ΤοΜπαουχάους (γερμ.Staatliches Bauhaus ή Bauhaus) ήταν καλλιτεχνική καιαρχιτεκτονική σχολή που ιδρύθηκε από τονΒάλτερ Γκρόπιουςκαι λειτούργησε κατά την περίοδο 1919-1933στηΓερμανία, και έγινε διάσημη γιατην προσέγγιση του σχεδιασμού που δημοσιοποίησε και δίδασκε.
Το ύφος της σχολής Μπαουχάους επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης, της αρχιτεκτονικής καιτουβιομηχανικού σχεδιασμού, ενώ, τα έργα που παράχθηκαν μέσα από τα εργαστήρια της σχολής έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής και συλλογής[1].
Λειτούργησε σε τρεις διαφορετικές πόλεις της Γερμανίας, στηΒαϊμάρη (1919-25), στοΝτέσαου (1925-32) καιστοΒερολίνο (1932-33), υπό την διεύθυνση τωνΒάλτερ Γκρόπιους (1919-28), Χάνες Μάγερ (1928-30) καιΜις βανντερ Ρόε (1930-33), αντίστοιχα. Οι αλλαγές στην έδρα καιτην ηγεσία της συνδέονταν με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις στην πολιτική της, καθώς καιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ύφους της. Ανάμεσα στις κεντρικές ιδέες που προώθησε η σχολή, ήταν η χρήση της τεχνολογίας για καλλιτεχνικούς σκοπούς, η απουσία διάκρισης μεταξύ καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, καθώς, καιη αναγκαιότητα της σφαιρικής διδασκαλίας όλων των μορφών τέχνης[2]. Επανέφερε τη διδασκαλία σε εργαστήρια, σε αντίθεση μετον τρόπο λειτουργίας των ακαδημιών, καιστο μικρό χρονικό διάστημα που λειτούργησε, δίδαξαν επιφανείς καλλιτέχνες του20ού αιώνα, όπως, οΒασίλι Καντίνσκι, οΓιοχάνες Ίτεν, οΜαρσέλ ΜπρόιερκαιοΠάουλ Κλέε.
Οι ιστορικές ρίζες του Μπαουχάους τοποθετούνται, συχνά, στα μέσα του19ου αιώνακαιτο βρετανικό κίνημα Arts and CraftsτουΓουίλιαμ Μόριςκαι συνδέεται με τις ευρύτερες προσπάθειες ενοποίησης της καλλιτεχνικής έκφρασης, μετη δημιουργία πρακτικών κατασκευών, οι οποίες σημειώθηκαν μετά τηβιομηχανική επανάσταση. Η σχολή του Μπαουχάους ιδρύθηκε το 1919 από τονΒάλτερ Γκρόπιους, στη συντηρητική πόλη της Βαϊμάρηςκαι, αρχικά, αποτέλεσε ένα είδος συγχώνευσης της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Grossherzogliche Sächsische Hochschule für Bildende Kunst) μετην Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βαϊμάρης (γερμ. Kunstgewerbeschule). Το όνομά της προήλθε από αντιστροφή της γερμανικής λέξης Hausbau («οικοδόμηση»)[1]. Ο απώτερος σκοπός του Μπαουχάους ήταν να αποτελέσει μια ενιαία σχολή, τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στις καλές τέχνες. Βασική αρχή της σχολής ήταν το ανοιχτό πνεύμα μπροστά στις νέες προκλήσεις της εποχής, αλλά και ειδικότερα, η προσέγγισή τους, περισσότερο από μια πρακτική άποψη και λιγότερο θεωρητικά. Στο μανιφέστο του Μπαουχάους, που δημοσιεύτηκε το 1919, ο Γκρόπιους ανέλυσε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής και τόνισε την αναγκαιότητα κατάργησης τής διάκρισης μεταξύ σπουδαστών στηντέχνηκαιτην τεχνική κατάρτιση, οραματιζόμενος τη δημιουργία ενός νέου τύπου κτιρίου του μέλλοντος, το οποίο θα συνδύαζε τηναρχιτεκτονική, τηγλυπτικήκαιτηζωγραφικήσε μία ενιαία μορφή (φόρμα)[3].
