Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 29/05/2018.
Οισταυροφορίες ήταν μία σειρά θρησκευτικών πολέμων που εγκρίθηκαν από τηνΡωμαιοκαθολική Εκκλησία κατά τημεσαιωνική περίοδο. Οιπιο γνωστές είναι οι εκστρατείες στηνανατολική Μεσόγειοπου αποσκοπούσαν στην ανάκτηση τωνΑγίων Τόπων από την ισλαμική κυριαρχία, αλλά ο όρος «σταυροφορίες» εφαρμόζεται επίσης καισε άλλες εκστρατείες που εγκρίθηκαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Το 1095 οΠάπας Ουρβανός Β΄ κήρυξε τηνΑ΄ Σταυροφορίαμε δηλωμένο στόχο την αποκατάσταση της πρόσβασης των Χριστιανών στους Άγιους Τόπους, μέσα και γύρω από τηνΙερουσαλήμ. Πολλοί ιστορικοί και μερικοί από όσους την εποχή εκείνη συμμετείχαν, όπως ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό, αποδίδουν την ίδια σημασία σε επικυρωμένες από τον πάπα στρατιωτικές επιχειρήσεις, που πραγματοποιήθηκαν για διάφορους θρησκευτικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, όπως ηΣταυροφορία των Αλβιγηνών, ηΣταυροφορία της Αραγωνίας, ηReconquista (Ανακατάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου) καιοιΒόρειες Σταυροφορίες. Μετά την Α΄ Σταυροφορία ακολούθησε διαλείπων αγώνας 200 ετών γιατον έλεγχο των Αγίων Τόπων με έξι μεγάλες σταυροφορίες και πολλές μικρότερες. Το 1291 η σύγκρουση κατέληξε σε αποτυχία, μετην πτώση του τελευταίου χριστιανικού προπύργιου στους Αγίους Τόπους, στηνΆκρα, μετά την οποία η Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη δεν εκδήλωσε καμία περαιτέρω συνεκτική αντίδραση προς ανατολάς.
Μερικοί ιστορικοί βλέπουν τις Σταυροφορίες ως τμήμα ενός αμυντικού πολέμου εναντίον της επέκτασης τουΙσλάμστηνΕγγύς Ανατολή, άλλοι ως τμήμα μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης στα σύνορα της Ευρώπης και άλλοι ως επιθετικές απόπειρες, υπό την ηγεσία του πάπα, επέκτασης της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Οι σταυροφορίες προσείλκυσαν άνδρες και γυναίκες όλων των τάξεων. Οι μεγάλες ανθρώπινες απώλειες που τις συνόδευσαν αποδόθηκε κυρίως στην αταξία, μια επιδημία ερυσιβώδους όλυρας καιστην οικονομική δυσπραγία. ΗΒυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ανίκανη να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε κατά τις αρχικές Μουσουλμανικές κατακτήσεις, υπό τους επεκτατικούς χαλίφεςτωνΡασιντούνκαιτωνΟμεϋαδών κατά τους Αραβοβυζαντινούςκαι τους Βυζαντινοσελτζουκικούς Πολέμους. Οι κατακτήσεις αυτές κατέληξαν στην απώλεια εύφορων γεωργικών εκτάσεων και τεράστιων βοσκοτοπιών στηΜικρά Ασία. Το 1071, μετά από συντριπτική νίκη των επιτιθέμενων στρατιών τωνΣελτζούκων ΤούρκωνστηΜάχη του Μαντζικέρτ, ο Ουρβανός Β΄ επεδίωξε να επανενώσει τη Χριστιανική εκκλησία υπό την ηγεσία του, παρέχοντας στον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ στρατιωτική υποστήριξη.
Πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί έγιναν σταυροφόροι δίνοντας δημόσιο όρκο και παίρνοντας συνοδικά συγχωροχάρτια από το Βατικανό. Οι Σταυροφόροι προέρχονταν από διάφορα φεουδαλικά βασίλεια της Δυτικής Ευρώπης, των οποίων τα ιδιαίτερα έθιμα υπονόμευαν κάθε προσπάθεια δημιουργίας ενιαίας κεντρικής διοίκησης πουθα μπορούσε να ηγηθεί των σταυροφόρων. Με εκατοντάδες αριστοκράτες και ευγενείς μεταξύ των σταυροφόρων, μετον καθένα τους να αγωνίζεται για προσωπική φήμη, πλούτο και δόξα, ήταν αδιανόητη και προσβλητική ακόμη καιη σκέψη ότι ένας φεουδάρχης θα παραιτείτο των προσωπικών του διαταγών επί των πιστών του ενόπλων σε έναν μόνο διοικητή, ευγενή και ανταγωνιστή τουγιατη θέση στην αυλή. Αυτή η έλλειψη κεντρικής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα συχνές διενέξεις μεταξύ των φεουδαρχών ευγενών, των εκκλησιαστικών ηγετών καιτων αυλικών, καταλήγοντας σε πολιτικές φατρίες και μεταβαλλόμενες συμμαχίες, καθώς εκατοντάδες ιδιότροποι φεουδάρχες συνωθούνταν για πολιτικά οφέλη και επιρροή εντός της Σταυροφορίας, πράγμα που πολλές φορές οδηγούσε σε μάλλον περίεργες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τότε πουοι σταυροφόροι ένωσαν τις δυνάμεις τους μετον στρατό του Ισλαμικού Σουλτανάτου τουΡουμ, στη διάρκεια της Ε΄ Σταυροφορίας.
Έντονες ήταν οι επιπτώσεις των Σταυροφοριών: οι απολογισμοί ποικίλλουν ευρέως από εγκωμιαστικοί μέχρι εξαιρετικά επικριτικοί. Ο Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμιθ (Άγγλος ιστορικός) αναγνωρίζει τα ανεξάρτητα κράτη που ιδρύθηκαν, όπως τοΒασίλειο της ΙερουσαλήμκαιταΣταυροφορικά Κράτη ως τα πρώτα πειράματα της «Υπερπόντιας Ευρώπης». Αυτές οι εκστρατείες ξανάνοιξαν τη Μεσόγειο στο εμπόριο καιτα ταξίδια, επιτρέποντας στηΓένοβακαιστηΒενετίανα ακμάσουν. Οι στρατιές των σταυροφόρων συμμετείχαν στο εμπόριο με τους τοπικούς πληθυσμούς, με τους Ορθόδοξους Βυζαντινούς αυτοκράτορες να οργανώνουν συχνά αγορές για δυνάμεις των Σταυροφόρων που κινούνταν μέσα στα εδάφη τους. Το κίνημα των σταυροφοριών εδραίωσε τη συλλογική ταυτότητα της Λατινικής Εκκλησίας υπό την ηγεσία του Πάπα και υπήρξε η πηγή της ιδέας του ηρωισμού, του ιπποτισμού και της μεσαιωνικής ευλάβειας. Αυτό μετη σειρά του γέννησε τον μεσαιωνικό ρομαντισμό, τη φιλοσοφία καιτη λογοτεχνία. Εντούτοις οι σταυροφορίες ενίσχυσαν τη σχέση μεταξύ Δυτικής Χριστιανοσύνης, φεουδαρχίαςκαιμιλιταρισμού, πράγμα αντίθετο στην Ειρήνη καιστην Εκεχειρία του Θεού, που είχε προωθήσει ο Ουρβανός.
Οι σταυροφόροι συχνά λεηλατούσαν τις χώρες, μέσω των οποίων ταξίδευαν μετον χαρακτηριστικό μεσαιωνικό τρόπο της τροφοδοσίας ενός μετακινούμενου στρατού. Οι ευγενείς κρατούσαν για λογαριασμό τους το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που καταλάμβαναν αντί νατο επιστρέψουν στους Βυζαντινούς όπως είχαν ορκισθεί. Στη Ρηνανία ηΣταυροφορία του Λαού οδήγησε σε σφαγή και δολοφονία χιλιάδων Εβραίων. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επεισόδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από Εβραίους ιστορικούς γιανα υποστηρίξουν τονΣιωνισμό. ΗΔ΄ Σταυροφορία κατέληξε σελεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Ρωμαιοκαθολικούς, τερματίζοντας ουσιαστικά την ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής Εκκλησίας και οδηγώντας στην εξασθένηση και τελική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς. Ωστόσο, πολλοί σταυροφόροι ήταν απλώς φτωχοί, που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τις δυσκολίες της μεσαιωνικής ζωής με ένα ένοπλο προσκύνημα που οδηγούσε στην Αποθέωση στην Ιερουσαλήμ.
ΟιΣταυροφορίες ξεκίνησαν ως η ιδέα μίας ιερής εκστρατείας από μέρους των Δυτικών (Καθολικών) Χριστιανών, με σκοπό την απελευθέρωση τωνΑγίων Τόπων (Παλαιστίνη, Ιερουσαλήμ) από τους μουσουλμάνους. Θεωρείται ότι ήταν η απάντηση της Δύσης στον ιερό πόλεμο, ή τζιχάντ, που κατά καιρούς κήρυττε τοΙσλάμ. Ο σκοπός των Σταυροφοριών ήταν η κατάκτηση των Αγίων Τόπων καιη συντριβή του Ισλάμ. Αφορμές για τις Σταυροφορίες αποτέλεσαν η κακομεταχείριση των προσκυνητών που επισκέπτονταν τηνΙερουσαλήμκαιη έκκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα ο οποίος δεχόταν ισχυρή πίεση από τους Τούρκους.
Τα στρατεύματα των σταυροφόρων αποκαλούνταν με τίτλους όπως ο στρατός «του σταυρού», «του Χριστού», «του Κυρίου» και «της πίστης». Το σύμβολο τουσταυρού ήταν το αναγνωριστικό σημείο των Σταυροφόρων, από το οποίο λάμβαναν καιτο προσφιλές τους όνομα. Οι Σταυροφόροι ονομάζονταν «οι στρατιώτες του Χριστού», προσκυνητές, λατ. περεγκρίνι, και «οι έχοντες το σημείο του σταυρού», λατ. κρουσισιγκνάτι ή σιγκνατόρες. Η συμμετοχή σε σταυροφορία σήμαινε ότι σταυροφόρος «έπαιρνε τον σταυρό» ή «έπαιρνε το σημείο του σταυρού». Από τους συγχρόνους τους δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι οι Σταυροφορίες ήταν θεϊκή αποστολή και μάλιστα περιγράφονταν ως «τα Έργα του Θεού που επιτελούνταν μέσω των Φράγκων». Όσοι θανατώνονταν κατά τις σταυροφορικές εκστρατείες είχαν το προνόμιο ειδικού συγχωροχαρτιούγια τις αμαρτίεςπου είχαν διαπράξει και θεωρούνταν στη συνείδηση του λαού μάρτυρες. Οι κληρικοί της εποχής προωθούσαν απόψεις όπως ότι οι δίκαιοι δεν έπρεπε να φοβούνται ότι θα τους καταλογιζόταν ως αμαρτία τονα σκοτώσουν τον εχθρό τουΙησού Χριστού, ότι ο στρατιώτης του Χριστού μπορεί εκτου ασφαλούς να σκοτώσει και ακόμη περισσότερο να σκοτωθεί και ότι όταν ο στρατιώτης πεθάνει, ωφελεί τον εαυτό του ενώ όταν σφαγιάζει, ωφελεί τον Χριστό. Για τους κληρικούς ήταν αποδεκτό να συμμετέχουν στον πόλεμο εφόσον, όπως αναφέρει οΘωμάς Ακινάτης, το τρόπαιο δενθα ήταν εγκόσμια οφέλη αλλά η άμυνα της Εκκλησίας ή των φτωχών καιτων καταπιεσμένων[1].
Οι σταυροφορίες ξεκινούσαν με απόφαση του εκάστοτε πάπα της Ρώμηςκαι —τουλάχιστον στην αρχή— ήταν πολύ σημαντικά γεγονότα. Συνήθως η κήρυξη μιας Σταυροφορίας συνοδευόταν και από εγκλήματα και διώξεις από απλούς πολίτες εναντίον τωνΕβραίων, αρκετές κοινότητες των οποίων βρίσκονταν στη Δυτική Ευρώπη. Ήταν η εύκολη λύση για όσους ήθελαν να εκτονώσουν το θρησκευτικό τους μένος, καιγια πολλούς άλλους που έβρισκαν ευκαιρία για κλοπές και καταστροφές. Έγιναν αρκετές σταυροφορίες από τον 11ο αιώνα μέχρι καιτον 15ο, οπότε έγιναν οι τελευταίες σταυροφορίες κατά τωνΟθωμανώνΤούρκων. Η τελευταία αναλαμπή των σταυροφοριών ήταν ηΝαυμαχία της Ναυπάκτουτο1571.
Όμως πίσω από τον ενθουσιασμό καιτα ιδανικά που υπερασπίζονταν οι σταυροφόροι υπήρχαν βαθύτεροι και λιγότερο ευγενείς σκοποί. Οι σταυροφορίες ξεκίνησαν υποκινούμενες κυρίως από την Καθολική εκκλησία, με σκοπό να επεκτείνει την εξουσία της στην Ανατολή καινα καταφέρει να υποτάξει την εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Παραλλήλως, πολλοί ηγεμόνες ονειρεύονταν πλούτη, δόξα και περιπέτειες. Ακόμη καιοι απλοί άνθρωποι και στρατιώτες που ακολούθησαν είχαν τα δικά τους όνειρα για πλούτη, αναγνώριση καιμια καλύτερη ζωή. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν τα δικά τους σχέδια και προσπάθησαν να στρέψουν τους Σταυροφόρους στη Μικρά Ασία χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όλοι όσοι πήραν μέρος άμεσα ή έμμεσα ήθελαν να κερδίσουν κάτι αλλά τα αποτελέσματα των σταυροφοριών άλλαξαν εντελώς διαφορετικά την Ευρώπη από αυτό που περίμεναν.
Ηβυζαντινή αυτοκρατορία αποδυναμώθηκε περισσότερο, αναγκαζόμενη να έχει τοννου της στη Δύση αντί να συγκρατεί τους Τούρκους στην Ανατολία. Το αποκορύφωμα ήταν η προσωρινή διάλυσή της από τηνΔ΄ Σταυροφορία. Τελικά οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να πολεμούν σταΒαλκάνια, στηνΑδριατικήκαιστοΑιγαίο, έχασαν τηΜικρά Ασίακαι κατακτήθηκαν από τους Τούρκους. Η Δ΄ Σταυροφορία δεν έπληξε μόνο τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά καιτηνΑνατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η βίαια υποταγή της στη Ρώμη καιοι διωγμοί των ορθόδοξων ιερέων στην κυρίως ΕλλάδακαιτηνΚύπρο από τους σταυροφόρους έμειναν χαραγμένα στη μνήμη της. Από την άλλη, διωγμοί και σφαγές Λατίνων, απλών ανθρώπων ή ιερέων, από τους Βυζαντινούς, που είχαν συμβεί κάποιες φορές καιπριντο1204που κυριεύθηκε ηΚωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους αλλά και αρκετές φορές μετά, συνέτειναν στοναμη βλέπουν με καλό μάτι οι Δυτικοί τους Βυζαντινούς. Μάλιστα, η ιδέα μίας σταυροφορίας εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξαν εποχές που συζητιόταν αρκετά έντονα στη Δύση.
