόταν.
Αποδοχή και επικράτηση της ερασμικής προφοράς στη Δύση
Δύο νέοι λόγιοι του πανεπιστημίου τουΚέμπριτζ, οι Άγγλοι ΤζονΤσικ (John Cheke) καιΤόμας Σμιθ (Thomas Smith), υπήρξαν οι πρωτεργάτες της εφαρμογής της ερασμικής προφοράς το1540, οπότε εξελέγησαν καθηγητές της Ελληνικής καιτουΑστικού Δικαίου αντιστοίχως[4]. Οιεν λόγω καθηγητές βασίστηκαν, όχι μόνο στη συλλογιστική του Εράσμου, αλλά καισε παράλληλες εξελίξεις της Αγγλικής γλώσσας, η οποία τότε διερχόταν ένα στάδιο διφθογγοποίησης συγκεκριμένων φωνημάτων καθώς καιτην αποκαλούμενη δεύτερη μετατόπιση συμφώνων, πράγμα που βοήθησε τους κατοπινούς μελετητές να αντιληφθούν την πορεία εξελίξεως των φωνηεντικών ακολουθιών[5]. Εντούτοις, δεν μπόρεσαν να προωθήσουν αμέσως τις ιδέες τους. Το1542, ενόσω ο Καθολικός επίσκοπος Gardiner διατελούσε πρύτανηςτου πανεπιστημίου, εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει τη χρήση της ερασμικής προφοράς στοΚέμπριτζ. Η κατοπινή ενθρόνιση της βασίλισσας Ελισάβετκαιη ανεκτική της στάση προς τη θρησκευτική μεταρρύθμιση καιτη λόγια μελέτη ενεθάρρυνε τους Cheke και Smith να συστηματοποιήσουν τις προτάσεις τους περί αλλαγής της προφοράς.
Τελικά, με αφετηρία τηνΑγγλία, η ερασμική προφορά διαδόθηκε ευρέως στις υπόλοιπες ακαδημαϊκές κοινότητες της Ευρώπης, στηδεΙταλία καθιερώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ των γλωσσών και αυτή καθ’ αυτήν η εξέλιξη της Αγγλικής καθιστούσαν απαραίτητες ορισμένες διορθώσεις στον τύπο της ερασμικής προφοράς που είχε καθιερωθεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αυτό επιτεύχθηκε το1895, όταν το πανεπιστήμιο της Ουαλίας εξέδωσε το εγχειρίδιο των E.V. Arnold και R.S. Conway, The Restored Pronunciation of Greek and Latin («Η αποκατεστημένη προφορά της Ελληνικής και της Λατινικής»). Οι προτάσεις καιοι διορθώσεις τους, συμπληρωμένες το1908με βάση τις εισηγήσεις της Ένωσης Κλασικών Φιλολόγων (της Μ. Βρετανίας), αποτελούν σήμερα το πρότυπο μετο οποίο προφέρονται οι κλασικές γλώσσες στα αγγλικά και αμερικανικά πανεπιστήμια, καθώς και (με ελαφρές παραλλαγές) στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.
Η απήχηση της ερασμικής προφοράς στον ελληνικό πνευματικό κόσμο
Ποικίλα κίνητρα εντοπίζονται εν σχέσει μετην απορριπτική θέση των περισσοτέρων Ελλήνων λογίων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε, όπως προαναφέρθηκε, η σύνδεση της ερασμικής προφοράς μετην προτεσταντική Μεταρρύθμισηκαιτην εναντίωση προς τηνΚαθολική εκκλησία. Οι πηγές δείχνουν ότι πολλοί προτεστάντες λόγιοι της Δυτικής Ευρώπης, παρά την αναμφισβήτητη επιστημονική τους κατάρτιση, έτειναν να θεωρούν τους (Ορθοδόξους) Έλληνες λογίους της διασποράς αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και «αμαθείς», διότι δεν διέσωσαν την «αληθή προφορά» (pronuntiatio recta) της κλασικής γλώσσας.[6]Το γεγονός ότι το ελληνικό Γένος υπήρξε επί αιώνες υπόδουλο στηνΟθωμανική Αυτοκρατορία επέσυρε την περιφρόνηση των λογίων της Δύσεως, οι οποίοι επιχείρησαν τώρα να διορθώσουν την κληρονομηθείσα υστεροβυζαντινή-νεοελληνική προφορά. Κάτι ακόμη που επέτεινε την αντίθεση των Ελλήνων λογίων ήταν ότι η ερασμική προφορά συνοδευόταν από πρότυπο ή σχήμα τονισμού, το οποίο ταίριαζε στα δεδομένα της Λατινικής, διότι στηριζόταν στην ποσότητα της συλλαβήςκαι όχι στον δυναμικό τόνο.[ε]
Ο πατέρας της επιστημονικής γλωσσολογίας στηνΕλλάδαΓεώργιος Χατζιδάκις υπήρξε ο εισηγητής της νεωτεριστικής προφοράς στη χώρα, αποδεικνύοντας με μεθοδικό τρόπο ότι η προφορά της Ελληνικής είχε μεταβληθεί μετην πάροδο των αιώνων. Ανκαιδεν εισηγήθηκε την εισαγωγή της μεταρρυθμισμένης προφοράς στην ελληνική εκπαίδευση (για πρακτικούς λόγους), εξήγησε ωστόσο ότι η παραθεώρηση της διαφοράς προσέδιδε παραπλανητική εικόνα γιατη γλώσσα σε όσους δεν είχαν μελετήσει συστηματικά το θέμα.
Στις ακόλουθες ενότητες θα εξεταστούν τα τεκμήρια που αποδεικνύουν ότι η προφορά της κλασικής γλώσσας διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την προφορά της υστεροβυζαντινής. Μολονότι η ερασμική απόδοση έχει σημαντικές ατέλειες, πολλές από τις οποίες έχουν επισημανθεί σε νεότερες μελέτες, εξακολουθεί να αποτελεί πιο αξιόπιστη προσέγγιση του φωνολογικού συστήματος της Αρχαίας Ελληνικήςεν σχέσει μετην αντίστοιχη εξελιγμένη νεοελληνική. Μερικά από τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια είχαν ήδη επισημανθεί από τα κείμενα τουΕράσμου.
Η ποικιλία των φθόγγων ι, η, υ, ει, οι, υι, ῃπου αντιστοιχούν σε νεοελληνική προφορά [i]καιτωνω, ῳμε προφορά [o:] καιτο <ο> με προφορά [ο] θα αποτελούσε αδικαιολόγητη και περιττή πολυτέλεια γιατην κλασική γλώσσα. Οι περιπτώσεις συγχύσεως από ομοηχία θα ήταν πολλές: ἡμεῖς - ὑμεῖς, ὦμος - ὅμως, λείπει – λύπη – λίπη, χῶρος - χορόςκ.ά.