Ο Γκρόπιους επιθυμούσε να αναλάβουν το ρόλο των καθηγητών, διακεκριμένοι και διάσημοι καλλιτέχνες, ακόμα καιαντο έργο τους ήταν δυσπρόσιτο. Μεταξύ των πρώτων που δίδαξαν στη σχολή ήταν οι ζωγράφοι Γιοχάνες Ίτεν, Λάιονελ Φάινινγκερ, Πάουλ ΚλέεκαιΒασίλι Καντίνσκι, καθώς καιοι γλύπτες Γκέρχαρντ ΜαρκςκαιΌσκαρ Σλέμερ. Ο Ίτεν υπήρξε μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες της σχολής και εκείνος που διαμόρφωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών στη σχολή[4]. Το πρόγραμμα σπουδών περιλάμβανε ένα αρχικό προπαρασκευαστικό στάδιο (Vorlehre) διάρκειας έξι μηνών καιστη συνέχεια ακολουθούσε μία τριετής περίοδος φοίτησης, κατά την οποία οι σπουδαστές εκπαιδεύονταν πρακτικά, σε εργαστήρια (Werklehre), λαμβάνοντας παράλληλα θεωρητικά μαθήματα (Formlehre). Κάθε εργαστήριο διέθετε ως επικεφαλής δύο δασκάλους, έναν καλλιτέχνη (Meister der Form) και έναν τεχνίτη ή τεχνικό (Meister des Handwerks), που ειδικεύονταν σε μία ή περισσότερες μορφές τέχνης. Η εκπαίδευση αποσκοπούσε στην απόκτηση, τόσο πρακτικών τεχνικών γνώσεων, όσο και καλλιτεχνικών δεξιοτήτων, με κύρια φιλοσοφία την μάθηση μέσα από την πράξη. Στα εργαστήρια, οι σπουδαστές διδάσκονταν ελεύθερο σχέδιο, μεταλλοτεχνία, υφαντουργική, ξυλοτεχνία, κεραμεική, τυπογραφία, βιβλιοδεσία καιεν γένει τη χρήση διαφορετικών υλικών, όπως, γυαλί, ξύλο, μέταλλοκ.λπ. Αξιοσημείωτες θεωρητικές διαλέξεις υπήρξαν αυτές των Κλέε, πάνω σε βασικά προβλήματα της μορφής, καθώς καιτα σεμινάρια του Καντίνσκι.
Παρά τις επιδιώξεις της σχολής, στα πρώτα στάδια της λειτουργίας της, δεν κατόρθωσε να εφαρμόσει, πλήρως, το πρόγραμμά της. Η συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών εργαστηριών ήταν, συχνά, περιορισμένη, ενώ δεν υπήρξε από την αρχή τμήμα αρχιτεκτονικής. Τα πρώτα χρόνια του Μπαουχάους σημαδεύτηκαν, επίσης, από τη διαμάχη μεταξύ του Γκρόπιους καιτου Ίτεν, τόσο σε επίπεδο προσωπικών διαφορών, όσο καισε επίπεδο αρχών. Ο Ίτεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία, πουθα μπορούσε να είναι ασύμβατη με τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ αντίθετα, ο Γκρόπιους ενδιαφερόταν, πρωτίστως, γιατην ένταξη του καλλιτέχνη στο κοινωνικό σώμα, υποστηρίζοντας τη μετατόπιση της σχολής προς τοβιομηχανικό σχεδιασμό, σύμφωνα μετο δόγμα «τέχνη και τεχνολογία, μία νέα ενότητα»[4]. Η θέση του Γκρόπιους ήταν πως μια νέα ιστορική περίοδος ξεκινούσε μετο τέλος του πολέμου και πως ένα νέο αρχιτεκτονικό ύφος θα έπρεπε να απεικονίσει καινα συμβολίσει αυτή τη νέα εποχή, όντας λειτουργικό, φθηνό, αλλά ταυτόχρονα, με καλλιτεχνικές αξιώσεις. Τη θέση του Ίτεν ανέλαβε το 1923 ο Λάσλο Μόχοϊ-Νάγκυ, ο οποίος δίδαξε το προπαρασκευαστικό μάθημα της σχολής μέχρι το 1928, διατηρώντας, όμως, κάποιες βασικές αρχές που κληροδότησε από τον Ίτεν. Οι νέες τάσεις που ακολούθησε η σχολή, κατά το επόμενο διάστημα, παρουσιάστηκαν στην έκθεση Μπαουχάους, το 1923, η οποία περιελάμβανε αρχιτεκτονικά σχέδια του J. J. P. Oud, τουΛε Κορμπυζιέ, του Γκρόπιους καιτουGeorg Muche, καθώς και τοιχογραφίες τωνΓιοστ Σμίντ, Χέρμπερτ ΜπάγιερκαιΌσκαρ Σλέμερ.