Για 200 χρόνια οι Άγιοι Τόποι έγιναν πεδίο μαχών αλλά και εμπορίου και πολιτισμικής επαφής.
ΟιΆραβεςκαιοιΤούρκοι βελτίωσαν τις τακτικές τους, έμαθαν καινούρια γι' αυτούς όπλα από τους σταυροφόρους, εφηύραν νέα δικά τους και κατάφεραν το1187να ανακαταλάβουν την Ιερουσαλήμ, το1260να νικήσουν τους Μογγόλους στοΑν Τζαϊλούτ καινα καταλάβουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας από τους Σταυροφόρους το1291 τερματίζοντας την κυριαρχία των σταυροφόρων στην Ανατολή. Ήδη όμως, το ενδιαφέρον στη Δύση για τις σταυροφορίες είχε εξαντληθεί, καιη εποχή των σταυροφοριών τελείωσε και τυπικά.
Οι σταυροφόροι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το1099, και ίδρυσαν τις δικές τους ηγεμονίες στην Ανατολή. Η δύναμή τους, όμως, δεν ήταν ποτέ πολύ μεγάλη, καθώς αποτελούσαν τη μειοψηφία του πληθυσμού, και σταδιακά βρέθηκαν σε θέση άμυνας. Τους δύο αιώνες που παρέμειναν στην περιοχή επωφελήθηκαν και αυτά που έμαθαν, τα διέδωσαν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, στις πατρίδες τους. Έμαθαν τον αραβικό πολιτισμό, εκτίμησαν τηνιατρικήκαι πολλοί από αυτούς στα κάστρα τους ζούσαν σαν μουσουλμάνοι, φορώντας ανατολίτικα ρούχα, κάνοντας λουτρά και γευόμενοι την ανατολίτικη κουζίνα. Καλλιεργήθηκαν πνευματικά και έγιναν πραγματικοί ευγενείς άρχοντες. Βελτίωσαν και αυτοί μετη σειρά τους τις πολεμικές τους μεθόδους αλλά τελικά εκδιώχθηκαν από την Ανατολή. Ακόμη, ιδρύθηκαν 3 θρησκευτικά-πολεμικά τάγματα πουθα επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία των σταυροφοριών. Αυτά ήταν το τάγμα τωνΝαΐτών, το τάγμα τωνΙωαννιτώνκαιτο τάγμα τωνΤευτόνων Ιπποτών. Υπήρχαν και άλλα τάγματα όμως αυτά ήταν ταπιο γνωστά διότι ήταν καιταπιο ισχυρά. Όλα τα τάγματα προέρχονταν από όλη την Ευρώπη. Οι Ναΐτες φορούσαν άσπρη φορεσιά με κόκκινο σταυρό, οι Ιωαννίτες μαύρη φορεσιά με άσπρο σταυρό καιοι Τεύτονες άσπρη φορεσιά με μαύρο σταυρό. Οι περισσότεροι Ιωαννίτες υπήρχαν στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, οι Ναΐτες στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ ενώ οι Τεύτονες κυρίως στην ανατολική Ευρώπη. Υπήρχαν όμως και άλλοι που πολέμησαν ενάντια των Σαρακηνών.
Ένα πολύ σημαντικό μάθημα ήταν αυτό που πήραν οι βασιλείς. Πριν από τις σταυροφορίες, σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη, οι κόμητες καιοι δούκες ήταν αυτοί που είχαν την ουσιαστική εξουσία, καιη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο βασιλιάς στις περισσότερες χώρες ήταν ένα συμβολικό πρόσωπο με μικρή εξουσία και πολύ λίγα εδάφη. Ζητούσε από τους φεουδάρχες νατον βοηθήσουν σε περίπτωση πολέμου καιδεν τους διέταζε. Οι φεουδάρχες ήταν ελεύθεροι να διεξάγουν τους δικούς τους πολέμους, καιστην περίπτωση που πολεμούσαν με ένα φεουδάρχη από το ίδιο βασίλειο, ο βασιλιάς έπαιζε απλώς τον ρόλο του διαιτητή. Όμως, στην Ανατολή παρατήρησαν τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες και τους μουσουλμάνους ηγεμόνες που είχαν απόλυτη και ουσιαστική δύναμη σε ότι αφορούσε τις επικράτειές τους, ακόμη και πάνω στον κλήρο, και θέλησαν να τους μιμηθούν. Αυτό το τελευταίο, οδήγησε στην αποδυνάμωση της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας, πουμετον καιρό καιμε τους λανθασμένους χειρισμούς ορισμένων παπών έχανε όλο καιπιο πολύ τη δύναμή της, αλλά καιστη δημιουργία των σύγχρονων εθνών. ΣτηνΑ΄ Σταυροφορία όλοι ανεξαιρέτως, από όπου καιαν κατάγονταν, έφεραν στο μπράτσο τους τον κόκκινο σταυρό. ΣτηνΓ΄ Σταυροφορία, οιΓάλλοι έφεραν κόκκινο σταυρό, όσοι ήταν από τηΦλάνδρακαιτηΛορραίνη έφεραν πράσινο σταυρό, καιοιΆγγλοι άσπρο σταυρό σε κόκκινο φόντο, σημάδι ότι δε συμμετείχαν απλά ως στρατιώτες της Πίστης, αλλά και ότι ο κάθε λαός συμμετείχε υπό τη δική του σημαία.
«Σταυροφορία» είναι νεότερος όρος, μετάφραση του Γαλλικού croisadeκαιτου Ισπανικού cruzada. Η Γαλλική μορφή της λέξης εμφανίζεται για πρώτη φορά στοL'Histoire des Croisades, γραμμένο από τονΑ. ντε Κλερμόν και δημοσιευμένο το 1638. Το 1750 οι διάφορες μορφές της λέξης είχαν καθιερωθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά. Οι Σταυροφορίες ποτέ δεν ονομάστηκαν έτσι από όσους συμμετείχαν σε αυτές. Οι πρώτοι σταυροφόροι ήταν γνωστοί με διάφορους όρους, όπως fideles Sancti Petri (πιστοί τουΑγίου Πέτρου ή milites Christi (ιππότες του Χριστού).
Όπως οι προσκυνητές, όλοι οι σταυροφόροι έδιναν έναν όρκο (votus), πουθα εκπληρωνόταν μετην επιτυχή άφιξη στην Ιερουσαλήμ, και τους δινόταν ένας πάνινος σταυρός (crux) γιανα ραφτεί στα ρούχα τους. Αυτή η «παραλαβή του σταυρού», τουcrux, συνδεόταν τελικά μετο όλο εγχείρημα. Θεωρούσαν για τους εαυτούς τους ότι αναλάμβαναν ένα iter, ένα ταξίδι, ή ένα peregrinatio, ένα ένοπλο προσκύνημα. Η έμπνευση για αυτό το «μεσσιανισμό των φτωχών» ήταν η προσδοκώμενη μαζική αποθέωση στην Ιερουσαλήμ.
Οι ιστορικοί θεωρούν ότι μεταξύ 1096 και 1291 έγιναν πέντε μεγάλες Σταυροφορίες και πολλές μικρότερες. Εντούτοις μερικοί θεωρούν τηνΕ΄ ΣταυροφορίατουΦρειδερίκου Β΄ ως δύο ξεχωριστές σταυροφορίες. Αυτό θα καθιστούσε τη σταυροφορία που επιχειρήθηκε από τονΛουδοβίκος Θ΄το 1274 Η΄ Σταυροφορία. Εξ άλλου μερικές φορές ακόμη και αυτή η σταυροφορία θεωρείται ως δύο, καταλήγοντας σεμια Θ΄ Σταυροφορία.
Τον 20ό αιώνα αναπτύχθηκε μια διευρυμένη άποψη για τις Σταυροφορίες, που περιλαμβάνει όλες τις σχετικές απόπειρες υπό την παπική ηγεσία, τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο καιστην Ευρώπη. Αυτή λαμβάνει υπόψη την άποψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και σύγχρονων μεσαιωνικών, όπως ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό, που έδινε την ίδια προτεραιότητα σε συγκρίσιμες πολεμικές εκστρατείες κατά ειδωλολατρών, αιρετικώνκαισε άλλες που έγιναν για πολιτικούς λόγους. Αυτός ο ευρύτερος ορισμός περιλαμβάνει τονδιωγμό των αιρετικών στη Νότια Γαλλία, τηνπολιτική σύγκρουση μεταξύ των Χριστιανών στη Σικελία, τη Χριστιανική ανακατάκτηση της Ισπανίας καιτηνκατάκτηση των ειδωλολατρών στη Βαλτική. Η αντίθετη άποψη είναι ότι οι σταυροφορίες ήταν αμυντικός πόλεμος στη Μέση Ανατολή κατά των Μουσουλμάνων γιατην απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τη Μουσουλμανική κυριαρχία.
Οι πάπες συχνά καλούσαν σε σταυροφορίες για πολιτικούς λόγους και σταυροφορίες εξαγγέλονταν επίσης ως μέσο επίλυσης εσωτερικών διενέξεων μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών Χριστιανών. ΟΠάπας Ιννοκέντιος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά του πολιτικού του αντιπάλου Μάρκβαρντ φον Ανβάιλερ στηΣικελία. Λίγοι μόνο συμμετείχαν καιη ανάγκη για σταυροφορία εξέλιπε το 1202, όταν ο Μάρκβαρντ πέθανε. Αυτή θεωρείται γενικά η πρώτη «πολιτική σταυροφορία». Μεταξύ 1232 και 1234 έγινε μια σταυροφορία κατά των χωρικών του Στέντιγκεν, στη βορειοδυτική Γερμανία, που αρνήθηκαν να πληρώσουν τη δεκάτη στον Αρχιεπίσκοπο της Βρέμης. Ο αρχιεπίσκοπος τους αφόρισε καιοΠάπας Γρηγόριος Θ΄ κήρυξε μια σταυροφορία το 1232. Οι χωρικοί έχασαν τη Μάχη του Αλτενες στις 27 Μαΐου 1234 και θανατώθηκαν.
Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ έγινε αντικείμενο πολλών πολιτικών σταυροφοριών από μερικούς πάπες. To 1240 ο Πάπας Γρηγόριος Θ΄ τον καθαίρεσε και κήρυξε μια σταυροφορία εναντίον του, γιατην αντίθεσή τουστην Ιταλία. Η από το 1248 σταυροφορία τουΠάπα Ιννοκέντιου Δ΄ εναντίον του μεταφέρθηκε το 1250 κατά τουγιουτου, Κόνραντ Δ΄, όταν πέθανε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Σταυροφορίες κηρύχθηκαν πάλι κατά του νόθου γιουτου Φρειδερίκου, Μάνφρεντ βασιλιά της Σικελίας, από το 1255 έως το 1266, καιτουγιουτου Κόνραντ, Κονραντίν, το 1268 μετην παρότρυνση τουΚαρόλου των Ανζού.
Δύο σταυροφορίες εμφανίζονται να έχουν κηρυχθεί εναντίον αντιπάλων του Βασιλιά Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας - η μία από το 1215 έως το 1217 και η άλλη από το 1263 έως το 1265, μετην πρώτη να τυγχάνει των προνομίων που είχαν δοθεί στην Ε΄ Σταυροφορία. Η δεύτερη έφτασε μέχρι το σημείο να αποσταλούν παπικοί αντιπρόσωποι στην Αγγλία μετην εξουσία να κηρύξουν σταυροφορία κατά του Σιμόν ντε Μοντφόρ (επαναστάτη κατά του Βασιλιά Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας), αλλά έληξε το 1265 λόγω του θανάτου του Μοντφόρ. Η Σταυροφορία του Νόργουιτς του 1383, που ήταν μια στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό να βοηθήσει την πόλη της Γάνδηςστον αγώνα της κατά των υποστηρικτών του Αντιπάπα Κλήμη Ζ΄, στην πραγματικότητα ήταν μάλλον μια επέκταση τουΕκατονταετούς Πολέμου, παρά μια καθαρά θρησκευτική εκστρατεία.
Μια βασική διαφορά μεταξύ των Σταυροφοριών και άλλων ιερών πολέμων ήταν ότι η έγκριση γιατη διεξαγωγή αυτών των πολέμων προερχόταν άμεσα από τον πάπα, που ισχυριζόταν ότι ενεργούσε για λογαριασμό του Χριστού.
Πριντον 16ο αιώνα οι λέξεις «Μουσουλμάνος» και «Ισλάμ» χρησιμοποιούντο πολύ σπάνια από τους Ευρωπαίους. Κατά τις Σταυροφορίες ο όρος που χρησιμοποιείτο ευρέως για τους Μουσουλμάνους ήταν Σαρακηνοί. Στα Ελληνικά και Λατινικά αυτός ο όρος είχε παλιότερη προέλευση από τις αρχές της πρώτης χιλιετίας, οπότε αναφερόταν σε ένα λαό που ζούσε στις ερημικές περιοχές γύρω από τη Ρωμαϊκή επαρχία της Αραβίας, που διέφερε από τους Άραβες. Ο όρος μετεξελίχθηκε περιλαμβάνοντας Αραβικές φυλές καιτον 12ο αιώνα είχε γίνει εθνικός και θρησκευτικός χαρακτηρισμός, συνώνυμος με τους «Μουσουλμάνους» στη Μεσαιωνική Λατινική λογοτεχνία. Στημυθιστορία «Ο Βασιλιάς τωνΤαρ» οι Σαρακηνοί είναι μαύροι, ενώ οι Χριστιανοί είναι πιο ανοιχτόχρωμοι. Το Παλαιογαλλικό ηρωικό ποίημα του 12ου αιώνα Ασματου Ρολάνδου προχωράει τη σχέση του μαύρου δέρματος με τους Σαρακηνούς ακόμη περισσότερο, καθιστώντας τοτο μόνο τους εξωτικό χαρακτηριστικό.
Ο όρος Φράγκος έχει χρησιμοποιηθεί από πολλούς Ορθόδοξους και Μουσουλμάνους γείτονες των μεσαιωνικών Λατίνων Χριστιανών (καιπιο πέρα, όπως στην Ασία) ως γενικό συνώνυμο των Ευρωπαίων από τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, περιοχές που ακολουθούσαν τις Λατινικές Χριστιανικές τελετές, υπό την εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Άλλος όρος με παρόμοια χρήση ήταν «Λατίνοι».