Εντούτοις, σοβαρότερα επιχειρήματα προσφέρει αυτή καθ' αυτήν η λειτουργία του φωνολογικού συστήματος καιτων αλλαγών που παρατηρούνται σε αυτό[7]:
Η αποδοχή της νεοελληνικής προφοράς προσκρούει στις φωνηεντικές εναλλαγές που συμβαίνουν στο θέμα της λέξεως και είναι γνωστές ως μεταπτώσεις (Ablaut). Οι μεταπτωτικές βαθμίδες (ετεροίωση, έκταση, συστολήκτλ.) περιλαμβάνουν αλλαγή του θεματικού φωνήεντος (π.χ. φέρ-ω – φόρ-ος – αὐτό-φωρ-ος, φρήν – φρεν-ός – παρά-φρων, στέλ-λω – στολ-ή - ἐ-στάλ-ην) και μόνον η διφθογγισμένη προφορά μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά ότι το ίδιο συμβαίνει καισε περιπτώσεις όπως οι ακόλουθες: κεῖ-μαι – κοί-τη, ἀμείβ-ω - ἀμοιβ-ή, τεῖχ-ος – τοῖχ-ος, πείθ-ω – πέ-ποιθ-ακτλ. Η προφορά των διφθόγγων ως [ei̯], [oi̯], όχι [i], ερμηνεύει τη συνολική συμπεριφορά της μεταπτωτικής σειράς καιτην παρουσία της ετεροιωμένης βαθμίδας.
Η συνάντηση φωνηέντων εντός λέξεως οδηγεί συχνά σε συγχώνευση των αρθρωτικών χαρακτηριστικών τους, ώστε να προκύψει μακρό φωνήεν συγγενές προς τα συμβαλλόμενα. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό υπό τον παραδοσιακό όρο συναίρεση (αγγλ. contraction). Εφόσον ησυναίρεση περιλαμβάνει συγχώνευση αρθρωτικών χαρακτηριστικών, αναμένεται ότι το προϊόν της θα παρουσιάζει στενή αρθρωτική συγγένεια συμβατή προς τη φωνητική υφή των συμμετεχόντων. Τα προϊόντα της συναιρέσεως θα ήταν δυσεξήγητα, ανδεν καθοριζόταν επακριβώς η προφορά των φθόγγων που συμμετέχουν στη μεταβολή. Τα ακόλουθα παραδείγματα το αποδεικνύουν:
ε + ο > ου, π.χ. ποιέ-ομεν > ποιοῦμεν. Η νεοελληνική προφορά των φωνηέντων [e], [o] δείχνει σαφώς ότι από τη συνάντησή τους δεν προκύπτει [u] αλλά [o] (λ.χ. Θεόδωρος > Θόδωρος, *νεωπός > νωπός, όπου έχουμε έκκρουσητου κλειστότερου [e] από το ισχυρότερο [o]). Απεναντίας, προϊόν της συναιρέσεως αυτής είναι ένα μακρό κλειστό [oː].[ζ] Συνεπώς, η προφορά του ρήματος είναι [poi̯oːmen].
ε + ε > ει, π.χ. θεωρέ-ετε > θεωρεῖτε. Η νεοελληνική προφορά του φωνήεντος [e] καθιστά σαφές ότι από τη συνάντησή τους δεν προκύπτει [i], αλλά νέο μακρό κλειστό φωνήεν [eː] (π.χ. γερμ. sehen «βλέπω»). Συνεπώς, η προφορά του τύπου είναι [tʰeɔːreːte].
α + ο/ω > ω, π.χ. φάος > φῶς. Αν κατά τη συνάντηση των φωνηέντων ίσχυε η νεοελληνική προφορά, το ανοικτότερο [a] θα είχε υπερισχύσει (π.χ. μεσν. ἐχάωσα > ἐχάσα, από όπου σχηματίστηκε ο νεότερος αόριστος έχασακαι, μεταρρηματικώς, ο τύπος χάνω). Απεναντίας, προέκυψε νέο μακρό ανοικτό φωνήεν [ɔː] (π.χ. αγγλ. broad «πλατύς»). Συνεπώς, η προφορά του τύπου είναι [pʰɔːs].
Το φαινόμενο της χρονικής αύξησης στους παρελθοντικούς χρόνους τωνρημάτων προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια, αν παραβλέψουμε το ζήτημα της προφοράς των αρκτικών διφθόγγων. Παραδείγματα: αἰσθάνομαι – ᾐσθανόμην, οἰκῶ - ᾤκουν, όπου προστίθεται ο δείκτης της αυξήσεως ε-και ακολουθεί συναίρεση: [e] + [a] > [ɛː] (μακρό ανοικτό φωνήεν {η}), χωρίς συμμετοχή του υποτακτικού στοιχείου της διφθόγγου {ι}.
Σε συγκεκριμένα συμπλέγματα που περιλαμβάνουν ημίφωνοκαι ένα ή περισσότερα σύμφωνα, των οποίων προηγείται βραχύ φωνήεν, παρατηρείται το φαινόμενο που αποκαλούμε αναπληρωτική έκταση ή αντέκταση (αγγλ. compensatory lengthening). Γιανα αποφευχθεί σύμπλεγμα που αντίκειται στους φωνολογικούς κανόνες της αρχαίας γλώσσας, παρατηρούμε σίγηση ενός ή περισσοτέρων συμφώνων με ταυτόχρονη έκταση του βραχέος φωνήεντος. Παραδείγματος χάριν, στη δοτική πληθυντικού τουουσ. λέων, -οντοςο αναμενόμενος τύπος θα ήταν *λέοντ-σι (θέμα *λεοντ- + επίθημα -σι της δοτικής), που όμως περιλαμβάνει το σύμπλεγμα -ντσ- (αδύνατο γιατην αρχαία γλώσσα). Με σίγηση των συμφώνων -ντ-και έκταση του [o] σε [oː] σχηματίστηκε ο τύπος λέουσι [leoːsi], επειδή το μακρό κλειστό [oː] αποδιδόταν από το δίγραμμα ου.
Τεκμήρια από παλαιότερα αρχαιοελληνικά αλφάβητα και διαλέκτους
Πριν από τη μεταρρύθμιση του Αττικού αλφαβήτου κατά τα Ιωνικά πρότυπα το 403 π.Χ., το σύμβολο Η εχρησιμοποιείτο γιανα υποδηλώσει τηδασεία (ακριβώς όπως στο Λατινικό καιστα περισσότερα σύγχρονα Ευρωπαϊκά αλφάβητα), ενώ ο φθόγγος η γραφόταν και αυτός «Ε» (π.χ. τα γνωστά όστρακα «ΘΕΜΙSΘOKLEΣ NEOKLEOΣ» «Θεμιστοκλής Νεοκλέους» ή η λίθινη επιγραφή «HOPOΣ EIMI TEΣ AΓOΡAΣ» «ὅρος εἰμὶ τῆς ἀγορᾶς»). Στο παλαιότερο αυτό Αττικό αλφάβητο το γράμμα Ε υποδήλωνε τους δύο παραπλήσια προφερόμενους φθόγγους ε (βραχύ κλειστό) καιη (μακρό ημιάνοικτο), ενώ το γράμμα Ο τους τρεις παραπλήσια προφερόμενους φθόγγους ο (βραχύ κλειστό), ω (μακρό ανοικτό) καιου (μακρό κλειστό)[8].