Η σχολή της Βαϊμάρης επιχορηγήθηκε από τηΔημοκρατία της Βαϊμάρηςκαι, ως κρατική σχολή, βρισκόταν σε μεγάλη εξάρτηση από την κυβέρνηση[5]. Από τα πρώτα χρόνια τής λειτουργίας της, υποβλήθηκε σε έντονη κριτική, προερχόμενη, κυρίως, από συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις[4], παρά την επιθυμία του Γκρόπιους να διαμορφωθεί μία απολιτική σχολή. Η άνοδος των συντηρητικών κομμάτων της δεξιάς – που επιθυμούσαν από νωρίς το κλείσιμό της [6] – στις εκλογές του 1924, σηματοδότησαν την παύση της λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης.
Μετά την πολιτική απόφαση διακοπής τής λειτουργίας της σχολής της Βαϊμάρης, αρκετές γερμανικές πόλεις εξέφρασαν ενδιαφέρον να φιλοξενήσουν τη σχολή Μπαουχάους, μεταξύ αυτών τοΜόναχο, τοΑμβούργο, τοΝτάρμσταντκαιηΦραγκφούρτη, προκειμένου να συνεχιστεί το έργο της. Τελικά, η σχολή μεταφέρθηκε στοΝτέσαου, πόλη περισσότερο προοδευτική και βιομηχανική. Το κτίριο της σχολής στο Ντέσαου, καθώς καιοι κατοικίες των δασκάλων που σχεδίασε ο Γκρόπιους, αποτέλεσαν την επιτομή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στηΓερμανίακαι κατατάσσονται στα σημαντικότερα κτίρια του 20ού αιώνα[7].
Η αλλαγή στην έδρα της σχολής συνοδεύτηκε από βαθύτερες διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας της. Η διάρκεια του προπαρασκευαστικού μαθήματος διπλασιάστηκε, ενώ ο αριθμός των εργαστηρίων μειώθηκε μετην κατάργηση του εργαστηρίου κεραμικής. Η σχολή έλαβε, επίσης, τον τίτλο τουινστιτούτου σχεδιασμού (Hochschul für Gestaltung) και αναβαθμίστηκε στο ίδιο επίπεδο με άλλες ακαδημίες καλών τεχνών. Το Νοέμβριο του 1925, ο Γκρόπιους ίδρυσε την εταιρεία Μπαουχάους (Bauhaus GmbH), γεγονός που επέτρεπε την εμπορική εκμετάλλευση προϊόντων Μπαουχάους, ενώ από τον Απρίλιο του 1927 λειτούργησε τμήμα αρχιτεκτονικής, υπό την εποπτεία του Χάνες Μάγερ. Το ύφος του Μπαουχάους καιοι αρχιτέκτονες που δίδαξαν σε αυτή, επηρέασαν σημαντικά την έκθεση Die Wohnung (Η Κατοικία) που οργανώθηκε από τηνDeutscher WerkbundστηΣτουτγκάρδη. Ένα σημαντικό συστατικό της έκθεσης αποτέλεσε το πρόγραμμα Weissenhof Siedlung, ένα σχέδιο ανέγερσης κατοικιών. Στις αρχές του 1928, ο Γκρόπιους υπέβαλε την παραίτησή του, ως διευθυντής της σχολής, επιλέγοντας να εργαστεί ως αυτόνομος αρχιτέκτονας. Περίπου την ίδια περίοδο, αποχώρησαν, επίσης, οι Μοχόλι-Νάγκυ, Μπάγερ και Μπρόιερ, ενώ τη διεύθυνση της σχολής ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Χάνες Μάγερ, μέχρι τον Αύγουστο του 1930.