Οι νεότεροι ιστορικοί αναφέρονται συχνά στους Χριστιανούς που ακολουθούσαν το Λατινικό τελετουργικό στην ανατολική Μεσόγειο ως «Φράγκους» ή «Λατίνους», ασχέτως της χώρας προέλευσής τους, ενώ χρησιμοποιούν τις λέξεις ΡωμαίοςκαιΡουμίγια τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Σε πολλά ελληνικά νησιά οι Καθολικοί αναφέρονται ακόμη ως Φράγκοι, για παράδειγμα στηΣύρο, όπου ονομάζονται Φραγκοσυριανοί, στηνΤαϊλάνδη όλοι οι λαοί Ευρωπαϊκής καταγωγής ονομάζονται φάραγκ. Οι Λατίνοι Χριστιανοί πουζουνστη Μέση Ανατολή (ιδιαίτερα στοΛεβάντε είναι γνωστοί ως Φραγκολεβαντίνοι.
Επί της Μογγολικής Αυτοκρατορίαςτον 13οκαιτον 14ο αιώνα οιΜογγόλοι χρησιμοποιούσαν τον όρο «Φράγκοι» γιανα προσδιορίζουν τους Ευρωπαίους. Ο όρος Φραγκιστάν («Χώρα των Φράγκων») χρησιμοποιείτο από τους Μουσουλμάνους γιανα αναφέρονται στη Ρωμαιοκαθολική Χριστιανική Ευρώπη και χρησιμοποιείτο για αρκετούς αιώνες στοΙράνκαιτηνΟθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Μεσογειακή Lingua franca (ή «Φραγκική γλώσσα») ήταν ένα πίτζιν (μια απλουστευμένη εκδοχή μιας γλώσσας που αναπτύσσεται ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ομάδες πουδεν έχουν κοινή γλώσσα), που μιλιόταν αρχικά από τους Ευρωπαίους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους του 11ου αιώνα στα λιμάνια της Μεσογείου και έμεινε σε χρήση μέχρι τον 19ο αιώνα.
... Η ζωή καιη εργασία εκατομμυρίων που θάφτηκαν στην Ανατολή θα είχαν αξιοποιηθεί περισσότερο στη βελτίωση της δικιάς τους πατρίδας.
Έντουαρντ ΓκίμπονστηνΙστορία της Παρακμής και της Πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Κατά τηΘρησκευτική ΜεταρρύθμισηκαιτηνΑντιμεταρρύθμισητου 16ου αιώνα, οι ιστορικοί είδαν τις Σταυροφορίες από το πρίσμα των δικών τους θρησκευτικών πεποιθήσεων. ΟιΠροτεστάντες τις είδαν ως εκδήλωση των δεινών τουΠαπισμού, ενώ οιΚαθολικοί θεώρησαν το κίνημα σαν δύναμη του καλού. Στη διάρκεια τουΔιαφωτισμούοι ιστορικοί είχαν την τάση να θεωρούν τόσο τις Σταυροφορίες όσο και όλο τον Μεσαίωνα ως ενέργειες βάρβαρων πολιτισμών καθοδηγούμενων από φανατισμό. Τον 19ο αιώνα μετην εμφάνιση τουΡομαντισμού αυτή η κακή άποψη για τις σταυροφορίες καιτην εποχή τους μετριάστηκε κάπως, μετη μελέτη των σταυροφοριών του ύστερου 19ου αιώνα να εστιάζει στην αυξανόμενη εξειδίκευση της μελέτης καισεπιο λεπτομερείς εργασίες σε επί μέρους θέματα.
Λόγιοι του διαφωτισμού τον 18ο αιώνα και νεότεροι ιστορικοί στη Δύση έχουν εκφράσει ηθική κατακραυγή γιατη συμπεριφορά των σταυροφόρων. Τη δεκαετία του 1950 οΣερΣτήβεν Ράνσιμαν έγραψε ότι «Υψηλά ιδανικά σπιλώθηκαν από τη βαναυσότητα καιτην απληστία... ο Ιερός Πόλεμος δεν ήταν παρά μιαμια μακροχρόνια πράξη μισαλλοδοξίας εν ονόματι του Θεού».
Τον 20ό αιώνα δημοσιεύθηκαν τρία σημαντικά έργα, που καλύπτουν τη συνολική ιστορία των σταυροφοριών, των Ρενέ Γκρουσέ, Στήβεν Ράνσιμαν καιτο συλλογικό έργο πολλών συγγραφέων από τονΜ. Στέτον. Τον 20ό αιώνα αναπτύχθηκε μια πλουραλιστική άποψη των σταυροφοριών που περιλαμβάνει όλες τις υπό τους πάπες επιχειρήσεις, τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο καιστην Ευρώπη. Ο ιστορικός Τόμας Μέιντεν έχει εκφράσει την αντίθετη άποψη ότι «οι σταυροφορίες, πρώτα και κύρια, ήταν ένας πόλεμος κατά των Μουσουλμάνων γιατην υπεράσπιση της Χριστιανικής πίστης... Άρχισαν ως συνέπεια της Μουσουλμανικής κατάκτησης Χριστιανικών εδαφών». Ο Μέιντεν λέει ότι σκοπός του Πάπα Ουρβανού ήταν «οι Χριστιανοί της Ανατολής να ελευθερωθούν από τις βάναυσες και ταπεινωτικές συνθήκες της Μουσουλμανικής κυριαρχίας».
Μετά το 636, όταν οι Μουσουλμανικές δυνάμεις νίκησαν τους Βυζαντινούς στηΜάχη του Γιαρμούκ, ο έλεγχος της Παλαιστίνης πέρασε στηΔυναστεία των Ομεϋαδών, στηΔυναστεία των Αββασιδώνκαι στους Φατιμίδες. Η ανεκτικότητα, το εμπόριο καιοι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των Αράβων καιτων Χριστιανικών κρατών της Ευρώπης αυξομειώνονταν μέχρι το 1072, οπότε οι Φατιμίδες απώλεσαν τον έλεγχο της Παλαιστίνης, που πέρασε στην ταχέως επεκτεινόμενη Μεγάλη Αυτοκρατορία των Σελτζούκων. Για παράδειγμα, ο Φατιμίδης Χαλίφης Αλ-Χακίμ μπι-Αμρ Αλάχ διέταξε την καταστροφή τουΝαού του Παναγίου Τάφου, αλλά ο διάδοχός του επέτρεψε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία νατον ξαναχτίσει. Οι Μουσουλμάνοι ηγέτες επέτρεπαν προσκυνήματα των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους. Οι Χριστιανοί κάτοικοι θεωρούντο λαοί της Γραφής καιοι γάμοι αλλοθρήσκων δεν ήταν ασυνήθιστοι. Πολιτισμοί και θρησκείες συνυπήρχαν ανταγωνιστικά, αλλά οι συνθήκες στα σύνορα δεν ήταν ευνοϊκές για τους Λατίνους Χριστιανούς προσκυνητές και εμπόρους. Η κατάργηση τωνπροσκυνηματικών ταξιδιών από τους κατακτητές Σελτζούκους Τούρκους οδήγησε στην υποστήριξη των Σταυροφοριών στη Δυτική Ευρώπη.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε ανακάμψει από το τέλος του 10ου αιώνα, μετονΒασίλειο Β´ περνώντας το μεγαλύτερο μέρος της 50χρονης βασιλείας τουσε εκστρατείες, καταλαμβάνοντας πολλά εδάφη. Άφησε αυξανόμενους οικονομικούς πόρους, αλλά με αντάλλαγμα την παραμέληση των τοπικών υποθέσεων και αγνοώντας το κόστος της ενσωμάτωσης των κατακτήσεων τουστη Βυζαντινή Οικουμένη. Κανένας από τους διαδόχους του Βασιλείου δεν είχε καμία στρατιωτική ή πολιτική ικανότητα καιη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας σταδιακά περιήλθε στα χέρια των κρατικών υπαλλήλων. Οι προσπάθειές τους να επαναφέρουν τη Βυζαντινή οικονομία στην ευημερία είχαν ως μοναδικό αποτέλεσμα την έκρηξη του πληθωρισμού. Γιανα ισοσκελισθεί ο ολοένα ασταθέστερος προϋπολογισμός ο μεγάλος μόνιμος στρατός του Βασιλείου διαλύθηκε ως μη απαραίτητος καιτα ιθαγενή στρατεύματα τωνθεμάτων αποτάχθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ξένους μισθοφόρους. Μετά την ήττα του Βυζαντινού στρατού στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 οι Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν αναλάβει τον έλεγχο σχεδόν όλης της Μικράς Ασίας καιη Αυτοκρατορία ταλαιπωρούταν από συχνούς εμφυλίους πολέμους.
Στη Δύση ο επιθετικός και αναθεωρητικός Παπισμός ήρθε σε σύγκρουση τόσο μετη Βυζαντινή Αυτοκρατορία όσο καιμε τους Δυτικούς κοσμικούς μονάρχες οδηγώντας στο Σχίσμα του 1054 και στη Διαμάχη γιατην Αρμοδιότητα (διορισμού επισκόπων και ηγουμένων μοναστηριών από τον πάπα ή τον μονάρχη), που είχε αρχίσει γύρω στα 1075 και συνεχιζόταν κατά την Α΄ Σταυροφορία. Οι πάπες άρχισαν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τους κοσμικούς ηγεμόνες επιχειρηματολογώντας γιατη σωστή χρήση των ένοπλων δυνάμεων από τους Χριστιανούς. Το αποτέλεσμα ήταν έντονη Χριστιανική ευσέβεια, ενδιαφέρον για θρησκευτικές υποθέσεις και θρησκευτική προπαγάνδα, που υποστήριζε «Δίκαιο Πόλεμο» γιατην ανακατάληψη της Παλαιστίνης από τους Μουσουλμάνους. Η πλειοψηφούσα άποψη ήταν ότι οιμη Χριστιανοί δεν μπορούσαν να υποχρεωθούν να δεχθούν το Χριστιανικό βάπτισμα ή να κακοποιηθούν γιατί είχαν διαφορετική πίστη σε αντίθεση μεμια λιγότερο διαδεδομένη άποψη ότι η εκδίκηση ήταν η απάντηση σε κακά όπως ή άρνηση της Χριστιανικής πίστης, της κυβέρνησης ή της δυνατότητας αιτιολογημένου βίαιου προσηλυτισμού. Η συμμετοχή σε ένα τέτοιο πόλεμο θεωρείτο μια μορφή μετάνοιας, που μπορούσε να συγχωρήσει τις αμαρτίες. Στο μεταξύ στην Ευρώπη οι Γερμανοί επεκτείνονταν εις βάρος τωνΣλάβων, ενώ ηΣικελία κατακτήθηκε από τονΝορμανδό τυχοδιώκτη Ροβέρτο Γυϊσκάρδο το 1072.
Το 1074 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ απέστειλε αίτημα για στρατιωτική βοήθεια στον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄, αλλά ανκαιο Γρηγόριος φαίνεται να εξέτασε μια επιχείρηση γιανα βοηθήσει τον Μιχαήλ Ζ΄, δεν έφτασε στο στάδιο του σχεδιασμού. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε προβλήματα στην περιοχή του ποταμού Δούναβη, καθώς οιΠετσενέγοι είχαν συμμαχήσει με τους Σελτζούκους Τούρκους και απειλούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι το 1091, οπότε ηττήθηκαν από τονΑυτοκράτοραΑλέξιο Α΄ Κομνηνό.
Το 1095 ο Αλέξιος Α΄ έστειλε απεσταλμένους στη Δύση ζητώντας στρατιωτική βοήθεια κατά των Σελτζούκων. Ο Αλέξιος είχε ανάγκη να ενισχύσει τα τάγματά του. Η αντιπροσωπεία πιθανότατα προσπάθησε να στρατολογήσει μισθοφόρους και ίσως να υπερέβαλε τους κινδύνους που αντιμετώπιζε η Ανατολική Αυτοκρατορία, προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα στρατεύματα. Το μήνυμα ελήφθη από τονΠάπα Ουρβανό Β΄στηΣύνοδο της Πιατσέντσας. Τον Νοέμβριο ο Ουρβανός συγκάλεσε τη Σύνοδο του Κλερμόν να συζητήσει το θέμα, προτρέποντας επίσης τους επισκόπουςκαιηγουμένους, στους οποίους απευθυνόταν άμεσα, να φέρουν μαζί τους και τους εξέχοντες άρχοντες των επαρχιών τους. Η Σύνοδος διήρκεσε από τις 19 ως τις 28 Νοεμβρίου μετη συμμετοχή 300 σχεδόν κληρικών από όλη τη Γαλλία. Ο Ουρβανός συζήτησε τις Κλουνιανές μεταρρυθμίσεις (σειρά αλλαγών στον μεσαιωνικό μοναχισμό της Δυτικής Εκκλησίας, που εστίαζαν στην αποκατάσταση της παραδοσιακής μοναστικής ζωής, την ενθάρρυνση των τεχνών καιτη φροντίδα για τους φτωχούς) της Εκκλησίας και παρέτεινε τοναφορισμότουΦίλιππου Α΄ της Γαλλίας. Ο Ουρβανός μίλησε για πρώτη φορά γιατα προβλήματα στην Ανατολή στις 27 Νοεμβρίου, παροτρύνοντας τους Χριστιανούς της Δύσης σε αγώνα κατά των Μουσουλμάνων, που είχαν καταλάβει τους Αγίους Τόπους και επιτίθεντο στηνΑνατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπάρχουν έξι κύριες πηγές πληροφόρησης γιατη Σύνοδο: το ανώνυμο Gesta Francorum («Τα Έργα των Φράγκων», χρονολογούμενο το 1100/1101), που επηρέασε όλες τις εκδοχές των ομιλιών, εκτός από εκείνη του Φυλσέρ της Σαρτρπου ήταν παρών στη σύνοδο, ο Ρομπέρ ο Μοναχός (χρονικογράφος της Α΄ Σταυροφορίας), που ίσως να ήταν παρών, καιοι Μπάλντρικ αρχιεπίσκοπος τουΝτολκαι Γκιλμπέρ ντε Νοζάν, πουδεν ήταν παρόντες στη σύνοδο. Όλες οι περιγραφές γράφτηκαν πολύ αργότερα, ακολουθώντας διαφορετικές φιλολογικές παραδόσεις και διαφέρουν πολύ.