Η συχνή δωρική γραφή Ἀσάνα αντί Ἀθάνα, Ιωνικό: Ἀθήνη υποδηλώνει ότι στις δωρικές διαλέκτους τοθ ίσως προφερόταν όπως το νεοελληνικό θκαι όχι όπως το αττικό θ [tʰ], oπότε μετο γράμμα Σο γράφων προσπαθούσε να προσεγγίσει τη φωνητική προφορά ενός φθόγγου γιατον οποίο δεν υπήρχε εντελώς κατάλληλο σύμβολο.
Η ομοιότητα αλλακαιοι διαφορές στην προφορά τωνηκαια υποδηλώνεται επίσης από τους διαλεκτικούς τύπους ἁμέρα (Δωρική), ἠμέρη (Ιωνική), ἡμέρα (Αττική, Κοινή και Νεοελληνική).
Αξιοσημείωτη μαρτυρία γιατην αρχαία προφορά προσφέρει επίσης η απόδοση ελληνικών λέξεων (κυρίως ονομάτων και τοπωνυμίων) σε άλλες γλώσσες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν διαφορετικό αλφάβητο. Το τεκμήριο αυτό έχει εντούτοις βοηθητικό και ενισχυτικό ρόλο σε όσα ήδη γνωρίζουμε από τη φωνολογική ανάλυση, ηδε χρησιμότητά του εξαρτάται από τις επιλογές που ήταν διαθέσιμες στα άλλα αλφάβητα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα από τηλατινική γλώσσα.
Η απόδοση των αρχαίων ελληνικών ονομάτων στη Λατινική παρέχει ισχυρές ενδείξεις σχετικά μετην υφή τουφθόγγουη. Η λατινική μεταγραφή των ονομάτων Κρήτη: Creta, Πελοπόννησος: Peloponnesus, Θῆβαι: Thebae, Ἀθηνᾶ: Athena, Ἡρακλῆς: Heracles αποτελεί αξιόπιστη πρόσθετη μαρτυρία ότι το αρχαίο ηδεν προφερόταν [i] αλλά [ē], διότι η Λατινική είχε την επιλογή του γράμματος i, γιανα αποδώσει την προφορά [i]. Εξίσου διδακτικές είναι επίσης οι μεταγραφές λατινικών λέξεων και ονομάτων στοελληνικό αλφάβητο: Caecus: Καῖκος (όχι Κέκος), Felix: Φῆλιξ (όχι Φίλιξ),[η]censor: κήνσωρ (όχι κίνσωρ), edictum: ἤδικτον (όχι ἴδικτον)κ.άl.
Ημεταγραφήτων αρχαίων Φοῖνιξ: Phoenix, Βάκχος: Bacchus, Φοῖβος: Phoebus παρέχει σοβαρές ενδείξεις ότι ταφ, χ αντιπροσώπευαν τους δασείς φθόγγους [pʰ], [kʰ] και όχι τα άηχα τριβόμενα [f], [x], διότι η Λατινική διέθετε τα γράμματα f, h προς απόδοσή τους. Κατόπιν οδηγούμαστε στο εύλογο συμπέρασμα ότι καιτο τρίτο σύμφωνο της τάξεως αυτής, τοθ, ανήκε επίσης στα δασέα και προφερόταν [tʰ], όχι [θ].
ΤοΛατινικό αλφάβητο υιοθέτησε ξεχωριστό γράφημα γιατον φθόγγο [y] (ü), ο οποίος δεν υπήρχε στη Λατινική καιδεν αποδόθηκε από το γράμμα i. Το γράφημα αυτό αποκλήθηκε y Graecum «ελληνικό y» και απαντά αποκλειστικά σε δάνεια από τηνΕλληνική γλώσσα: π.χ. zelotypus, Zephyrus, Pyrrhus, Lyceum, Lydia.
Μαρτυρία τής αρχαίας προφοράς παρέχουν επίσης οι νεοελληνικές διάλεκτοι. Αξιοποιήσιμα στοιχεία παρέχονται κατ’ εξοχήν από τις περιφερειακές διαλέκτους, οι οποίες διασώζουν περισσότερους αρχαϊσμούς: Κατωιταλική, Ποντιακή, Καππαδοκική, Κυπριακή, Τσακωνική. Η αξιολόγηση των στοιχείων, όμως, απαιτεί προσοχή, ώστε να διαχωρίζονται οι αρχαϊσμοί από τους νεωτερισμούς καιναμην παραβλέπεται η πιθανότητα ανεξάρτητων ή παράλληλων αλλαγών. Επειδή ηΕλληνιστική Κοινήδεν ισοπέδωσε τις κατά τόπους αποκλίσεις, αλλά απέκτησε διαφορετικό τοπικό χρώμα, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε διδακτικές επιβιώσεις σε σύγχρονα ακόμη ιδιώματα.
Όταν χρησιμοποιούμε στοιχεία από τις νεοελληνικές διαλέκτους γιανα επανασυνθέσουμε την αρχαία προφορά, απαιτείται να αποκλείουμε την πιθανότητα φωνητικής αλλαγής, δανεισμού ή απλώς κακής / ελλιπούς γραφής. Επιπλέον, η μαρτυρία ενισχύεται όταν συγκεντρώνονται αποδείξεις από διαλέκτους ή ιδιώματα που ανήκουν στην ίδια ζώνη (δωρικής ή ιωνικής επιρροής).[10]
Η διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων, κυρίως του-λλ-, στηνΚυπριακή, τηνΚατωιταλική, καθώς καιστα ιδιώματα της Δωδεκανήσου, αποτελεί σημαντική ενισχυτική ένδειξη ότι αυτή είναι η αρχαία προφορά τους (πβ. κυπρ. άλ-λος, φύλ-λο), αν συνδυαστεί μετο γεγονός ότι η παρουσία τους στα αρχαία κείμενα καθιστούσε το προηγούμενο φωνήεν θέσει μακρό (στη μετρική)[11]. Η διάκριση αυτή μάλιστα καθορίζει τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος των διαλέκτων, όπως και της αρχαίας, έχοντας διαφοροποιητική αξία (πβ. νεοελλ. προβάλλω [pro'vallo] καιπροβάλω [pro'valo], πολλοί [polˈli] καιπολύ [po'li]).