Υπό τη διεύθυνση του Μάγερ, προωθήθηκαν σημαντικές αλλαγές, τόσο στη λειτουργία της σχολής όσο και στις βασικές αρχές πάνω στις οποίες στηρίχθηκε. Ο Μάγερ υπήρξε υποστηρικτής της μαρξιστικής ιδεολογίαςκαι αντιλαμβανόταν τη σχολή περισσότερο ως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το πρόγραμμα σπουδών της στράφηκε, κατ' επέκταση, στημαζική παραγωγή, με σκοπό την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, εγκαταλείποντας τις αρχικές διακηρύξεις για μία ολιστική αντιμετώπιση των μορφών τέχνης. Το τμήμα αρχιτεκτονικής εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους τομείς της σχολής, όχι όμως σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν στο μανιφέστο του Γκρόπιους, αλλά, περισσότερο, ως ένα αυτόνομο τμήμα της σχολής[4]. Ο Μάγερ προώθησε, επίσης, την είσοδο μαθητών πουδεν διέθεταν απαραίτητα την απαιτούμενη κλίση στις τέχνες, θεωρώντας πως ο ρόλος της σχολής ήταν η προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων καιη ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία[8]. Η προσήλωση του Μάγερ στις μαρξιστικές ιδέες καιο ισχυρός πολιτικός χαρακτήρας που αποκτούσε η σχολή, συνέβαλαν στην αποχώρησή του διευθυντή της, το 1930, καιτην αντικατάστασή του από τονΜις βανντερ Ρόε, που αποτελούσε επιφανές μέλος της γερμανικής αβαν-γκαρντ αρχιτεκτονικής. Οβανντερ Ρόε επιχείρησε να συνδυάσει τον κοινωνικό χαρακτήρα της σχολής, τον οποίο παράλληλα περιόρισε, με υψηλά αισθητικά κριτήρια. Υπό τη διεύθυνσή του, απαγορεύτηκε κάθε είδους πολιτική δράση εκ μέρους των σπουδαστών, περιορίζοντας τους σκοπούς του προγράμματος σπουδών στη χειροτεχνική και καλλιτεχνική εκπαίδευση των μαθητών. Συνολικά, η σχολή στράφηκε, κυρίως, στηναρχιτεκτονική, ενώ ταεργαστήρια της έπαψαν να παράγουν οικονομικά εκμεταλλεύσιμα προϊόντα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση των σπουδαστών. Οι αποφάσεις καιοι κατευθύνσεις που ακολούθησε οβανντερ Ρόε έχουν γίνει αντικείμενο ανάμεικτης κριτικής από τους ιστορικούς, ανάλογη με τις αντιλήψεις τους γιατην πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει η σχολή Μπαουχάους[9].
Κάτω από έντονες πολιτικές πιέσεις, η σχολή του Ντέσαου έπαψε να λειτουργεί το1932. Λειτούργησε εκ νέου στοΒερολίνο, με πρωτοβουλία τουβανντερ Ρόε, μέχρι το καλοκαίρι του 1933, αυτή τη φορά ως ιδιωτικό «Ανεξάρτητο Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Ινστιτούτο». Η σχολή του Βερολίνου είχε διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών, διάρκειας επτά εξαμήνων, που αποσκοπούσε στην εκπαίδευση των σπουδαστών πάνω σε κάθε τομέα της αρχιτεκτονικής. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τοναδόλφο Χίτλερ, το1933, η σχολή Μπαουχάους έπαψε τη λειτουργία της, άπαξ διά παντός. ΤοΝαζιστικό κόμμα είχε αντιταχθεί στο Μπαουχάους καθ'όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20, καθώς, το εκλάμβανε ως ένα μέτωπο κομμουνιστών, ιδιαίτερα, επειδή πολλοί Ρώσοι καλλιτέχνες αναμίχθηκαν σε αυτό. Ο υπουργός εσωτερικών και εκπαίδευσης, Βίλχελμ Φρικ, υπήρξε ο πρώτος πολέμιος των ρευμάτων της μοντέρνας τέχνης, που από το 1934 χαρακτηρίζονταν από το ναζιστικό καθεστώς ως «μη γερμανικά»[10].