Ο Ρομπέρ ο Μοναχός, στηνHistoria Iherosolimitana, γραμμένη το 1106/7, αναφέρει ότι ο Ουρβανός έκανε έκκληση γιαορθοδοξία, μεταρρύθμιση και υποταγή στην Εκκλησία. Ο Ρομπέρ καταγράφει ότι ο πάπας ζήτησε από τους Χριστιανούς της Δύσης, φτωχούς και πλούσιους, να προστρέξουν σε βοήθεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας γιατί «Deus vult» («Ο Θεός το θέλει»). Ο Ρομπέρ καταγράφει ότι ο πάπας υποσχέθηκε άφεση αμαρτιών για εκείνους πουθα πήγαιναν στην Ανατολή, ανκαιτο «Liber Lamberti», πηγή βασισμένη στις σημειώσεις του Επισκόπου Λαμπέρ του Αράς, που συμμετείχε στη Σύνοδο, αναφέρει ότι ο Ουρβανός πρόσφερε τη διαγραφή όλων των επιτιμίων για τις αμαρτίες, που αργότερα ονομάστηκε συγχωροχάρτι. Ο Ρομπέρ περιγράφει τον Ουρβανό να απευθύνει μια κλασική μαχητική ομιλία: δίνει έμφαση περισσότερο στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων παρά στη βοήθεια προς τους Έλληνες. Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν καιτα γεγονότα της Α΄ Σταυροφορίας κατέστησαν αυτό εντονότερο. Σύμφωνα μετο Ρομπέρ ο Ουρβανός απαρίθμησε διάφορα ανατριχιαστικά εγκλήματα των Μουσουλμάνων και περισσότερες εικαζόμενες αγριότητες εκφράζονταν με φλογερές εικόνες, προερχόμενες από τους βίους αγίων. Ίσως μετη σοφία τής εκτων υστέρων γνώσης, ο Ρομπέρ εμφανίζει τον Ουρβανό να παραινεί ναμην πάνε πάρα μόνο ιππότες, όχι υπερήλικες και αδύναμοι, ούτε ιερείς χωρίς την άδεια των επισκόπων τους, «διότι τέτοιοι είναι περισσότερο εμπόδιο παρά βοήθεια, περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα ... ούτε πρέπει καθόλου να ξεκινούν γυναίκες, χωρίς τους συζύγους ή αδερφούς ή νόμιμους κηδεμόνες τους». Μια μεταγενέστερη εκδοχή του Μπάλντρικ, αρχιεπισκόπου τουΝτολ, ανέφερε ότι το κήρυγμα εστίαζε στα εγκλήματα των Μουσουλμάνων καιτην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων και ότι ο Ουρβανός αποδοκίμασε τις βιαιοπραγίες των Χριστιανών ιπποτών της Γαλατίας. Ήθελε η βία των ιπποτών να καθαγιασθεί στην υπηρεσία του Χριστού, υπερασπιζόμενη τις εκκλησίες της Ανατολής, όπως μια μητέρα. Ο Γκυμπέρ ηγούμενος του Νοζάν, δείχνει επίσης τον Ουρβανό να τονίζει περισσότερο την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, παρά την παροχή βοήθειας στους Έλληνες ή άλλους εκεί Χριστιανούς. Αυτό ίσως, στην περίπτωση του Ρομπέρ καιτου Μπάλντρικ, να οφείλεται στην περιγραφή του Gesta Francorum της ανακατάληψης της Ιερουσαλήμ.
Εστάλη μια γενική πρόσκληση στους ιππότες και ευγενείς της Γαλλίας. Ο Ουρβανός προφανώς γνώριζε εκτων προτέρων ότι οΡαϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης ετοιμαζόταν να πάρει τα όπλα. Ο ίδιος ο Ουρβανός πέρασε μερικούς μήνες κηρύττοντας τη Σταυροφορία στη Γαλλία, ενώ παπικοί λεγάτοι (απεσταλμένοι) διέδωσαν το μήνυμα στα νότια της Ιταλίας, οπότε ή έμφαση ενδεχομένως άλλαξε από τονα βοηθήσουν τον Αλέξιο Α΄ στονα καταλάβουν την Ιερουσαλήμ. Με επιστολή τουο Ουρβανός στους πιστούς «που περιμένουν στηΦλάνδρα» θρηνεί γιατο ότι οι Τούρκοι εκτός από τον αφανισμό των «εκκλησιών του Θεού στις ανατολικές περιοχές», έχουν καταλάβει «την Ιερή Πόλη του Χριστού, καθαγιασμένη από το πάθος καιτην ανάστασή τουκαι - οποία βλασφημία - έχουν παραδώσει αυτή και τις εκκλησίες της σε αποτρόπαιη σκλαβιά». Δεν καλεί ακόμη ρητά γιατην ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ. Μάλλον καλεί σαφώς γιατη στρατιωτική απελευθέρωση των Ανατολικών Εκκλησιών και ορίζει τον Αντεμάρ τουΛε Πουί να ηγηθεί της Σταυροφορίας, ξεκινώντας την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου, 15 Αυγούστου. Η ομιλία του Πάπα Ουρβανού θεωρείται μία από τις σημαντικότερες που δρομολόγησαν τους ιερούς πολέμους και κινητοποίησαν τονουκαι τις δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης επί 200 χρόνια, μέχρι την τελική τους αποτυχία.
Οι γυναίκες ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις Σταυροφορίες, βοηθώντας στη στρατολόγηση των Σταυροφόρων, αναλαμβάνοντας ευθύνες κατά την απουσία τους και παρέχοντας οικονομική και ηθική στήριξη. Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο σημαντικότερος ρόλος που έπαιξαν οι γυναίκες στη Δύση ήταν η διατήρηση του στάτους κβο. Οι γαιοκτήμονες έφευγαν για τους Αγίους Τόπους, αφήνοντας τον έλεγχο των ιδιοκτησιών τους σε αντιπροσώπους, συνήθως συζύγους ή μητέρες. Η Εκκλησία αντιλαμβανόταν ότι ο κίνδυνος για οικογένειες και ιδιοκτησίες μπορεί να αποθάρρυνε τους σταυροφόρους, έτσι η ειδική παπική προστασία αποτελούσε μέρος του προνομίου των σταυροφόρων. Μερικές γυναίκες φόρεσαν καιοι ίδιες τον σταυρό και πήγαν στη σταυροφορία. Για παράδειγμα, ηΕλεονώρα της Ακουιτανίας συμμετείχε μετον σύζυγό της Λουδοβίκο Ζ´και μερικές γυναίκες εκτός αριστοκρατίας αναλάμβαναν εργασίες θεωρούμενες γυναικείες, όπως το πλύσιμο. Πιο αμφιλεγόμενη ήταν η ανάληψη από τις γυναίκες ενεργού ρόλου, που απειλούσε τη θηλυκότητά τους, με περιγραφές γυναικών να πολεμούν προερχόμενες κυρίως από Μουσουλμάνους ιστορικούς με σκοπό την εμφάνιση των Χριστιανών γυναικών ως βάρβαρων και ασεβών, λόγω των δολοφονικών τους πράξεων. Οι Χριστιανικές περιγραφές εμφανίζουν τις γυναίκες να πολεμούν μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, γιατη διαφύλαξη των καταυλισμών τους και της ζωής τους.
Λιγότερο αποδεδειγμένη ιστορικά ήταν μία κίνηση Σταυροφορίας των Παιδιώνστη Γαλλία καιτη Γερμανία το 1212 που προσέλκυσε μεγάλο αριθμό έφηβων και νέων χωρικών, μερικών κάτω των 15. Ήταν πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν εκεί όπου είχαν αποτύχει μεγαλύτεροι καιπιο αμαρτωλοί σταυροφόροι: η θαυματουργή δύναμη της πίστης τους θα θριάμβευε εκεί όπου η δύναμη των όπλων δεντο είχε καταφέρει. Πολλοί τοπικοί ιερείς και γονείς ενθάρρυναν τη θρησκευτική αυτή θέρμη και τους παρότρυναν. Ο πάπας καιοι επίσκοποι αντιτάχθηκαν στην προσπάθεια αλλά δεν κατάφεραν νατη σταματήσουν τελείως. Μια ομάδα από αρκετές χιλιάδες νέους, υπό ένα Γερμανό ονόματι Νικόλαο, ξεκίνησε γιατην Ιταλία. Περίπου το ένα τρίτο επιβίωσε από την πορεία μέσω των Άλπεων και έφτασε μέχρι τηΓένοβα, ενώ μια άλλη ομάδα πήγε στηΜασσαλία. Οιπιο τυχεροί κατάφεραν τελικά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αλλά πολλοί άλλοι πουλήθηκαν ως ισόβιοι σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Μασσαλίας.
Τρεις προσπάθειες σταυροφοριών από χωρικούς επιχειρήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1250 και πάλι στις αρχές του 14ου αιώνα. Η πρώτη, η Σταυροφορία των Βοσκών του 1251, κηρύχθηκε στη βόρεια Γαλλία. Μετά τη συνάντηση όμως μετηΛευκή της Καστίλης αποδιοργανώθηκε και τελικά διαλύθηκε από την κυβέρνηση. Η δεύτερη, το 1309, σημειώθηκε στην Αγγλία, τη βορειοανατολική Γαλλία καιτη Γερμανία, με 30.000 χωρικούς να φτάνουν στηνΑβινιόνπριν διαλυθούν. Η τελευταία, το 1320, είχε παρόμοιο ξεκίνημα μετην πρώτη σταυροφορία των βοσκών, αλλά γρήγορα μετατράπηκε σε σειρά επιθέσεων κατά του κλήρου καιτων Εβραίων και διαλύθηκε βίαια.
Η Α΄ Σταυροφορία εγκαθίδρυσε τα τέσσερα πρώτα σταυροφορικά κράτηστην Ανατολική Μεσόγειο: τηνΚομητεία της Έδεσσας (1098 έως 1149), τοΠριγκιπάτο της Αντιόχειας (1098 έως 1268), τοΒασίλειο της Ιερουσαλήμ (1099 έως 1291) καιτην Κομητεία της Τρίπολης (1104, ανκαιη ίδια η Τρίπολη κατελήφθη το 1109, έως 1289). ΤοΑρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας προϋπήρχε των Σταυροφοριών, αλλά του παραχωρήθηκε το καθεστώς του βασιλείου από τονΠάπα Ιννοκέντιο Γ΄και αργότερα δυτικοποιήθηκε πλήρως από τη (Γαλλική) δυναστεία των Λουζινιάν. Τα κράτη αυτά χαρακτηρίστηκαν από τον Τζόναθαν Ρίλεϊ Σμιθ (σύγχρονου Άγγλου ιστορικού των Σταυροφοριών) ως τα πρώτα δείγματα της «Υπερπόντιας Ευρώπης». Το γενικό όνομα που δόθηκε σε αυτά είναι Ουτρεμέρ (Γαλλικά: outre-mer) δηλ. «υπερπόντια» και χρησιμοποιείτο συνήθως ως συνώνυμο τουΛεβάντε της Αναγέννησης.
ΟΡιχάρδος ο Α΄ της Αγγλίας κατέλαβε τηνΚύπρο κατά την Γ΄ Σταυροφορία και τελικά την πούλησε στον εκθρονισμένο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκυτων Λουζινιάντο 1192. ΟΓκυ ίδρυσε μια δυναστεία που διήρκεσε μέχρι το 1489, οπότε ο έλεγχος της Κύπρου πέρασε στηΔημοκρατία της Βενετίας. Η Κύπρος έγινε ένα ευημερούν μεσαιωνικό βασίλειο, οικονομικός και εμπορικός κόμβος της Δυτικής Χριστιανοσύνης στη Μέση Ανατολή.
Μετά την Δ΄ Σταυροφορία η συνθήκη που ονομάστηκε «Partitio terrarum imperii Romaniae» δηλ. «διαμελισμός των εδαφών της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» εγκαθίδρυσε τη Λατινική Αυτοκρατορία και διευθέτησε την κατάτμηση των Βυζαντινών εδαφών μεταξύ των συμμετασχόντων στη Σταυροφορία, με μεγαλύτερο επωφεληθέντα τη Δημοκρατία της Βενετίας. Toν Οκτώβριο του 1204 μια 24μελής επιτροπή, αποτελούμενη από 12 Βενετούς και 12 αντιπροσώπους των άλλων σταυροφόρων ηγετών, συμφώνησε να δώσει στη Λατινική Αυτοκρατορία τον έλεγχο του ενός τετάρτου των Βυζαντινών εδαφών, στη Βενετία τα τρία όγδοα, περιλαμβανομένων των τριών ογδόων της πόλης της Κωνσταντινούπολης, καινα διαμοιράσει τα υπόλοιπα τρία όγδοα μεταξύ των άλλων σταυροφόρων ηγετών. Ετσι άρχισε η περίοδος της Ελληνικής ιστορίας γνωστή ως Φραγκοκρατία ή Λατινοκρατία, όπου Καθολικοί Δυτικοευρωπαίοι ευγενείς, κυρίως από τη Γαλλία καιτην Ιταλία, ίδρυσαν κράτη σε πρώην Βυζαντινά εδάφη και κυβέρνησαν τους επί το πλείστον Ορθόδοξους ιθαγενείς Βυζαντινούς Έλληνες. Η «Partitio Romànie» αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο για τις διοικητικές διαιρέσεις («επισκέψεις») και γαιοκτησίες των διάφορων Βυζαντινών αρχοντικών οικογενειών γύρω στα 1203, καθώς και τις περιοχές που ελέγχονταν ακόμη από τη Βυζαντινή κεντρική κυβέρνηση εκείνη την εποχή.
Οι Σταυροφορίες ήταν δαπανηρές και καθώς αυξάνονταν οι πόλεμοι, κλιμακώνονταν εξ ίσου καιοι δαπάνες. Ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κάλεσε τους πλούσιους να βοηθήσουν εκείνους που ήταν «λιγότερο ευκατάστατοι» και άρχοντες στην Α΄ Σταυροφορία, όπως οΡοβέρτος δούκας της Νορμανδίας καιοΡαϋμόνδος κόμης τουΣενΖιλ, που μισθοδοτούσαν ιππότες στα αγήματά τους. Το συνολικό κόστος των σταυροφοριών του 1284-1285 για τον Βασιλιά Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας ήταν 1.537.570 λίβρες, εξαπλάσιο από το ετήσιο εισόδημά του. Αυτό μπορεί να είναι υποεκτιμημένο, γιατί υπάρχουν καταγραφές ότι δαπάνησε 1.000.000 λίβρεςστην Παλαιστίνη, όταν τελείωσε η εκστρατεία τουστην Αίγυπτο. Ακόμη οι ηγεμόνες είχαν ζητήσει επιχορηγήσεις από τους υπηκόους τους. Τελικά ελεημοσύνες και κληροδοτήματα από την έκρηξη του ενθουσιασμού γιατην κατάκτηση της Παλαιστίνης ήταν μια ακόμη πηγή χρηματοδότησης. Οι πάπες είχαν δώσει εντολή να τοποθετηθούν στις εκκλησίες παγκάρια για τις εισπράξεις τους και από τα μέσα του δωδέκατου αιώνα χορηγούσαν συγχωροχάρτια, σε όσους συνέβαλλαν με αυτό τον τρόπο στο κίνημα, ενθαρρύνοντας επίσης τους πιστούς να αφήνουν κληροδοτήματα στους Αγίους Τόπους με τις διαθήκες τους.