Ο φθόγγος -υ- ήταν ο τελευταίος που υπέστη ιωτακισμό, αφού αποστρογγυλοποιήθηκε μόλις τον 10ο αιώνα. Την ίδια πορεία ακολούθησε η πρώην δίφθογγος-οι-, μετην οποία είχε επί αιώνες συμπέσει στην προφορά. Ας σημειωθεί ότι ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. η πρώην δίφθογγος -οι- προφερόταν [y] (ü) στη βοιωτική διάλεκτο, όπως προκύπτει από επιγραφές, π.χ. τῦς ἄλλυς προξένυς: τοῖς ἄλλοις προξένοις (δοτική πληθυντικού). Ενισχυτική μαρτυρία γιατην αρχαία προφορά παρέχουν σήμερα ελάχιστες λέξεις τής Νεοελληνικής Κοινής (π.χ. μουστάκι < ελνστ. μουστάκιον, υποκοριστικό τουαρχ. μύσταξ, κουτί < ελνστ. *κυτίον, υποκοριστικό τουαρχ. κύτος), αλλά και τύποι νεοελληνικών ιδιωμάτων, όπως της παλαιάς Αθήνας, τωνΜεγάρων, της Κύμηςκαι της Αίγινας (π.χ. χιούρος < χοίρος, τšουλιά < κοιλία, τšούτομαι < κοίτομαι, θουγατέρα < θυγατέρα, κουτούλι < κοτύλη), καθώς και της Τσακωνικής διαλέκτου (π.χ. λούκος < λύκος, κουέ < κύων, κουβάνε < αρχ. κυϝάνεος / κυανοῦς).[12]
Υπό ορισμένες συνθήκες η σύγχρονη νεοελληνική προφορά διατηρεί ίχνη της αντίστοιχης αρχαίας σε ειδικές θέσεις. Η επιβίωση αρχαϊκών στοιχείων σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με βάση την εξελιγμένη προφορά των φωνημάτων, παρά μόνο σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία της γλώσσας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προφορά /ŋg/ ([ɲɟ]) στο συμφωνικό σύμπλεγμα του διπλού -γγ-σε λέξεις όπως άγγελος, συγγενής, αγγίζω / εγγίζω. Αντογ προφερόταν όπως στη Νέα Ελληνική (ως εξακολουθητικός τριβόμενος φθόγγος), αυτό δενθα δικαιολογούσε την αλλαγή στην εκφορά του διπλού -γγ-.[θ]Το ίδιο συμπέρασμα αντλούμε από την εξελιγμένη προφορά του συμπλέγματος -νδ- ως [nd], με αποτέλεσμα να γραφτεί -ντ- προκειμένου να σημανθεί η διαφορά: π.χ. άντρας (< ἄνδρα, αιτιατική τουαρχ. ἀνήρ), ντύνω (< ελνστ. ἐνδύνω < αρχ. ἐνδύω), παντρεύομαι (< αρχ. ὑπανδρεύω < φρ. ὕπανδρος γυνή). Ομοίως εξηγείται η συμπεριφορά του συμπλέγματος -μβ-, που προφέρθηκε [mb], με αποτέλεσμα να γραφτεί -μπ- προκειμένου να σημανθεί η διαφορά: π.χ. μπαίνω < αρχ. ἐμβαίνω[13].
Τεκμήρια από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και σχολιαστών
Έμμεση μαρτυρία της προφοράς ορισμένων φθόγγων μάς δίνουν τόσο οΠλάτωνκαιοΑριστοτέλης όσο καιοι μεταγενέστεροι γραμματικοί Διονύσιος οΘραξ, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, οΗρωδιανός, οΠρισκιανόςκαι άλλοι. Οι περιγραφές τους, όμως, συνήθως στερούνται φωνητικής ακρίβειας ή περιέχουν όρους των οποίων η σημασία είναι ασαφής ή δυσδιάκριτη για εμάς. Ακόμη, επειδή οιεν λόγω γραμματικοί δεν είχαν ως επί το πλείστον γνώσεις άλλων γλωσσών πλην της μητρικής τους και αγνοούσαν σπουδαίες παραμέτρους της σύγκρισης γλωσσικών φαινομένων, πολλές φορές αστοχούσαν στην επιλογή παραδειγμάτων και ενσωμάτωναν ανόμοια φωνητικά στοιχεία στην ίδια κατηγορία. Συνεπώς, τα σχόλια που προέρχονται από τέτοιες πηγές έχουν ενισχυτική ή συμπληρωματική αξία, όταν προσφέρουν πληροφορίες που μπορούμε να διασταυρώσουμε και από αλλού.
Στο έργο τουΤέχνη ΓραμματικήοΔιονύσιος οΘραξ διακρίνει τα σύμφωνα σε δύο κατηγορίες, χρησιμοποιώντας τους (παροδηγητικούς για εμάς) όρους ἄφωνα (ἄφωνα δέ ἐστιν ἐννέα β, γ, δ, κ, π, τ, θ, φ, χ)καιἡμίφωνα, όπου εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα. Από τις τωρινές μας γνώσεις σχετικά μετην υφή των συμφώνων είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε ότι άφωνα ονόμαζε τα στιγμιαία ή κλειστά σύμφωνα, ενώ ημίφωνα καλούσε τα διαρκή ή εξακολουθητικά.
Ο ίδιος προχώρησε σε περαιτέρω ταξινόμηση των αφώνων / κλειστών: τούτων ψιλὰ μέν ἐστιν τρία, κ, π, τ, δασέα τρία, θ, φ, χ, μέσαδὲ τούτων τρία, β, γ, δ. Εν προκειμένω, ο εύστοχος όρος δασέα αποτελεί τον κομβικό παράγοντα της ταξινόμησης, διότι ψιλά ονομάζονται κατ’ ουσίαν ταμη δασέα, ενώ μέσα είναι όσα δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο προμνημονευθείσες κατηγορίες. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμη και ορισμένα σύγχρονα εγχειρίδια ιστορικής γλωσσολογίας (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) έτειναν να απηχούν αυτή την ατελώς διατυπωμένη διάκριση, υιοθετώντας τους λατινικούς όρους με τους οποίους οΠρισκιανός είχε αποδώσει την ορολογία της Τέχνης Γραμματικής: (Consonantes) Aspiratae «δασέα», Tenues «ψιλά», Mediae «μέσα».[ι]
Έμμεση μαρτυρία παρέχουν οιηχομιμητικές λέξεις που παρατίθενται στα αρχαία κείμενα, είτε σχολιασμένες είτε εν παρόδω. Από τις γνωστότερες είναι η φράση από σωζόμενο απόσπασμα της κωμωδίαςΔιονυσαλέξανδροςτουΚρατίνου «ὁ δ' ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει», όπου το βέλασμα των προβάτων αποδίδεται μετο επιφώνημα βῆ βῆ. Επειδή δεν είναι πιθανό να άλλαξε ο ήχος του βελάσματος των προβάτων από την αρχαιότητα, προκύπτει το λογικό συμπέρασμα ότι ο δηλούμενος ήχος είναι διχειλικός κλειστός [bee / bē] και όχι χειλοδοντικός τριβόμενος [vi]. Ομοίως η χρήση διαφορετικών ηχομιμητικών ρημάτων για τις κραυγές ζώων, όπως μυκῶμαι (γιατα βόδια) αλλά μηκῶμαι (γιατα ερίφια), δείχνει ότι τα γράμματα υ", "η απέδιδαν διαφορετικά φωνήματακαι όχι το σημερινό [i].