Βασικά χαρακτηριστικά του Μπαουχάους ήταν η απλότητα, η λειτουργικότητα καιη χρηστικότητα, με ιδιαίτερη έμφαση σεγεωμετρικές φόρμες καιστο χρώμα. Η σχολή Μπαουχάους απέρριπτε κάθε περιττό διακοσμητικό στοιχείο, θεωρώντας πως η ίδια η πρώτη ύλη περιέχει ένα είδος φυσικήςκαι εγγενούς διακοσμητικής ικανότητας. Στόχος της σχολής Μπαουχάους ήταν η αναβάθμιση των προϊόντων μαζικής παραγωγής, όπως τα έπιπλα, αλλά και ολόκληρης της έννοιας της κατοικίας, ανκαι τάχθηκε απέναντι στην τάση πλήρους εμπορευματοποίησης, κρατώντας τους καθηγητές που δίδασκαν έξω από τα στενά πλαίσια της παραγωγής, προτρέποντάς τους να θεωρούν το έργο τους ως έκφραση δημιουργικότητας και τέχνης. Η βαθύτερη θεωρία πάνω στην οποία στηρίχθηκε καιη εκπαιδευτική δομή της σχολής Μπάουχαους ήταν πως ο τελικός στόχος είναι ένα ολοκληρωμένο και ενιαίο κτίσμα. Με αυτό τον τρόπο, το κίνημα του Μπαουχάους προσπάθησε να ενοποιήσει την έννοια της τέχνηςμετη διαδικασία της παραγωγής, υποτάσσοντας, παράλληλα, τα τεχνικά μηχανικά μέσα στην ανθρώπινη δημιουργικότητα. Η σχολή αξιοποίησε την ανθρώπινη ατομική προσπάθεια στο πλαίσιο μιας βιομηχανικής παραγωγής, πουστο παρελθόν ήταν απόλυτα τυποποιημένη.
Το Μπαουχάους άσκησε σημαντική επίδραση στις τάσεις της τέχνης και της αρχιτεκτονικής στη δυτική Ευρώπη αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν πολλοί από τους καλλιτέχνες που αναμίχθηκαν σε αυτό εξορίστηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και αναζήτησαν την τύχη τους εκεί. Οι μέθοδοι διδασκαλίας καιοι ιδέες που προώθησε η σχολή, μεταδόθηκαν μέσα από τους σπουδαστές και άλλους φορείς. ΟιΒάλτερ Γκρόπιους, Μαρσέλ Μπρόιερκαι Μόχοϊ-Νάγκυ εργάστηκαν μαζί στα μέσα της δεκαετίας του '30 στην Αγγλία, γιατην εταιρεία Isokon, μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του '30, οβανντερ Ρόε εγκαταστάθηκε στοΣικάγο, όπου συνέχισε με επιτυχία το αρχιτεκτονικό του έργο, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του τμήματος αρχιτεκτονικής του ινστιτούτου τεχνολογίας τού Ιλινόις (Armour Institute). Ο Μόχοϊ-Νάγκυ ίδρυσε το 1937, στο Σικάγο, το «Νέο Μπαουχάους» (New Bauhaus, μετέπειτα Institute of Design), χάρη στη χορηγία του βιομηχάνου Βάλτερ Πέπκε. ΟΧέρμπερτ Μπάγερ, μετην υποστήριξη του Πέπκε, συμμετείχε σε αρκετά προγράμματα γιατοΆσπεντωνΗΠΑ, συμμετέχοντας καιστη δημιουργία του Ινστιτούτου Άσπεν. Τόσο ο Γκρόπιους, όσο καιο Μπρόιερ δίδαξαν στη σχολή σχεδίου τουΧάρβαρντ (Harvard Graduate School of Design), ενώ, συνεργάστηκαν και επαγγελματικά μέχρι το1941. Το τμήμα τουΧάρβαρντ είχε μεγάλη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του '40 και τις αρχές της δεκαετίας του '50, με αποφοίτους, όπως, οι Φίλιπ Τζόνσον, Ι.Μ. Πέι, Λώρενς Χάλπριν καιΠωλ Ρούντολφ.
Την περίοδο 1953-1968, λειτούργησε στη Δυτική Γερμανία ηHochschule für Gestaltung, γνωστή ως Σχολή τουΟυλμ, αποτελώντας σε ένα βαθμό διάδοχο του Μπαουχάους. Το 1960 ιδρύθηκε το Αρχείο Μπαουχάους (Bauhausarchiv) στοΝτάρμσταντ, από τον Χανς Μαρία Βίνγκλερ, με σκοπό την έρευνα καιτην προβολή της ιστορίας και της επίδρασης της σχολής. Το 1971 μεταφέρθηκε στο δυτικό Βερολίνοκαι στεγάστηκε σε κτίριο που σχεδίασε οΒάλτερ Γκρόπιους, ενώ εξελίχθηκε, παράλληλα, σε μουσείο γιατον βιομηχανικό σχεδιασμό. Το1994, ιδρύθηκε το δημόσιο ίδρυμα Μπάουχαους-Ντεσάου, χάρη στο οποίο το κολέγιο Μπάουχαους-Ντεσάου άρχισε, από το1999, να προσφέρει μεταπτυχιακά προγράμματα με συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο.