Ένας παράγοντας γιατην τελική παρακμή καιτον τερματισμό ήταν η διχόνοια καιοι συγκρούσεις που ενδημούσαν μεταξύ των διάφορων Λατινικών Χριστιανικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Πάπας Μαρτίνος Δ΄ (1281-1285) έθεσε αθεράπευτα σε κίνδυνο τον Παπισμό, υποστηρίζοντας τονΚάρολο των Ανζού, καιοι κακότεχνες κοσμικές «σταυροφορίες» κατά της Σικελίας και της Αραγωνίας αμαύρωσαν σε μεγάλο βαθμό την πνευματική του εξουσία. Η κατάρρευση του ηθικού του κύρους καιη άνοδος του εθνικισμού σήμαναν την προαναγγελία του οριστικού τέλους των σταυροφοριών καιθα οδηγούσαν τελικά στηνΑιχμαλωσία της Αβινιόνκαιστο Δυτικό Σχίσμα (μια διάσπαση στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας μεταξύ 1378-1418).
Το 1256 οι Ενετοί εκδιώχθηκαν από τηνΤύρο, με αποτέλεσμα τον Πόλεμο του Αγίου Σάβα, για εδάφη στην Άκρα, διεκδικούμενα τόσο από τη Βενετία όσο και από τη Γένοβα. Η Βενετία κατέλαβε τα αμισβητούμενα εδάφη, καταστρέφοντας τις οχυρώσεις του Αγίου Σάβα, αλλά δεν κατάφερε να εκδιώξει τους Γενοβέζους. Κατά τη διάρκεια ενός αποκλεισμού 14 μηνών η Γένοβα συνέχισε μετον Φίλιππο του Μονφόρ, τον Ιωάννη του Αρσούφ και τους Ιωαννίτες Ιππότες, ενώ η Βενετία υποστηριζόταν από τον Κόμη της Γιάφας και τους Ναΐτες Ιππότες. Το 1261 οι Γενοβέζοι εκδιώχθηκαν αλλά οΠάπας Ουρβανός Δ΄, ανησυχώντας για τις επιπτώσεις του πολέμου στην άμυνα κατά τωνΜογγόλων διοργάνωσε μια ειρηνευτική σύνοδο. Η σύρραξη επαναλήφθηκε το 1264, όταν οι Γενοβέζοι έλαβαν βοήθεια από τονΜιχαήλ Η´ Παλαιολόγο, Αυτοκράτορα της Νίκαιας, καιη Βενετία απέτυχε σεμια απόπειρά της να καταλάβει την Τύρο. Καιοι δύο πλευρές χρησιμοποιούσαν Μουσουλμάνους στρατιώτες, κυρίως Τουρκόπουλους, κατά των Χριστιανών αντιπάλων τους καιοι Γενοβέζοι είχαν συνάψει συμμαχία με τους Μπαϊμπάρ. Ο πόλεμος μεταξύ Γένοβας και Βενετίας είχε σημαντική αρνητική επίπτωση στην ικανότητα του Βασιλείου να αντισταθεί στις εξωτερικές απειλές γιατην υπόστασή του. Εκτός από τα θρησκευτικά κτίρια, οι περισσότερες οχυρώσεις στην Άκρα είχαν λίγο ή πολύ καταστραφεί και φαίνονταν σανα είχαν λεηλατηθεί από Μουσουλμανικό στρατό. Σύμφωνα μετον Ρόθελιν, συνεχιστή της ΙστορίαςτουΓουλιέλμου της Τύρου, στη σύγκρουση είχαν χάσει τη ζωή τους 20.000 άνδρες, μια εποχή πουτα σταυροφορικά κράτη είχαν χρόνια έλλειψη στρατιωτών. Ο πόλεμος έληξε το 1270 και το 1288 τελικά η Γένοβα ξαναπέκτησε τη συνοικία της στην Άκρα.
Το 1268 οαδελφός του Αγίου Λουδοβίκου Κάρολος εκτέλεσε τον Κονραντίν - δισέγγονο της Ισαβέλας Α΄ της Ιερουσαλήμ, κύριο διεκδικητή του θρόνου της Ιερουσαλήμ - αποσπώντας τη Σικελία από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Κάρολος έσπευσε να αγοράσει τα δικαιώματα επί της Ιερουσαλήμ από τη Μαρία της Αντιόχειας - το μοναδικό απομένον εγγόνι της Βασίλισας Ισαβέλας, δημιουργώντας μία αντίπαλη αξίωση εκείνης τουΟύγου Γ΄ της Κύπρου, που ήταν δισέγγονός της. Ο Κάρολος πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να συγκροτήσει μια Μεσογειακή αυτοκρατορία. Αυτός καιο Λουδοβίκος θεωρούσαν εαυτούς όργανα του Θεού γιατην προάσπιση του Παπισμού.
Το 1266 ο Κάρολος είχε καταλάβει, μετη Σικελία, τμήματα της Αδριατικήςπου έλεγχε προγενέστερα, καθώς καιτηνΚέρκυρα, τοΒουθρωτό, τονΑυλώνακαιταΣύβοτα. Μετη Συνθήκη του Βιτέρμπο συμφώνησε με τους εξόριστους Βαλδουίνο Β΄ της ΚωνσταντινούποληςκαιΓουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνοοι κληρονόμοι καιτων δύο Λατίνων πριγκίπων να παντρευτούν παιδιά του Καρόλου καιη Αυτοκρατορία καιτο πριγκιπάτο να επανέλθουν στον Κάρολο, σε περίπτωση πουτα ζευγάρια δεν αποκτούσαν διαδόχους. Έστρεψε επίσης τη σταυροφορία του αδελφού του προς όφελός του, πείθοντας τον αδελφό τουνα κατευθύνει τηνΗ΄ Σταυροφορία κατά των επαναστατών υποτελών τουστηνΤύνιδα. Ο θάνατος του Λουδοβίκου, ασθένειες μεταξύ των σταυροφόρων καιμια καταιγίδα που κατέστρεψε τον στόλο του, ανάγκασαν τον Κάρολο να αναβάλει τα σχέδιά του κατά της Κωνσταντινούπολης. ΟΜιχαήλ Η´ Παλαιολόγος θορυβήθηκε από τη σχεδιαζόμενη σταυροφορία του Καρόλου να παλινορθώσει τη Λατινική Αυτοκρατορία, που είχε καταλυθεί το 1261 και την επέκταση του Καρόλου στη Μεσόγειο. Ο Παλαιολόγος καθυστέρησε τον Κάρολο αρχίζοντας διαπραγματεύσεις μετονΠάπας Γρηγόριο Ι΄για ένωση της ΕλληνικήςμετηΛατινική εκκλησία. ΣτηΣύνοδο της Λυών κηρύχθηκε Ένωση των Εκκλησιών. Ο Κάρολος καιοΦίλιππος του Κουρτεναί υποχρεώθηκαν να παρατείνουν την ανακωχή μετο Βυζάντιο. Η ένωση θα αποδεικνυόταν αργότερα ότι δεν ήταν αποδεκτή από τους Έλληνες. Ο Παλαιολόγος χρηματοδότησε επίσης τη Γένοβα γιανα ενθαρρύνει εξεγέρσεις στα εδάφη του Καρόλου στη βόρεια Ιταλία.
Η ανάρρηση ενός Γάλλου πάπα, του Μαρτίνου Δ΄, το 1281 ευθυγράμμισε όλη την ισχύ του Παπισμού μετα σχέδια του Καρόλου. Εξεστράτευσε χωρίς επιτυχία στηνΑλβανίακαιστηνΑχαΐαπριν προετοιμασθεί να στρέψει τον κύριο όγκο της Σταυροφορίας του (400 πλοία που μετέφεραν 27.000 έφιππους ιππότες) κατά της Κωνσταντινούπολης. Όμως ο Παλαιολόγος συμμάχησε μετονΠέτρο Γ΄ της Αραγωνίαςγιανα υποκονήσει μια εξέγερση γνωστή ως Σικελικοί Εσπερινοί, κατά την οποία ο στόλος των σταυροφόρων εγκαταλείφθηκε και κάηκε. Οι Σικελοί προσέφυγαν στον Βασιλιά Πέτρο, που ανακηρύχθηκε βασιλιάς μετον οίκο των Ανδεγαυών (Ανζού) να εκδιώκεται για πάντα από τη Σικελία. Ο Πάπας Μαρτίνος αφόρισε τον Πέτρο και κήρυξε μια σταυροφορία κατά της Αραγονίας, πριν τον θάνατο του Καρόλου, το 1287, επιτρέποντας στονΕρρίκο Β΄ της Κύπρουνα διεκδικήσει εκ νέου τοΒασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Τα ηπειρωτικά Σταυροφορικά κράτη του μεσανατολικού Ουτρεμέρ εξέλιπαν μετην πτώση της Τρίποληςτο 1289 και της Άκρας το 1291. Οι απομείναντες Λατίνοι Χριστιανοί κυρίως έφυγαν προς διάφορους προορισμούς στη φραγκοκρατούμενη Ελλάδα, σκοτώθηκαν ή έγιναν σκλάβοι. Μικρότερες σταυροφορικές απόπειρες συνεχίστηκαν τον 14ο αιώνα. ΟΠέτρος Α΄ της Κύπρου κατέλαβε και λεηλάτησε τηνΑλεξάνδρειατο 1365, κατά τη γνωστή ως Αλεξανδριανή Σταυροφορία, παρότι τα κίνητρά της ήταν μάλλον εμπορικά παρά θρησκευτικά. Ο Λουδοβίκος Β΄, Δούκας τωνΒουρβόνων, ηγήθηκε μιας Γαλλογενοβέζικης εκστρατείας το 1390 κατά των Μουσουλμάνων πειρατώνστη Βόρεια Αφρική, που είχαν τη βάση τους στηνΑλ Μαντίγια, που ονομάστηκε Μαντιγιανή Σταυροφορία. Μετά από πολιορκία δέκα εβδομάδων οι σταυροφόροι έλυσαν την πολιορκία τους μετην υπογραφή δεκαετούς ανακωχής.
Κεντρικό σημείο της συζήτησης σχετικά μετη δεοντολογία των σταυροφοριών είναι τα στρατιωτικά τάγματα, ιδιαίτερα οιΙωαννίτεςκαιοιΝαΐτες. Γιατη σύγχρονη ευαισθησία είναι παράξενο πουη εκκλησία μπορούσε να συμβιβάσει τον μοναχισμό μετη στρατιωτική ζωή. Τόσο οι Ιωαννίτες όσο καιοι Ναΐτες έγιναν διεθνείς οργανώσεις με αποθήκες ανεφοδιασμού στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς καιστην Ανατολή. Αντίθετα οιΤεύτονες Ιππότες έστρεψαν με επιτυχία την προσοχή τους στη Βαλτική καιστα Ισπανικά τάγματα του Σαντιάγο, τουΚαλατράβακαιτου Αλκαντάρα, που ήταν συγκεντρωμένα στηνΙβηρική Χερσόνησο. Οι Ιππότες του Τάγματος του Ξενώνα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (Ιωαννίτες) ιδρύθηκαν το 1099 στον απόηχο της πρώτης σταυροφορίας. Το τάγμα περιελάμβανε στρατιωτικούς, ιατρικούς και ποιμαντικούς αδελφούς. Μετά την πτώση της Άκρας κατέφυγαν στην Κύπρο και διαδοχικά κατέλαβαν και κυβέρνησαν τηΡόδο (1309-1522) καιτηΜάλτα (1530-1801). Οι Φτωχοί Συστρατιώτες του Χριστού καιτου Ναού του Σολομώντα (Ναΐτες) ιδρύθηκαν το 1118 για να προστατεύουν τους προσκυνητές, που πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ. Εντούτοις γρήγορα έγιναν πάμπλουτοι και ισχυροί μέσω των τραπεζών καιτων ακινήτων με περιουσία σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Το 1322 ο Βασιλιάς της Γαλλίας κατάργησε το τάγμα με χαλκευμένες κατηγορίες για ακολασία, μαγεία και αίρεση, αλλά το πιθανότερο για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους.
Ένας λαός και ένας πολιτισμός που καταγόταν από τους εναπομείναντες Ευρωπαίους κατοίκους των σταυροφορικών κρατών - ιδιαίτερα Γάλλους Λεβαντίνους στονΛίβανο, τηνΠαλαιστίνη, τοΙσραήλκαιτηνΤουρκία - και εμπόρους από τις θαλάσσιες δημοκρατίες της Μεσογείου - Βενετία, Γένοβα καιΡαγούζα, συνέχισαν να επιβιώνουν στην Κωνσταντινούπολη, τηΣμύρνηκαι άλλα μέρη της Μικράς Ασίας καιτων ακτών της Ανατολικής Μεσογείου καθόλη τη μεσαιωνική Βυζαντινή καιτηνΟθωμανική εποχή. Αυτοί οι λαοί είναι γνωστοί ως Λεβαντίνοι ή Φραγκολεβαντίνοι και είναι Ρωμαιοκαθολικοί. Αφότου οι Βρετανοί κατέλαβαν τμήματα της Οθωμανικής Συρίαςστον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο όρος «Λεβαντίνοι» έχει χρησιμοποιηθεί ως δηλωτικός των κατοίκων μεικτής Αραβικής και Ευρωπαϊκής καταγωγής καιτων Ευρωπαίων - συνήθως Γάλλων, Ιταλών ή Ελλήνων - που υιοθέτησαν τοπικές ενδυμασίες και έθιμα.