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, οι έμμεσες αυτές πηγές έχουν το μειονέκτημα ότι δεν παρέχουν εξαντλητικές πληροφορίες σχετικά μετη φύση των φθόγγων που περιέχουν. Επί παραδείγματι, ενώ κατανοούμε ότι το επιφώνημα βῆ αποδίδει μη ιωτακισμένο η, δεν μαθαίνουμε τίποτε περισσότερο γιατον ακριβή ήχο του. Επιπρόσθετα, οι διαφορές των ηχομιμητικών ρημάτων μηκῶμαι, μυκῶμαιδεν μας διαφωτίζουν σχετικά μετη διαφορά τωνη, υ. Συνεπώς, η χρήση των ανωτέρω πληροφοριών μπορεί απλώς να αποκλείσει κάποια δυνατότητα, συμπληρώνοντας έτσι την εικόνα που έχουμε αποκτήσει από ανεξάρτητα άλλα τεκμήρια.
Η άμεση περιγραφή της προφοράς ορισμένων φθόγγων μπορεί, υπό ευνοϊκές συνθήκες, να φανεί χρήσιμη. Επί παραδείγματι, οΔιονύσιος ο Αλικαρνασσεύς αναλύει την προφορά του φθόγγου κ ως εξής: λέγεται μὲντῆς γλώττης ἀνισταμένης πρὸς τὸνοὐρανὸν ἐγγὺς τοῦ φάρυγγος καὶ τῆς ἀρτηρίας ὑπηχούσης τῷ πνεύματι (Περὶ συνθέσεως ὀνομάτων 14,140). Από την περιγραφή προκύπτει ότι ο φθόγγος κ ήταν άηχος υπερωικός (όπως στις λ. καρπός, κόρη, κωφός) καιδεν είχε ακόμη εμφανιστεί το ουρανικό αλλόφωνο [c] (όπως στα νεοελληνικά καιρός, κερί, κύκνος: [ceˈros], [ceˈri], [ˈciknos]).
Τα αρχαία ποιητικά κείμενα ακολουθούν ορισμένο μέτρο, το οποίο βασίζεται στη διαδοχή ή εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών, ανάλογα μετην περίπτωση (π.χ. δακτυλικό, ιαμβικό, τροχαϊκό, αναπαιστικό κτλ.). Ανσε συγκεκριμένη συλλαβή αναμένουμε οπωσδήποτε φωνήεν ορισμένης ποσότητας (μακρό ή βραχύ), αυτό μπορεί να μας προσφέρει ενδείξεις της προφοράς, εφόσον υποστηρίζονται και από τις γνώσεις μας γιατο φωνολογικό σύστημα της γλώσσας. Επί παραδείγματι, το μέτρο καθιστά σαφές ότι τα μακρά η, ωδεν απαντούν (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στη θέση βραχείας συλλαβής. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι οι δίφθογγοι (γνήσιες ή νόθες, δηλ. προϊόντα αντεκτάσεως) συναντώνται σε θέση μακράς συλλαβής (π.χ. βαίνω, εἰμί, δοῦλος, βουλή), πράγμα που δείχνει ότι η ποσότητά τους αντιστοιχούσε περίπου σε μακρό φωνήεν.
Σημαντική είναι η συνεισφορά της μετρικής στα αποκαλούμενα δίχρονα φωνήεντα, γιατα οποία δυσκολευόμαστε να υποθέσουμε αν είναι μακρά ή βραχέα χωρίς άλλη βοήθεια. Αν όμως σε θέση μακράς συλλαβής συναντήσουμε τύπους όπως κῦρος, μῖσος, όχι όμως φίλος, διακρίνουμε αμέσως τη διαφορετική ποσότητα του -ι- στις λέξεις αυτές.
Αναλυτικοί πίνακες προφοράς των αρχαίων ελληνικών φωνημάτων
Με αφετηρία τα τεκμήρια της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας συμπεραίνουμε με επαληθεύσιμο τρόπο ότι τα φωνήματα της Αρχαίας Ελληνικής προφέρονταν όπως φαίνεται στους ακόλουθους πίνακες[14]:
Σημαντικό ρόλο στην προφορά των φωνηέντων της Αρχαίας Ελληνικής παίζει η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων. Χρησιμοποιώντας ως βάση τηνΑττική διάλεκτο, όπως αναφέρεται στον πρόλογο, μπορούμε να διακρίνουμε πέντε (5) βραχέα και επτά (7) μακρά φωνήεντα. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η ακριβής πραγμάτωση τωνεν λόγω φωνηέντων σε κάθε χρονικό σημείο. Στο παρόν άρθρο ακολουθείται η γενικώς αποδεκτή σχηματοποίηση του W. Sidney Allen (βλ. βιβλιογραφία), η οποία ανταποκρίνεται τόσο στα γλωσσικά όσο καιστα κειμενικά δεδομένα.
Ο ακόλουθος πίνακας περιέχει τη σημερινή προφορά των φθόγγων της ελληνικής γλώσσας[16]. Η προφορά αυτή αποκαλείται επίσης βυζαντινή, επειδή προέκυψε από την κανονική φωνολογική εξέλιξη της γλώσσας, εφαρμόζεται δεκαιστην ανάγνωση των αρχαίων κειμένων. Υπό το φως των ιστορικών πληροφοριών που αναφέρονται στην εισαγωγή θα ονομαζόταν επίσης ιωτακιστική (διότι δεν διακρίνει τη διαφορά των φωνημάτων που συνέπεσαν κατόπιν στο μεσαιωνικό και νεοελληνικό /i/), αλλά η συγκεκριμένη ονομασία ανακαλεί τη διαμάχη μεταξύ των οπαδών τουΕράσμουκαιτουΓιοχάνες Ρόιχλιν, η οποία δεν έχει πλέον αντικείμενο στη σύγχρονη γλωσσολογία.