Σήμερα, η σχολή του Μπαουχάους είναι σύμβολο τουμοντερνισμού, με μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη τουλειτουργισμού (φονξιοναλισμός). Η σημαντικότερη συμβολή του βρίσκεται στον τομέα του σχεδιασμού βιομηχανικών προϊόντων και ειδικότερα ταυτού τωνεπίπλων. Πολλά χαρακτηριστικά προϊόντα Μπαουχάους κυκλοφορούν απαράλλακτα ως σήμερα, όπως, οιταπετσαρίες, τα υφάσματα, ταφωτιστικάκαιοι διάσημες μεταλλικές πολυθρόνες.
Εντός της σχολής διδασκόταν ό,τι είχε σχέση μετην αρχιτεκτονική, το σχέδιο, καθώς, καιτην τελική κατασκευή. Το παράδοξο στα πρώτα έτη λειτουργίας της ήταν πως ανκαι υποστήριζε ότι ο απώτερος στόχος όλης της δημιουργικής δραστηριότητας ήταν το χτίσιμο καιη κατασκευή έργων, η σχολή δεν πρόσφερε μαθήματα αρχιτεκτονικής παρά μόνο μετά το1927. Κατά την περίοδο τής διεύθυνσης της σχολής από τονΒάλτερ ΓκρόπιουςκαιτονΧάνες Μάγερ, η αρχιτεκτονική παραγωγή του Μπαουχάους ανήκε, ουσιαστικά, στους ίδιους, με αξιοσημείωτα έργα , όπως, η κατοικία του Άντολφ Ζόμερφελντ καιη οικία ΌττεστοΒερολίνο, καθώς καιτα σχέδια γιατον πύργο Tribune TowerστοΣικάγο, που υπέβαλε το γραφείο του Γκρόπιους, στο πλαίσιο διαγωνισμού. Τα κτίρια της σχολής Μπάουχαους στο Ντέσαου θεωρούνται, επίσης, πολύ σημαντικά. Οι σπουδαστές της σχολής συνεισέφεραν, κυρίως, σε μικρότερης εμβέλειας εργασίες στους εσωτερικούς χώρους (σχεδίαση γραφείων, αγγειοπλαστική, εσωτερική διακόσμηση κ.τ.λ). Στα δύο χρόνια της διεύθυνσης του Μάγερ, η φιλοσοφία της σχολής μετατοπίστηκε από την αισθητική αρτιότητα προς τη λειτουργικότητα καιτην ικανοποίηση των απαιτήσεων του χρήστη. Σε αυτή την περίοδο ανατέθηκαν στη σχολή σημαντικά έργα, μεταξύ των οποίων, ένα γιατην πόλη τουΝτέσαου, που αφορούσε στην κατασκευή πέντε διαμερισμάτων που διατηρούνται έως σήμερα και ένα γιατην πόλη τουΜπέρναουκαιτην κατασκευή των γραφείων του Ομοσπονδιακού Σχολείου των Γερμανικών Συνδικάτων (ADGB).
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της σχολής οΜις φανντερ Ρόε, αποκήρυξε τις προγενέστερες πολιτικές των Γκρόπιους και Μάγερ, καθώς και όλους τους υποστηρικτές τους, ωστόσο, σε αυτή την περίοδο δεν σημειώνεται κανένα υλοποιημένο πρόγραμμα ή έργο από τη σχολή. Σε ότι αφορά την αρχιτεκτονική παραγωγή, η άποψη πως η σχολή Μπάουχαους ευθύνεται για ένα εκτενές έργο κατασκευής πολλών κατοικιών δεν είναι ακριβής. Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητα των Γκρόπιους καιβανντερ Ρόε.
Το Μπάουχαους δεν αποτελούσε τη μοναδική πρωτοπορία κατά την διάρκεια τουΛειτουργισμού, Στην Φρανκφούρτη, οΕρνστ Μάυ είχε ξεκινήσει το πόνημα (project) Νέα Φρανκφούρτη (Neues Frankfurt) κι είναι υπεύθυνο για πλήθος πρωτοποριακών κατοικιών που κτίστηκαν την περίοδο εκείνη στηΦρανκφούρτη.