Οι σταυροφορίες επηρέασαν τη στάση της Δυτικής Εκκλησίας καιτου λαού έναντι του πολέμου. Η συχνή κήρυξη σταυροφοριών εξοικείωσε τον κλήρο μετη χρήση της βίας. Οι σταυροφορίες πυροδότησαν επίσης τη συζήτηση γιατη νομιμότητα της αφαίρεσης εδαφών και περιουσιών από τους ειδωλολάτρες για καθαρά θρησκευτικούς λόγους, πουθα ανέκυπτε πάλι τον 15οκαιτον 16ο αιώνα μετην Εποχή των Ανακαλύψεων. Οι ανάγκες των σταυροφορικών πολέμων προκάλεσαν εξελίξεις στην κοσμική διακυβέρνηση, που όμως δεν ήταν κατ' ανάγκη θετικές. Οι πόροι που συγκεντρώθηκαν για τις σταυροφορίες θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί από τα συμμετέχοντα κράτη για τοπικές και περιφερειακές ανάγκες και όχι σε μακρινές χώρες. Μετη δύναμη καιτο κύρος που προήλθαν από τις σταυροφορίες η παπική κουρία απέκτησε μεγαλύτερο έλεγχο σε όλη τη Δυτική Εκκλησία και επεξέτεινε το σύστημα της παπικής φορολογίας σε όλη την εκκλησιαστική δομή της Δύσης. Το σύστημα των συγχωροχαρτιών αναπτύχθηκε σημαντικά στην ύστερη μεσαιωνική Ευρώπη, πυροδοτώντας αργότερα τηνΠροτεσταντική Μεταρρύθμιση στις αρχές του 16ου αιώνα.
Η στρατιωτική εμπειρία επηρέασε τον σχεδιασμό των Ευρωπαϊκών κάστρων - το Κάστρο Κέρναρφον αντανακλά άμεσα τοστυλτων φρουρίων πουοΕδουάρδος Α΄ είχε παρατηρήσει πολεμώντας στις Σταυροφορίες. ΗΣταυροφορία των Αλβιγηνών σχεδιάστηκε γιανα εξαλείψει τηναίρεση των ΚαθαρώνστοΛανγκντόκ. Ένα αποτέλεσμά της ήταν η απόκτηση από τη Γαλλία εδαφών με στενότερους πολιτιστικούς και γλωσσικούς δεσμούς μετην Καταλονία. Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών έπαιξε επίσης ρόλο στη δημιουργία και θεσμοθέτηση τόσο τουΤάγματος των Δομινικανών όσο και της Μεσαιωνικής Ιεράς Εξέτασης.
Μετά την πτώση της Άκρας το 1291, η Ευρωπαϊκή υπεράσπιση των Σταυροφοριών διατηρήθηκε, παρά τις επικρίσεις από σύγχρονους όπως οΡότζερ Μπέικονπου αισθανόταν ότι οι Σταυροφορίες ήταν ανώφελες αφού «αυτοί που επέζησαν, μαζί μετα παιδιά τους, είναι όλο καιπιο πικραμένοι έναντι της Χριστιανικής πίστης». Ο ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις (γ. 1939) συνόψισε την άποψη κατά των σταυροφοριών ως αντίθετων προς την «Ειρήνη και Εκεχειρία του Θεού», πουο Ουρβανός είχε προωθήσει. Αντιθέτως ενίσχυσαν τη σύνδεση της Δυτικής Χριστιανοσύνης μετηφεουδαρχίακαιτονμιλιταρισμό. Η δημιουργία στρατιωτικών θρησκευτικών ταγμάτων σκανδάλισε τους Βυζαντινούς Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς. Οι σταυροφόροι λεηλατούσαν τις χώρες που περνούσαν κατά την πορεία τους προς την Ανατολή. Αντί να κρατήσουν τον όρκο τους να αποδώσουν τα εδάφη στους Βυζαντινούς, συνήθως τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Η Σταυροφορία του Λαού υποκίνησε τηΓερμανική Σταυροφορίακαιτη σφαγή χιλιάδων Εβραίων. Στα τέλη του 19ου αιώνα το επεισόδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε από Εβραίους ιστορικούς γιανα υποστηρίξουν τονΣιωνισμό. ΗΔ΄ Σταυροφορία είχε ως αποτέλεσμα τηνάλωση της Κωνσταντινούπολης, θέτοντας ουσιαστικά τέρμα στην ευκαιρία επανένωσης της Χριστιανικής εκκλησίας μετην άρση τουΣχίσματος Ανατολής-Δύσηςκαι οδηγώντας στην εξασθένιση και τελική υποταγή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους Οθωμανούς.
Οι ιστορικοί τουΔιαφωτισμού επέκριναν τη λοξοδρόμηση των σταυροφοριών. Ειδικότερα επεσήμαναν την Δ΄ Σταυροφορία, που αντί να επιτεθεί στο Ισλάμ επιτέθηκε σεμια άλλη Χριστιανική δύναμη - την (Ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ντέιβιντ Νίκολ (γ.1944) αναφέρει ότι η Δ΄ Σταυροφορία υπήρξε πάντα αμφιλεγόμενη όσον αφορά την «προδοσία» του Βυζαντίου.
Οκτακόσια χρόνια μετά την Δ΄ Σταυροφορία οΠάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη λύπη τουγιατα γεγονότα γύρω από αυτή. Το 2001 έγραψε στονΑρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο αναφέροντας «Είναι τραγικό πουοι επιδρομείς, που ξεκίνησαν γιανα διασφαλίσουν την ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους στράφηκαν κατά τωνεν πίστη αδελφών τους. Το γεγονός ότι αυτοί ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθειά θλίψη.» Το 2004, όταν οΠατριάρχης Βαρθολομαίος επισκέφθηκε τοΒατικανόο Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε «Πώς ναμη μοιραστούμε, μετά από οκτακόσια χρόνια, τον πόνο καιτην αποστροφή». Αυτό έχει θεωρηθεί ως απολογία προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία γιατη φοβερή σφαγή που διέπραξαν οι πολεμιστές της Δ΄ Σταυροφορίας.
Τον Απρίλιο του 2004, σε ομιλία γιατην 800ή επέτειο της άλωσης της πόλης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έκανε επίσημα δεκτή την απολογία. «Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος» είπε, κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας που παρακολουθούσε καιο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Φιλίπ Μπαρμπαρέν της Λυών της Γαλλίας. «Αποδεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας γιατα τραγικά γεγονότα της Δ΄ Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ στην πόλη διαπράχθηκε ένα έγκλημα πριν από 800 χρόνια». Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή του ήρθε μετο πνεύμα τουΠάσχα. «Το συμφιλιωτικό πνεύμα της ανάστασης ... μας παρακινεί προς τη συμφιλίωση των εκκλησιών μας».
Η ανάγκη δημιουργίας, μεταφοράς και τροφοδότησης μεγάλων στρατιών οδήγησε στην άνθηση σε όλη την Ευρώπη του εμπορίου μεταξύ της Ευρώπης καιτων Ουτρεμέρ. Η Γένοβα καιη Βενετία άκμασαν μέσω κερδοφόρων εμπορικών αποικιών στα σταυροφορικά κράτη, τόσο στους Αγίους Τόπους όσο και αργότερα σε καταληφθέντα Βυζαντινά εδάφη.
Ανκαιη ανακατάληψη της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους Μουσουλμάνους άρχισε τον 8ο αιώνα και έφτασε στην αποφασιστική της καμπή μετην ανακατάληψη τουΤολέδοτο 1085 και την επακόλουθη Σύνοδο του Κλερμόν, το 1095, όταν ο Ουρβανός Β΄ συνέδεσε τους σε εξέλιξη πολέμους στην Ιβηρική μετο κήρυγμά τουγιατην Α΄ Σταυροφορία, μόνο μετην παπική εγκύκλιο του 1123 από τονΠάπα Κάλλιστο Β΄ απέκτησαν οι πόλεμοι αυτοί το καθεστώς των σταυροφοριών. Μετά από αυτό οι πάπες κήρυξαν Ιβηρικές σταυροφορίες τα έτη 1147, 1193, 1197, 1210, 1212, 1221 και 1229. Σταυροφορικά προνόμια δίνονταν σε όσους βοηθούσαν τα στρατιωτικά τάγματα - τόσο τους παραδοσιακούς Ναΐτες και Ιωαννίτες, όσο καιτα ειδικότερα Ιβηρικά τάγματα που ιδρύθηκαν και τελικά συγχωνεύτηκαν σε δύο κύρια τάγματα - Καλατράβα και Σαντιάγο. Από το 1212 έως το 1265 τα Χριστιανικά βασίλεια της Ιβηρικής απώθησαν τη Μουσουλμανική κυριαρχία στο νότιο άκρο της Ιβηρικής Χερσονήσου, περιορίζοντάς τηστο μικρό Εμιράτο της Γρανάδα. Το 1492 αυτό το απομεινάρι καταλήφθηκε καιοι Μουσουλμάνοι καιοι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από τη χερσόνησο.
Ο Ουρβανός ενέπνευσε το κήρυγμα του Πέτρου του Ερημίτη, που τελικά ηγήθηκε μέχρι ίσως και 20.000 ανθρώπων, κυρίως χωρικών, προς τους Αγίους Τόπους αμέσως μετά το Πάσχα του 1096. Όταν έφτασαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία οΑλέξιος τους ζήτησε να περιμένουν τους δυτικούς ευγενείς, αλλά ο «στρατός» επέμενε να προχωρήσει και έπεσε σε ενέδρα των Τούρκων έξω από τηΝίκαια, από την οποία γλύτωσαν μόνο 3.000. Αυτή η σταυροφορία θεωρείται τμήμα της Α΄ Σταυροφορίας.
Τα επίσημα σταυροφορικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τη Γαλλία καιτην Ιταλία σε διαφορετικούς χρόνους τον Αύγουστο καιτον Σεπτέμβριο του 1096, με πρώτο τον Ούγο του Βερμαντουά καιτον κύριο όγκο του στρατού χωρισμένο σε τέσσερα τμήματα να ταξιδεύουν χωριστά προς την Κωνσταντινούπολη. Συνολικά οι δυτικές δυνάμεις ίσως να έφταναν τους 100.000 ανθρώπους, πολεμιστές και άμαχοι. Οι στρατιές ταξίδεψαν δια ξηράς ανατολικά προς την Κωνσταντινούπολη, όπου δέχθηκαν ένα επιφυλακτικό καλωσόρισμα από τονΒυζαντινό Αυτοκράτορα. Υποσχόμενος να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας ο κύριος στρατός, κυρίως Γάλλοι και Νορμανδοί ιππότες υπό την ηγεσία αρχόντων, βάδισε νότια μέσω της Μικράς Ασίας. Μεταξύ των ηγετών της Α΄ Σταυροφορίας ήταν οιΓοδεφρείδος του Μπουιγιόν, Ροβέρτος Β΄ της Νορμανδίας, Ούγος του Βερμαντουά, Βαλδουίνος του Μπουιγιόν, Ταγκρέδος της Οτβίλ, Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης, Βοϊμόνδος του Τάραντα, Ροβέρτος Β΄ της ΦλάνδραςκαιΣτέφανος Β΄ του Μπλουά. Ο Βασιλιάς της Γαλλίας καιοΕρρίκος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όντας καιοι δύο σε σύγκρουση μετον Παπισμό, δεν συμμετείχαν. Όταν οι Γάλλοι σταυροφόροι διέσχισαν τη Γερμανία την άνοιξη του 1096 μονάδες σταυροφόρων έσφαξαν εκατοντάδες ή χιλιάδες Εβραίους στις πόλεις Σπάιερ, Βορμς, ΜάιντςκαιΚολωνία, παρά τις προσπάθειες των Καθολικών επισκόπων να προστατεύσουν τους Εβραίους. Κύριοι ηγέτες ήταν οΕμιχοκαιο Πέτρος ο Ερημίτης. Η Σαζάν (Ισραήλ, γ.1946) αναφέρει: «Η κλίμακα των αντιεβραϊκών ενεργειών ήταν ευρεία, εκτεινόμενη από περιορισμένη, αυθόρμητη βία μέχρι πλήρεις στρατιωτικές επιθέσεις στις Εβραϊκές κοινότητες του Μάιντς και της Κολωνίας». Αυτή ήταν η πρώτη έκρηξη αντιεβραϊκής βίαςστη Χριστιανική Ευρώπη και αναφερόταν από τους Σιωνιστές τον 19ο αιώνα ως ενδεικτικό της αναγκαιότητας για ένα κράτος του Ισραήλ.
Οι στρατιές των σταυροφόρων πολέμησαν για πρώτη φορά κατά των Τούρκων στη μακρά Πολιορκία της Αντιόχειας, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1097 και διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1098. Όταν μπήκαν στην πόλη οι σταυροφόροι έσφαξαν τους Μουσουλμάνους κατοίκους καιτη λεηλάτησαν. Όμως μια μεγάλη Μουσουλμανική στρατιά υπό τονΚερμπογκά έσπευσε αμέσως και πολιόρκησε τους νικητές σταυροφόρους που ήταν μέσα στην Αντιόχεια. Ο Βοϊμόνδος του Τάραντα ηγήθηκε μιας πετυχημένης αντεπίθεσης του σταυροφορικού στρατού και νίκησε τον στρατό του Κερμπογκά στις 28 Ιουνίου. Ο Βοϊμόνδος καιοι άνδρες του διατήρησαν τον έλεγχο της Αντιόχειας, παρά την υπόσχεσή τουστον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Το μεγαλύτερο μέρος του επιβιώσαντος σταυροφορικού στρατού βάδισε προς τα νότια, πηγαίνοντας από τη μία πόλη στην άλλη κατά μήκος της ακτής, φθάνοντας τελικά στα τείχη της Ιερουσαλήμ στις 7 Ιουνίου 1099 με ένα μόνο τμήμα των αρχικών του δυνάμεων.
Εβραίοι και Μουσουλμάνοι αγωνίστηκαν μαζί γιανα υπερασπιστούν την Ιερουσαλήμ έναντι των Φράγκων εισβολέων. Οι σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη στις 15 Ιουλίου 1099. Προέβησαν σε σφαγή των απομενόντων Εβραίων και Μουσουλμάνων αμάχων και λεηλάτησαν ή κατέστρεψαν τα τζαμιά καιτην ίδια την πόλη. Ως συνέπεια της Α΄ Σταυροφορίας δημιουργήθηκαν τέσσερα σταυροφορικά κράτη: ηΚομητεία της Έδεσσας, τοΠριγκιπάτο της Αντιόχειας, η Κομητεία της Τρίπολης καιτοΒασίλειο της Ιερουσαλήμ.