[ks] συνδυασμός των φωνημάτων [k]+[s] (συνήθως άηχο: ξέρω /'ksɛrɔ/), ηχηρό όταν συνεκφέρεται με προηγούμενο έρρινο [gz] (μετά από n: δεν ξέρω /ðɛŋg'zɛrɔ/ ή σπανιότερα /ðɛg-/)
[i] πρόσθιο κλειστό φωνήεν, εκτός αν είναι β΄ μέλος τού δίψηφου φωνηέντος ου [u] ή των διφθογγικών αυκαιευ, οπότε οι συνδυασμοί προφέρονται [af], [εf] (εάν ακολουθεί άηχο σύμφωνο: αυτός [af'tɔs], εύκολος ['εfkɔlɔs]) ή [av], [εv] (εάν ακολουθεί ηχηρό σύμφωνο ή φωνήεν: αύριο ['avriɔ], ευαγγέλιο [εvaɲ'ɟεliɔ])
Η ανάπτυξη της συγκριτικής γλωσσολογίας από τον 19οαι. αύξησε αξιοσημείωτα τις γνώσεις μας γιατηφωνολογία της Αρχαίας Ελληνικής. Σε αυτό συνέβαλε επίσης η διεύρυνση τωνσωμάτων κειμένωνπου λαμβάνονται υπ' όψιν γιατην τεκμηρίωση κάθε φωνολογικής θεωρίας, καθώς ανακαλύφθηκαν μη λογοτεχνικοί πάπυροικαι επιγραφές λιγότερο τυπικού ύφους. Η μαζική εισροή στοιχείων από συστήματα συγγενών γλωσσών ανέτρεψε επίσης την επί αιώνες κυριαρχούσα αντίληψη, ότι τα Ελληνικά είχαν κατ' ουσίαν την ίδια προφορά από την αρχαιότητα. Οι έννοιες του φωνηεντικού τριγώνου, του συμφωνικού άξονα καιοι διαδικασίες μεταβολής που είναι γνωστές ως αφομοίωση, ανομοίωση, αντέκταση, αναδιπλασιασμόςκτλ. κατέδειξαν αναντίρρητα ότι οι φωνολογικές αλλαγές (που επηρεάζουν την προφορά) εξαρτώνται από το φωνητικό περιβάλλον, το οποίο ήταν πολύ διαφορετικό από της Νέας Ελληνικής γλώσσας.
Το γεγονός ότι η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται τη συνεισφορά τού Εράσμουστον προσδιορισμό τής προφοράς τής Αρχαίας Ελληνικής δεν σημαίνει ότι η ερασμική προφορά είναι απολύτως ακριβής. Όπως συμβαίνει με κάθε σύστημα αποκαταστάσεως, περιέχει συμβάσεις οι οποίες δεν αντιστοιχούν πάντοτε στην εικαζόμενη αρχαία προφορά. Το γνωστό επίγραμμα τουΣιμωνίδη τού Κείουγια τους νεκρούς τής μάχης των Θερμοπυλών μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα αυτού του σημείου.
Η ερασμική προφορά δεν ταυτίζεται επακριβώς μετην επανασυντεθειμένη / αποκατεστημένη αρχαία προφορά, παρ’ ότι βρίσκεται εγγύτερα σε αυτήν από την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική αντίστοιχη. Από το δείγμα κειμένου που παρατέθηκε αντιλαμβανόμαστε ότι η ερασμική προφορά που διαμορφώθηκε στα πανεπιστήμια τής Αγγλίας αποδίδει ατελώς την προφορά τής κλασικής Ελληνικής σε αρκετά σημεία. Παραδείγματα:
Δεν διακρίνει τις γνήσιες διφθόγγους από τις «νόθες» (δηλ. αυτές που προκύπτουν από συναίρεση ή αντέκτασηκαι σχηματίζουν στην πραγματικότητα μακρά κλειστά φωνήεντα). Επί παραδείγματι, τα μακρά φωνήεντα («νόθες» δίφθογγοι) που υπάρχουν στις λέξεις ἀγγέλλειν, Λακεδαιμονίοις, εξομοιώνονται στην ερασμική προφορά με τις δύο γνήσιες διφθόγγους της μετοχήςπειθόμενοι. Από πρακτικής απόψεως, εντούτοις, θα ήταν αδύνατον να απαιτηθεί από κάθε αναγνώστη τής αρχαίας γλώσσας να κατέχει τόσο βαθιά γνώση, ώστε να μπορεί να διακρίνει κάθε επί μέρους περίπτωση.
Η ερασμική προφορά δεν αποδίδει τα διπλά σύμφωνα της Αρχαίας Ελληνικής.
Η ερασμική προφορά δεν αποδίδει επακριβώς τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, τα οποία συνήθως εκφωνούνται σαννα είναι ισόχρονα.
Τα άηχα δασέα σύμφωνα φ, θ, χ προφέρονται είτε απλώς [p, t, k] είτε [f, θ, x], ανάλογα μετο φωνολογικό σύστημα της μητρικής γλώσσας που υπόκειται στον σπουδαστή τής ερασμικής προφοράς.
Το αρχικό δασύ σύμφωνο [h] παραλείπεται σε ορισμένες χώρες κατά την προφορά τών λέξεων, π.χ. ὅτι [oti] ≈ [hoti].
Συμπεράσματα:
Οι ιστορικοσυγκριτικές σπουδές έχουν συμβάλει στην ικανοποιητική βελτίωση της εικόνας μας γιατην αρχαία προφορά καιτην εξέλιξή της. Οι επιγραφικές και παπυρικές μελέτες τού S.T. Teodorsson (1974 κ.εξ.), του Gignac (1976), καθώς και άλλων (βλ. Horrocks 1997), απέδειξαν επιπλέον ότι βασικά χαρακτηριστικά τής ελληνιστικής φωνολογίας, όπως οιωτακισμός ή η προστριβοποίηση των ηχηρών κλειστών, είχαν ήδη παρουσιαστεί σε ανεπίσημα κείμενα της κλασικής Ελληνικής. Θεωρείται ότι τα εξελιγμένα αυτά δείγματα αποτελούν μέρος τού λιγότερο προσεγμένου λόγου/ύφους ή της γλώσσας των ομιλητών που ανήκαν σε κατώτερες τάξεις, αλλά δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε σεποιον βαθμό χρησιμοποιούνταν στον πρότυπο προφορικό λόγο. Αρκετοί γλωσσολόγοι έτειναν στο παρελθόν να υποβαθμίζουν τέτοια στοιχεία, θεωρώντας τα περιθωριακά ή αποσπασματικά, αλλά ο όγκος καιη διάχυση των δεδομένων συντείνει σήμερα στην άποψη ότι η ελληνιστική προφορά έχει περισσότερο βάθος χρόνου από όσο αρχικά πιστευόταν και είναι σαφές ότι οι φωνολογικές αλλαγές που άλλαξαν την ηχητική χροιά τής Ελληνικής ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα.[17]
Προς το τέλος τού 19ουαι. ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις εισήγαγε πρώτος τα διδάγματα της συγκριτικής γλωσσολογίας σχετικά μετην προφορά. Εντούτοις, μολονότι είναι παραδεκτό ότι η ερασμική προφορά πλησιάζει περισσότερο την αποκατεστημένη αρχαία, δεν υπήρξε ποτέ εισήγηση για υιοθέτησή της από τους Έλληνες λογίους και φοιτητές στην ανάγνωση αρχαίων κειμένων. Οι λόγοι είναι τρεις:
Δεν είναι ρεαλιστικό να αναμένεται ότι ο σπουδαστής τής Ελληνικής θα προφέρει διαφορετικά λέξεις και γραφήματα που συναντώνται αναλλοίωτα από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα. Είναι ουσιαστικά ανέφικτο για λέξεις όπως άνθρωπος, οδός, θάλασσα, καιρός, γηκαι άλλες, καθώς καιτα γραφήματα που περιέχουν, να προφέρονται διαφορετικά όταν συναντώνται σε αρχαίο, ελληνιστικό, μεσαιωνικό ή νεοελληνικό κείμενο.
Η υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά έχει τουλάχιστον χιλιετή ιστορία και, αν παραλείψουμε την τελευταία τροπή (ιωτακισμός τού -υ- [y]), ανάγεται στους ελληνιστικούς χρόνους και διαθέτει, ως εκ τούτου, μακρά παράδοση και χρήση. Οι αντιγραφείς των αρχαίων κειμένων τον Μεσαίωνα δεν προέφεραν διαφορετικά τα κείμενα που φρόντισαν να διασωθούν ώς τις ημέρες μας.
Η υιοθέτηση της ερασμικής προφοράς από τους ευρωπαίους λογίους ταίριαζε περισσότερο στα συστήματα των δικών τους γλωσσών και εξυπηρέτησε πρακτικά στην εκμάθηση και γραφή τής Αρχαίας Ελληνικής.
ΟΙωάννης Σταματάκος, επί πολλά χρόνια καθηγητής τής Αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας, συνόψισε ως εξής το ζήτημα:[18]
Επομένως, μολονότι είναι σκόπιμο να παρέχονται στοιχεία τής αρχαίας προφοράς σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες στις οποίες υπάρχει επαφή μετο αρχαίο κείμενο, οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι δεν είναι εφικτό ούτε λογικό να ζητηθεί η χρήση της (ή της προσεγγίζουσας ερασμικής προφοράς) από τον Έλληνα σπουδαστή ή λόγιο[19].
↑Προσπάθεια διδασκαλίας της καταβαθλήθηκε στο εισαγωγικό εκλαϊκευμένο βιβλίο τού Α.Φ. Χριστίδη, Ιστορία τής Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Θεσσαλονίκη 2005: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών).
↑Έχοντας κατά νουτη συμβολή των Ελλήνων λογίων τής διασποράς, οι γλωσσολόγοι Dirk Hesseling και Hubert Pernot κατέληξαν στο εξής συμπέρασμα: «Δεν υποστηρίζουμε λοιπόν τίποτε παράδοξο, αν αποδώσουμε στους ίδιους τους Έλληνες την πατρότητα της θεωρίας την οποία αποκαλέσαμε ερασμική. Ποιος υπήρξε ο ρόλος τού Εράσμου; Η ιδέα ήλθε από την Ελλάδα. Είχε υιοθετηθεί πριν από αυτόν από τους λογίους τής Δύσης. Παρέμενε όμως ακόμη ασαφής. Εκείνος είχε την ικανότητα νατην παρουσιάσει με τρόπο συστηματικό […]» (On ne soutient donc pas un paradoxe, lorsqu'on attribue aux Grecs eux-mêmes la paternité de la théorie à laquelle on a donné le nom d'érasmienne. Quel fut alors le rôle d'Érasme? L'idée venait de Grèce. Elle avait été adoptée avant lui par des savants occidentaux. Mais elle restait encore imprécise. 11 a eu le mérite de la présenter au public sous une forme systématique […]).[2]
↑Ο Γιοχάνες Ρόιχλιν υπήρξε ελληνιστής και συνέβαλε αποφασιστικά στη διάδοση των κλασικών σπουδών στηΓερμανία, ενώ ο ίδιος είχε διδαχθεί τις κλασικές γλώσσες από Έλληνες λογίους στηνΙταλία, πράγμα που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα να υιοθετήσει την εξελιγμένη υστεροβυζαντινή προφορά τους. Διέπρεψε επίσης στις εβραϊκές σπουδές.
↑Δεδηλωμένος σκοπός του βιβλίου αυτού ήταν να πείσει τους ομόθρησκους Ρώσους ναμην αποδεχθούν την ερασμική προφορά. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε.
↑Ας σημειωθεί ότι παρόμοιο προβληματισμό είχε προκαλέσει η εισαγωγή της ερασμικής προφοράς της ΛατινικήςστηΓαλλία κατά τις αρχές του 20ού αιώνα από τον Γάλλο γλωσσολόγο Μισέλ Μπρεάλ (Michel Bréal).
↑Τα δίψηφα προϊόντα των συναιρέσεων -ει-, -ου-, ως μακρά κλειστά φωνήεντα, αποκαλούνται μερικές φορές νόθες δίφθογγοι, γιανα διαχωρίζονται από τις γνήσιες διφθόγγους, οι οποίες περιλαμβάνουν διακεκριμένη προφορά δύο φωνηέντων [ei̯], [oi̯], λ.χ. τεῖχος [tei̯kʰos].
↑Η συγκεκριμένη μεταγραφή προέρχεται από τημετακλασική Λατινική, με αποτέλεσμα ναμην αποδίδει το άηχο δασύ Φ ως Ph αλλά F, διότι τα δασέα σύμφωνα είχαν πλέον μεταβληθεί σε άηχα τριβόμενα. Οιωτακισμόςτων φωνηέντων όμως ολοκληρώθηκε αργότερα.[9]
↑Ας σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο κριτήριο δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλους κλειστούς (στην Αρχαία Ελληνική) φθόγγους, διότι τα διπλά τους συμπλέγματα απαντούν πολύ αργότερα και μόνο σε δάνεια (π.χ. σάββατον, κράβ(β)ατος), ενώ δεν υπάρχουν αρχαίες λέξεις με διπλά -θθ-, -φφ-, -χχ-.
↑Οι ακριβέστεροι γλωσσολογικοί όροι, όπως voiced stops «ηχηρά κλειστά», voiceless stops «άηχα κλειστά» κτλ., είναι αυτοί που επικρατούν πλέον στη σύγχρονη ορολογία.
↑Η μεταβολή [b] > [v] συντελείται βαθμηδόν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Ανκαι μαρτυρείται από την ελληνορωμαϊκή εποχή, ο δανεισμός τουΒστοαλφάβητο παρέχει ενδείξεις ότι η προφορά [b] υπήρχε ακόμη σποραδικά τον 4ο αιώνα. Είναι πιθανόν ότι το κλειστό [b] μεταβλήθηκε πρώτα σε διαρκές διχειλικό [β], προτού καταλήξει τριβόμενο χειλοδοντικό [v] όπως σήμερα.