... Μας έμελλε να δούμε θαυμάσια θεάματα. Μερικοί από τους άνδρες μας (και αυτό ήταν πιο ελεήμον) έκοβαν τα κεφάλια των εχθρών μας, άλλοι τους χτυπούσαν με βέλη, έτσι ώστε έπεφταν από τα τείχη, άλλοι τους βασάνιζαν περισσότερο ρίχνοντάς τους στις φλόγες. Μπορούσες να δεις σωρούς κεφαλιών, χεριών και ποδιών στους δρόμους της πόλης. Έπρεπε να ανοίξεις δρόμο πάνω από τα σώματα ανθρώπων και αλόγων. Αλλά αυτά ήταν λίγα, συγκρινόμενα με ότι συνέβαινε στον Ναό του Σολομώντα, ένα χώρο όπου κανονικά τελούνταν θρησκευτικές τελετές ... στον ναό καιστη στοά του Σολομώντα άνδρες ίππευαν μετο αίμα να φτάνει στα γόνατά καιστα χαλινάρια τους .... Ήταν στ' αλήθεια μια δίκαιη και θαυμάσια απόφαση του Θεού, ότι αυτός ο τόπος έπρεπε να γεμίσει μετο αίμα των απίστων, αφού είχε υποφέρει τόσο καιρό από τις βλασφημίες τους
Ρεϊμόν ντ' Αγκιλέρ στην Historia Francorum qui ceperunt Iherusalem
Στο επίπεδο του λαού το κήρυγμα της Α΄ Σταυροφορίας εξαπέλυσε ένα κύμα εμπαθούς, μετην αίσθηση προσωπικού, ευσεβούς Χριστιανικού μένους, που εκφράστηκε με τις σφαγές των Εβραίωνπου συνόδευσαν και προηγήθηκαν της πορείας των σταυροφόρων σε όλη την Ευρώπη, καθώς καιμετη βίαιη μεταχείριση των «σχισματικών» Ορθόδοξων Χριστιανών στην Ανατολή.
Τη σταυροφορία αυτή ακολούθησε ένα δεύτερο, λιγότερο επιτυχημένο κύμα σταυροφόρων, γνωστό ως Σταυροφορία του 1101, κατά την οποία οι Τούρκοι υπό τονΚιλίτζ Αρσλάν νίκησαν τους σταυροφόρους σε τρεις διαφορετικές μάχες σε αντίδραση γιατην Α΄ Σταυροφορία. Ο Σίγκουρντ Α΄ της Νορβηγίας ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, που επισκέφθηκε τα σταυροφορικά κράτη, καθώς καιο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, που έλαβε μέρος σε σταυροφορική εκστρατεία ανκαιη απόπειρά του ήταν μάλλον προσκύνημα παρά σταυροφορία. Ο στόλος του βοήθησε στην πολιορκία της Σιδώνας. Επίσης το 1107 οΒοϊμόνδος της Αντιόχειας επιτέθηκε στους Βυζαντινούς στον Αυλώνα καιστο Δυρράχιο, κατά την ενίοτε ονομαζόμενη Σταυροφορία του Βοϊμόνδου, που έληξε τον Σεπτέμβριο του 1108 μετην ήττα τουκαιτην αποχώρησή τουστην Ιταλία.
Επόμενες απόπειρες του 1120 περιλαμβάνουν μία σταυροφορία, που κηρύχθηκε από τονΠάπα Κάλλιστο Β΄ γύρω στα 1120, που έγινε η Ενετική Σταυροφορία του 1122-1124, ένα προσκύνημα τουΚόμη Φούλκωνα Ε΄ του Ανζούτου 1120, μια απόπειρα τουΚονράδου Γ΄ της Γερμανίαςτου 1124, γιατην οποία λίγες λεπτομέρειες είναι γνωστές, καιη Σταυροφορία της Δαμασκού από τονΦουλκ Ε΄, που είχε ως αποτέλεσμα των Ναϊτών Ιπποτών από τονΠάπα Ονώριο Β΄τον Ιανουάριο του 1129. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν τη χορήγηση από τονΠάπα Ιννοκέντιο Β΄των ίδιων σταυροφορικών συγχωροχαρτιών σε όσους ήταν αντίθετοι στους εχθρούς του πάπα ως την πρώτη από τις πολιτικά υποκινούμενες σταυροφορίες κατά των αντιπάλων των παπών, αλλά άλλοι ιστορικοί διαφωνούν.
Τα σταυροφορικά κράτη ήταν αρχικά ασφαλή αλλά ο Ιμάντ αντ-Ντιν Ζεγκί, που διορίστηκε κυβερνήτης της Μοσούληςτο 1127, κατέλαβε τοΧαλέπιτο 1128 και τηνΚομητεία της Έδεσσαςτο 1144. Αυτές οι ήττες έκαναν τον Πάπα Ευγένιο Γ΄ να κηρύξει άλλη μία σταυροφορία την 1 Μαρτίου 1245.
Η νέα σταυροφορία κηρύχθηκε από διάφορους, αλλά κυρίως από τον Βερνάρδο του Κλερβό. Γαλλικός και Νοτιογερμανικός στρατός, υπό τους βασιλιάδες Λουδοβίκος Ζ´και Κονράδο Γ΄ αντίστοιχα, βάδισαν προς την Ιερουσαλήμ το 1147, αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν κάποια σημαντική νίκη, ξεκινώντας μια αποτυχημένη προληπτική πολιορκία της Δαμασκού. Στην άλλη πλευρά όμως της Μεσογείου η Β΄ Σταυροφορία είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς μια ομάδα Βορειοευρωπαίων σταυροφόρων στάθμευσε στηνΠορτογαλία, συμμάχησε μετονΠορτογάλο ΒασιλιάΑλφόνσο Α΄και ανακατέλαβε τηΛισαβόνα από τους Μουσουλμάνους το 1147. Ένα απόσπασμα από αυτή την ομάδα των σταυροφόρων βοήθησε τον Κόμη Ραϋμόνδο Βερεγγάριο Δ΄ της Βαρκελώνηςνα καταλάβει την πόλη Τορτόζα την επόμενη χρονιά. Στους Αγίους Τόπους το 1150, οι βασιλιάδες, τόσο της Γαλλίας όσο και της Γερμανίας, είχαν επιστρέψει στις χώρες τους χωρίς αποτέλεσμα. Ο Βερνάρδος του Κλερβό, πουμετα κηρύγματα είχε προτρέψει γιατη Β΄ Σταυροφορία, θεωρήθηκε υπεύθυνος γιατην έκταση της άσχετης με αυτή βίας και σφαγής του Εβραϊκού πληθυσμού της Ρηνανίας. Συνέχεια της σταυροφορίας αυτής ήταν το προσκύνημα του Ερρίκου του Λέοντα, Δούκα της Σαξονίας, το 1172, που μερικές φορές καταγράφεται ως (ξεχωριστή) σταυροφορία.
Συγχρόνως μετη Β΄ Σταυροφορία, Σάξονεςκαι Δανοί πολεμούσαν κατά τωνΠολάβων Σλάβωνστη Βενδική Σταυροφορία ή Α΄ Βόρεια Σταυροφορία. Οι Βένδες νίκησαν τους Δανούς καιοι Σάξονες δεν συνέβαλαν πολύ στη σταυροφορία. Οι Βένδες αναγνώρισαν την επικυριαρχία του Σάξονα ηγεμόνα Ερρίκου του Λέοντα. Περαιτέρω σταυροφορικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν, ανκαιδεν είχαν εκδοθεί παπικές εντολές πουνα καλούν σε νέες σταυροφορίες. Προσπάθειες να κατακτηθούν οι Βένδες έγιναν πάλι το 1160, από τον Ερρίκο τον Λέοντα, που συνεχίστηκαν μέχρι το 1162, οπότε οι βένδες νικήθηκαν στη Μάχη του Ντέμιν.
Οι Μουσουλμάνοι πολεμούσαν επί μακρόν μεταξύ τους, αλλά τελικά ενώθηκαν υπό τονΣαλαντίν, που δημιούργησε ενιαίο ισχυρό κράτος. Μετά τη νίκη τουστηΜάχη του Χαττίν, συνέτριψε εύκολα τους διασπασμένους σταυροφόρους το 1187 και ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ στις 29 Σεπτεμβρίου 1187. Έγινε συνθηκολόγηση καιη πόλη παραδόθηκε, μετον Σαλαντίν να μπαίνει στην Ιερουσαλήμ στις 2 Οκτωβρίου 1187. Οι νίκες του Σαλαντίν συγκλόνισαν την Ευρώπη. Μαθαίνοντας τα νέα γιατην Πολιορκία της Ιερουσαλήμ οΠάπας Ουρβανός Γ΄ πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 19 Οκτωβρίου 1187. Στις 29 Οκτωβρίου ο Πάπας Γρηγόριος Η΄ εξέδωσε παπική βούλα, Audita tremendi, εξαγγέλλοντας τηνΓ΄ Σταυροφορία. Γιανα ανατρέψουν την απώλεια της Ιερουσαλήμ, οΦρειδερίκος Α΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (β. 1152-1190) της Γερμανίας, οΒασιλιάς Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας (β. 1180-1223) καιοΒασιλιάς Ριχάρδος Α΄ (ο Λεοντόκαρδος) της Αγγλίας (β. 1189-1199) οργάνωσαν όλοι δυνάμεις. Ο Φρειδερίκος πέθανε καθ' οδόν και λίγοι από τους άνδρες του έφθασαν στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι δύο στρατοί έφτασαν αλλά ταλανίζονταν από πολιτικές διενέξεις. Ο Φίλιππος επέστρεψε στη Γαλλία, αφήνοντας πίσω τουτο μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του. Ο Ριχάρδος απέσπασε το νησί της Κύπρου από τους Βυζαντινούς το 1191. Ανακατέλαβε στη συνέχεια την πόλη της Άκρας μετά από μακρά πολιορκία. Ο στρατός των σταυροφόρων προέλασε νότια κατά μήκος της Μεσογειακής ακτής, νίκησε τους Μουσουλμάνους κοντά στο Αρσούφ, ανακατέλαβε την πόλη-λιμάνι της Γιάφαςκαι μπορούσε ναδειτην Ιερουσαλήμ, αλλά προβλήματα ανεφοδιασμού τους ανάγκασαν να τερματίσουν τη σταυροφορία χωρίς νατην καταλάβουν. Ο Ριχάρδος έφυγε την επόμενη χρονιά, αφού διαπραγματεύθηκε μια συμφωνία μετον Σαλαντίν. Οι όροι της επέτρεπαν τις συναλλαγές για τους εμπόρους και στους άοπλους Χριστιανούς προσκυνητές να πηγαίνουν στην Ιερουσαλήμ, ενώ παρέμενε υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων.
ΟΠάπας Κελεστίνος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά τωνειδωλολατρώνστη Βόρεια Ευρώπη το 1193. Ο Επίσκοπος Μπέρτολντ του Ανοβέρου κατέφθασε με ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα σταυροφόρων το 1198, αλλά σκοτώθηκε στη μάχη καιοι δυνάμεις του ηττήθηκαν. Γιανα εκδικηθεί γιατον Μπέρτολντ οΠάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εξέδωσε μια βούλα, κηρύσσοντας σταυροφορία κατά των Λιβονιανών (στη σημερινή ΛετονίακαιΕσθονία), πουοι περισσότεροι ήταν ακόμη ειδωλολάτρες. Ο Αλμπρεχτ φον Μπουξτέβεν, χειροτονημένος επίσκοπος το 1199, έφθασε την επόμενη χρονιά με μεγάλη δύναμη και έκανε τηΡίγα έδρα της επισκοπής τουτο 1201. Το 1202 ίδρυσε τοΤάγμα των Αδελφών του ξίφουςγιανα βοηθήσει στον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών στον Χριστιανισμό και, κυριότερα, να εξασφαλίσει τον Γερμανικό έλεγχο στο εμπόριο της περιοχής. Οι Λιβονιανοί κατακτήθηκαν και προσηλυτίσθηκαν μεταξύ 1202 και 1209.
ΟΠάπας Ονώριος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά τωνΠρώσωντο 1217. Ο (Πολωνός) Κόνραντ Α΄ της Μασοβίας παραχώρησε το Τσέλμνο στους Τεύτονες Ιππότες το 1226, γιανα τους χρησιμεύσει ως βάση γιατην Πρωσική σταυροφορία. Το 1236 οι Λιβονιανοί Ιππότες του Ξίφους ηττήθηκαν από τους Λιθουανούς στο Σάουλε καιτο 1237 οΠάπας Γρηγόριος Θ΄ ενέταξε τους απομείναντες Ιππότες του Ξίφους στους Τεύτονες Ιππότες. Το 1249 οι Τεύτονες ιππότες είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση των Πρώσων, τους οποίους κυβερνούσαν ως φέουδο του Γερμανού αυτοκράτορα. Οι Ιππότες τότε προχώρησαν στην κατάκτηση καιτον προσηλυτισμό των ειδωλολατρών Λιθουανών, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1380.
Το Τευτονικό Τάγμα προσπάθησε αλλά απέτυχε να καταλάβει την Ορθόδοξη Ρωσία (ιδιαίτερα τα Πριγκιπάτα τουΠσκοφκαιτηΔημοκρατία του Νόβγκοροντ, επιχείρηση που επικυρώθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄, ως τμήμα των Βόρειων Σταυροφοριών. Το 1240 ο στρατός τουΝόβγκοροντ νίκησε τους Σουηδούςστη Μάχη τουΝέβακαιτο 1242 τους Λιβονιανούς ιππότες στηΜάχη των Πάγων.
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ΄ άρχισε τις προετοιμασίες γιαμια Γερμανική Σταυροφορία το 1195. Η υγεία τουδεντου επέτρεψε να ηγηθεί των δυνάμεων προσωπικά, έτσι η ηγεσία ανατέθηκε στον Κόνραντ του Βίττελσμπαχ, Αρχιεπίσκοπο τουΜάιντς. Οι δυνάμεις αποβιβάσθηκαν στην Άκρα τον Σεπτέμβριο του 1197 και κατέλαβαν τις πόλεις ΣιδώνακαιΒηρυτό. Αμέσως μετά ο Ερρίκος πέθανε καιοι περισσότεροι σταυροφόροι επέστρεψαν στη Γερμανία. το 1198.