↑Το φώνημα /g/ οδηγήθηκε σε διάσπαση στη Νέα Ελληνική, αφού πραγματώνεται ως υπερωικό [ɣ] προτων /a/, /o/, /u/ και ως ουρανικό [j] (ή [ʝ]) προτων /e/ και /i/. Το πέρασμα αυτό πρέπει να ξεκίνησε από τεμάχια όπου το [j] (ή [ʝ]) ήταν ενδοφωνηεντικό με πρώτο τοφωνήεν /e/ ή /i/ και πιθανώς συνέβη τουλάχιστον από τον 4οαι. μ.Χ.
↑Το φώνημα /d/ τράπηκε σε ηχηρό τριβόμενο [ð]στη Νέα Ελληνική.
↑Η προφορά [zd] γιατην κλασική περίοδο υποστηρίζεται από διάφορα τεκμήρια, τα οποία περιλαμβάνουν μεταγραφές ξένων ονομάτων, αντιστοιχίες μεταξύ διαλεκτικών τύπων και μαρτυρίες γραμματικών της ελληνιστικής εποχής. Γενικά, υπάρχει σύγκλιση των γλωσσολογικών μελετών στην προφορά [zd], χωρίς να αποκλείεται η εναλλακτική [dz] ως λαϊκότερη.[15]
↑Το φώνημα πραγματώνεται ως υπερωικό [x] προτων φωνηέντων [a], [o], [u] και ως ουρανικό [ç] προτων φωνηέντων [e] και [i].
↑Γιατη συμβολή τους βλ. την επιστημονική εισαγωγή τού Γ. Μαγουλά στην έκδοση του έργου τού Κωνσταντίνου Οικονόμου Περὶ τῆς γνησίας προφορᾶς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, Αθήνα 1993: Φιλόμυθος (σελ. 30), αρχική έκδοση Πετρούπολη 1830.
↑Allen, Sydney (1987). Vox Graeca: A guide to the pronunciation of Greek and Latin (2η έκδοση). Cambridge: CUP. σελ. Appendix A.
↑Βλ. Γ. Μπαμπινιώτη, «Επί της προφοράς των αρχαίων κειμένων (Νεοελληνική ή εξ επανασυνθέσεως / ερασμική προφορά;)»―1971-2, ΕΕΦΣΠΑ, σσ. 308-13.
↑Βλ. Γ. Χατζιδάκι, Σύντομος ιστορία τής ελληνικής γλώσσης, Αθήνα 1915: Σύλλογος προς διάδοσίν ωφελίμων βιβλίων (σελ. 85)· Γ. Μπαμπινιώτη, 1985:34 §68.
↑Γιατη διαφορετική αποτύπωση του-υ- στις διαλέκτους βλ. Μ. Σετάτο, «Η εξέλιξη της προφοράς τουυ ώς τη Νέα Ελληνική»―1967, Ελληνικά 20, σσ. 338-348· Θ. Μωυσιάδη, Εισαγωγή στη Μεσαιωνική και Νεοελληνική Ετυμολογία, Αθήνα 2005, σσ. 247-250.
↑Αναλυτικοί πίνακες των φωνηέντων και συμφώνων τής κλασικής αττικής διαλέκτου, γιατην οποία γίνεται κυρίως λόγος στο λήμμα, παρέχονται από τονΓ. Παπαναστασίου, Νεοελληνική ορθογραφία, Θεσσαλονίκη 2008: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, σελ. 96-97.
↑Βλ. M. Lejeune 1972, σ. 88· Sihler 1995, παρ. 201.
↑Συγκριτικός πίνακας αρχαιοελληνικής και νεοελληνικής προφοράς υπάρχει επίσης στον Schwyzer (1938: 179)
↑Επισκόπηση του ζητήματος της προφοράς παρέχεται με ευσύνοπτο τρόπο από τονΕυ. Πετρούνια, «Η προφορά τής κλασικής Ελληνικής», στοΑ.Φ. Χριστίδη (εκδ.), Ιστορία τής Ελληνικής Γλώσσας (Θεσσαλονίκη 2001: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, σελ. 410-420).
↑Βλ. Αντωνοπούλου Ελένη, 2007 «Η προφορά της Αρχαίας Ελληνικής». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν επίσης οΑ.Φ. Χριστίδης: «Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά μετη νεοελληνική προφορά, αρκεί να ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεντα πρόφεραν έτσι — ότι η γλώσσα άλλαξε μέσα στον χρόνο» (2005: 116), καθώς καιοΧ. Χαραλαμπάκης: «Για τους Νεοέλληνες θα ήταν αδιανόητο να χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικά είδη προφοράς, μία γιατα κλασικά κείμενα και μία γιατα μεταγενέστερα καιτα νεοελληνικά» (1999: 125).
Allen, W. 2000: Vox graeca. Η προφορά της ελληνικής στην κλασική εποχή, μτφρ. υπό Μ. Καραλή καιΓ.Μ. Παράσογλου. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Horrocks G. 1997: Greek: a history of the language and its speakers. London: Longman (μτφρ. υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου: Ελληνικά: Ιστορία τής γλώσσας καιτων ομιλητών της. Αθήνα 2006: Εστία).
Lejeune, M. 1972: Phonétique historique du mycénien et du grec ancien. Paris: Klincksieck
Μπαμπινιώτης, Γ. 1985: Ιστορική Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Ι. Φωνολογία. Αθήνα.
Μπαμπινιώτης, Γ. 20025: Συνοπτική ιστορία τής ελληνικής γλώσσας. Αθήνα.
Bartoněk, A. 1966: Development of the Long-Vowel System in Ancient Greek. Prague.
Grammont, M. 1948: Phonétique du grec ancien. Lyon.
Jannaris, A. 1897: An Historical Greek Grammar Chiefly of the Attic Dialect As Written and Spoken From Classical Antiquity Down to the Present Time. London.
Karvounis, Chr. 2008: Aussprache und Phonologie im Altgriechischen. Wiss. Buchgesellschaft, Darmstadt, ISBN 978-3-534-20834-0
Lupaş, L. 1972: Phonologie du grec attique. The Hague.
Meillet, A. 19657: Aperçu d’une histoire de la langue grecque. Paris.
Meillet, A. & J. Vendryes 19684: Traité de grammaire comparée des langues classiques. Paris.
Palmer, L.R. 1980: The Greek language. London.
Rix, H. 19922: Historische Grammatik des Griechischen. Laut- und Formenlehre. Darmstadt.
Stanford, W.B. 1967: The Sound of Greek. California.
Teodorsson, S.T. 1974: The Phonemic System of the Attic Dialect 400-340 B.C. Stockholm.
Teodorsson, S.T. 1977: The phonology of Ptolemaic Koine (Studia Graeca et Latina Gothoburgensia). Göteborg.
Teodorsson, S.T. 1978: The phonology of Attic in the Hellenistic period. Acta Universitatis Gothoburgensis, Göteborg.
Threatte L. 1980: The grammar of Attic inscriptions, Band 1: Phonology, Berlin.