Η Δ΄ Σταυροφορία δεν έφθασε ποτέ στους Αγίους Τόπους. Αντίθετα, έγινε το όχημα για τις πολιτικές φιλοδοξίες του Δόγη Ερρίκου Δάνδολουκαιτου Γερμανού Βασιλιά Φίλιππου της Σουαβίας, που παντρεύτηκε την Ειρήνη του Βυζαντίου. Ο Δάνδολος είδε μια ευκαιρία να επεκτείνει τις κτήσεις της Βενετίας στην Εγγύς Ανατολή, ενώ ο Φίλιππος είδε τη σταυροφορία ως ευκαιρία να αποκαταστήσει τον εξορισμένο ανηψιό του, Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, στο θρόνο του Βυζαντίου. ΟΠάπας Ιννοκέντιος Γ΄ ξεκίνησε τη στρατολόγηση γιατη σταυροφορία το 1200, με κηρύγματα σε Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία, ανκαιοι περισσότερες προσπάθειες έγιναν στη Γαλλία. Οι σταυροφόροι συνήψαν συμφωνία με τους Βενετούς για στόλο και προμήθεια γιανα τους μεταφέρουν στους Άγιους Τόπους, αλλά δεν είχαν να πληρώσουν, όταν έφτασαν στη Βενετία ελάχιστοι ιππότες. Συμφώνησαν να εκτρέψουν τη σταυροφορία στην Κωνσταντινούπολη καινα μοιραστούν ότι θα μπορούσε να λεηλατηθεί ως αμοιβή. Ως εγγύηση οι σταυροφόροι κατέλαβαν τη Χριστιανική πόλη Ζάρα στις 24 Νοεμβρίου 1202. Ο Ιννοκέντιος εξοργίστηκε και αφόρισε τους σταυροφόρους. Οι σταυροφόροι αντιμετώπισαν περιορισμένη αντίσταση κατά την αρχική τους πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, καταπλέοντας τα Δαρδανέλια και παραβιάζοντας τα θαλάσσια τείχη. Όμως ο Αλέξιος στραγγαλίστηκε μετά από ένα ανακτορικό πραξικόπημα, στερώντας τους την επιτυχία τους, και αναγκάστηκαν να επαναλάβουν την πολιορκία τον Απρίλιο του 1204. Τη φορά αυτή πόλη καιοι εκκλησίες λεηλατήθηκαν και μεγάλος αριθμός πολιτών σφαγιάστηκε. Οι σταυροφόροι ανταμείφθηκαν, μοιράζοντας την Αυτοκρατορία σε Λατινικά φέουδα και Ενετικές αποικίες.
Τον Απρίλιο του 1205 οι σταυροφόροι εξουδετερώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Βούλγαρους και τους απομείναντες Έλληνες στηνΑδριανούπολη, όπου οΚαλογιάν της Βουλγαρίας συνέλαβε και φυλάκισε τον νέο Λατίνο αυτοκράτορα Βαλδουίνο της Φλάνδρας. Ενώ καταδίκαζαν τα μέσα, οι πάπες αρχικά υποστήριξαν αυτή την προφανή αναγκαστική επανένωση Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας. Η Δ΄ Σταυροφορία ουσιαστικά είχε ως αποτέλεσμα δύο Ρωμαϊκές Αυτοκρατορίες στην Ανατολή: μία Λατινική «Αυτοκρατορία των Στενών», που επέζησε μέχρι το 1261 και ένα Βυζαντινό κατάλοιπο, κυβερνώμενο από τη Νίκαια, που αργότερα επανέκτησε τον έλεγχο, απουσία του Ενετικού στόλου. Η μόνη που επωφελήθηκε μακροπρόθεσμα ήταν η Βενετία.
Η Σταυροφορία των Αλβιγηνών εγκαινιάστηκε το 1208 για να εξαλείψει τους αιρετικούςΚαθαρούς της Οξιτανίας (σημερινή νότια Γαλλία). Ήταν ένας αγώνας δεκαετιών, που είχε να κάνει τόσο μετην επιθυμία της βόρειας Γαλλίας να επεκτείνει τον έλεγχό της προς τα νότια, όσο καιμετην καταπολέμηση της αίρεσης. Τελικά, οι Καθαροί κηρύχθηκαν παράνομοι καιη ανεξαρτησία της νότιας Γαλλίας εξαλείφθηκε.
ΟΠάπας Ονώριος Γ΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά υποτιθέμενων Καθαρών αιρετικών στη Βοσνία. Φημολογείτο ότι υπήρχε ένας αντίπαπαςτων Καθαρών ονόματι Νικήτας, ανκαι είναι ασαφές αν υπήρξε κανμια τέτοια μορφή. Ουγγρικές δυνάμεις ανταποκρίθηκαν στις παπικές εκκλήσεις με δύο προσπάθειες το 1234 και 1241, μετη δεύτερη να λήγει λόγω της Μογγολικής εισβολής στην Ουγγαρία το 1241. Η Εκκλησία της Βοσνίας ήταν Καθολική ως προς τη θεολογία, αλλά παρέμεινε σε σχίσμα μετη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέχρι το τέλος των Μεσαιωνικών χρόνων.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ κήρυξε το ξεκίνημα μιας νέας σταυροφορίας το 1217, μαζί μετη σύγκληση της Δ΄ Συνόδου του Λατερανού το 1215. Η πλειοψηφία των σταυροφόρων ήρθε από τη Γερμανία, τηΦλάνδρακαιτηΦρισία, μαζί με ένα μεγάλο στρατό από την Ουγγαρία υπό τον Βασιλιά Ανδρέα Β΄και άλλες δυνάμεις υπό τον Δούκα Λεοπόλδο ΣΤ΄ της Αυστρίας. Οι δυνάμεις του Ανδρέα καιτου Λεοπόλδου έφθασαν στην Άκρα τον Οκτώβριο του 1217, αλλά δεν κατάφεραν πολλά πράγματα καιο Ανδρέας επέστρεψε στην Ουγγαρία τον Ιανουάριο του 1218. Μετά την άφιξη περισσότερων σταυροφόρων, ο Λεοπόλδος καιο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Ιωάννης του Μπριέν πολιόρκησαν τη Δαμιέτη (στηνΑίγυπτο), που τελικά κατέλαβαν τον Νοέμβριο του 1219. Περαιτέρω προσπάθειες του παπικού λεγάτου Πελάγιου, να εισβάλει ενδότερα στην Αίγυπτο δεν είχαν αποτέλεσμα. Αποκλεισμένοι από δυνάμεις τουΑγιουβίδηΣουλτάνουΑλ-Καμίλ, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. ΟΑλ-Καμίλ επέβαλε την επιστροφή της Δαμιέτης και συμφώνησε οκταετή ανακωχή καιοι σταυροφόροι εγκατέλειψαν την Αίγυπτο.
Ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ είχε επανειλημμένα υποσχεθεί μια σταυροφορία, αλλά δεν κατάφερε να τηρήσει τον λόγο του, γι' αυτό αφορίσθηκε από τον Γρηγόριο Θ΄ το 1228. Παρ' όλ' αυτά απέπλευσε από τοΜπρίντιζιτον Ιούνιο του 1228 και αποβιβάσθηκε στοΣεν-Ζανντ' Ακρτον Σεπτέμβριο του 1228, μετά από μια στάση στην Κύπρο. Δεν υπήρξαν μάχες, καθώς ο Φρειδερίκος έκανε συνθήκη ειρήνης μετονΑλ-Καμίλ, ηγεμόνα της Αιγύπτου. Αυτή η συνθήκη επέτρεπε στους Χριστιανούς να κυβερνούν στο μεγαλύτερο μέρος της Ιερουσαλήμ καισεμια λωρίδα εδάφους από την Άκρα ως την Ιερουσαλήμ, ενώ στους Μουσουλμάνους δόθηκε ο έλεγχος των ιερών τόπων τους στην Ιερουσαλήμ. Σε αντάλλαγμα, ο Φρειδερίκος δεσμεύτηκε να προστατεύσει τονΑλ-Καμίλ έναντι όλων των εχθρών του, ακόμη καιαν ήσαν Χριστιανοί.
Συνέχεια αυτής της Σταυροφορίας ήταν η προσπάθεια του Βασιλιά Θεοβάλδου Α΄ της Ναβάρραςτο 1239 και 1240, που είχε αρχικά κηρυχθεί το 1234 από τονΠάπα Γρηγόριο Θ΄, γιανα οργανωθεί τελικά τον Ιούλιο του 1239, στο τέλος μιας ανακωχής. Εκτός από τον Θεοβάλδο συμμετείχαν οΠέτρος τουΝτρε, ο Ούγος, Δούκας της Βουργουνδίαςκαι άλλοι Γάλλοι ευγενείς. Έφθασαν στην Άκρα τον Σεπτέμβριο του 1239 και, παρά μία ήττα τον Νοέμβριο, ο Θεοβάλδος συνήψε μια συνθήκη με τους Μουσουλμάνους, που επέστρεφε εδάφη στα σταυροφορικά κράτη, αλλά προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των σταυροφόρων. Ο Θεοβάλδος επέστρεψε στην Ευρώπη τον Σεπτέμβριο του 1240. Επίσης το 1240 ο Ριχάρδος της Κορνουάλης, νεότερος αδελφός του Βασιλιά Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας, φόρεσε τον σταυρό και έφθασε στην Άκρα τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια εξασφάλισε την επικύρωση της συνθήκης του Θεοβάλδου και έφυγε από τους Αγίους Τόπους τον Μάιο του 1241 για την Ευρώπη.
Το καλοκαίρι του 1244 μια δύναμη Χωρεσμίων, που κλήθηκε από τονγιοτουΑλ-Καμίλ, Αλ-Σαλίχ Αγιούμπ, εφόρμησε και κατέλαβε την Ιερουσαλήμ. Οι Φράγκοι συμμάχησαν μετον θείο του Αγιούμπ, Ισμαήλ, καιτονεμίρη της Χομςκαι ενωνοντας τις δυνάμεις τους συντάχθηκαν σε μάχη στηΛα Φορμπί της Γάζας. Ο σταυροφορικός στρατός καιοι σύμμαχοί του ηττήθηκαν κατά κράτος μέσα σε σαρανταοκτώ ώρες από τη φυλή των Χωρεσμίων. Φανερώνοντας τη μεγάλη του απόγνωση ένας Ναΐτης ιππότης θρηνούσε ως εξής:
Οργή και θλίψη θρονιάζουν στην καρδιά μου...τόσο βαρειά, που μετά βίας μένω ζωντανός. Φαίνεται ο Θεός να θέλει να υποστηρίξει τους Τούρκους γιατην απώλειά μας...α, κύριε Θεέ...αλίμονο, το βασίλειο της Ανατολής έχει χάσει τόσα πολλά, που ποτέ δεθα μπορέσει να ξανασταθεί. Θα φτιάξουν ένα Τζαμίστη μονή της Παναγίας και αφού η κλοπή ευχαριστεί τον Υιό του, ποιος θα θρηνούσε γι' αυτό, είμαστε κι εμείς υποχρεωμένοι να συμμορφωθούμε...Όποιος θέλει να πολεμήσει τους Τούρκους είναι τρελός, αφού οΙησούς Χριστόςδεν τους πολεμά πια. Έχουν κατακτήσει, θα κατακτήσουν. Γιατί κάθε μέρα μας καταβάλλουν, ξέροντας ότι ο Θεός, που ήταν ξύπνιος, τώρα κοιμάται καιοΜωάμεθ τώρα δυναμώνει.
Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας οργάνωσε μια σταυροφορία, αφού φόρεσε τον σταυρό τον Δεκέμβριο του 1244, κηρύσσοντας και στρατολογώντας από το 1245 έως το 1248. Οι δυνάμεις του Λουδοβίκου απέπλευσαν από τη Γαλλία τον Μάιο του 1249 και αποβιβάσθηκαν κοντά στη Δαμιέτη στην Αίγυπτο στις 5 Ιουνίου. Περιμένοντας μέχρι το τέλος της πλημμύρας του Νείλου, ο στρατός βάδισε στο εσωτερικό τον Νοέμβριο καιτον Φεβρουάριο βρισκόταν κοντά στηΜανσούρα. Εκεί όμως ηττήθηκαν καιο Λουδοβίκος συνελήφθη ενώ υποχωρούσε προς τη Δαμιέτη. Ο Λουδοβίκος αφέθηκε ελεύθερος αντί 800.000 βυζαντίων (χρυσά νομίσματα) και συμφωνήθηκε μια δεκαετής ανακωχή. Ο Λουδοβίκος πήγε στη συνέχεια στη Συρία, όπου παρέμεινε μέχρι το 1254, εργαζόμενος γιανα παγιώσει το βασίλειο της Ιερουσαλήμ και κατασκευάζοντας οχυρώσεις.
Αγνοώντας τους συμβούλους του, το 1270 ο Λουδοβίκος Θ΄ επιτέθηκε πάλι στους Άραβες στηνΤύνιδα της Βόρειας Αφρικής. Επέλεξε τη θερμότερη εποχή του χρόνου γιατην εκστρατεία καιο στρατός του εξολοθρεύτηκε από ασθένειες. Ο ίδιος ο βασιλιάς πέθανε τερματίζοντας την τελευταία σημαντική προσπάθεια κατάληψης των Αγίων Τόπων. ΟιΜαμελούκοι, υπό τοΜπαϊμπάρ, εκδίωξαν τελικά τους Φράγκους από τους Αγίους Τόπους. Από το 1265 έως το 1271 ο Μπαϊμπάρ περιόρισε τους Φράγκους σε λίγες μικρές παραλιακές προφυλακές. Τα στρατεύματά του έσφαξαν ή υποδούλωσαν όλους τους Χριστιανούς στην πόλη της Αντιόχειας. Ο κατόπιν Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας δεσμεύτηκε γιατη σταυροφορία μετον Λουδοβίκο Θ΄, αλλά καθυστέρησε και έφτασε στη Βόρεια Αφρική τον Νοέμβριο του 1270. Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου ο Εδουάρδος πήγε στη Σικελία καιστη συνέχεια στην Άκρα τον Μάιο του 1271. Οι δυνάμεις του όμως ήταν πολύ μικρές γιανα κάνουν κάτι και αναστατώθηκε μετά τη σύναψη ανακωχής του Μπαϊμπάρ μετον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Ούγο. Ανκαιο Εδουάρδος πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα τουκαιτην ανάρρησή τουστον θρόνο τον Δεκέμβριο του 1272, επέστρεψε στην Αγγλία μόνο το 1274, ανκαι λίγα κατάφερε στους Αγίους Τόπους.
Η Σταυροφορία της Αραγωνίας κηρύχθηκε από τον Πάπα Μαρτίνο Δ΄ κατά του Βασιλιά Πέτρου Γ΄ της Αραγωνίαςτο 1284 και 1285. Ο Πέτρος υποστήριζε τις δυνάμεις κατά των Ανδεγαυών (Ανζού) στη Σικελία μετά τους Σικελικούς Εσπερινούςκαιοι πάπες υποστήριζαν τονΚάρολο τον Ανδεγαυό. ΟΠάπας Βονιφάτιος Η΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά του Φρειδερίκου Γ΄ της Σικελίας, νεότερου αδελφού του Πέτρου το 1298, αλλά χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τη στέψη και αναγνώριση του Φρειδερίκου ως Βασιλιά της Σικελίας.
Έγιναν διάφορες σταυροφορίες τον 14οκαι 15ο αιώνα γιανα εμποδίσουν την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αρχίζοντας το 1396 μετονΣιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, βασιλιά της Ουγγαρίας. Πολλοί Γάλλοι ευγενείς εντάχθηκαν στις δυνάμεις του Σιγισμούνδου, ανάμεσά τους οΙωάννης ο Ισχυρός, γιος του Δούκα της Βουργουνδίας, που ορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός της σταυροφορίας. Ανκαιο Σιγισμούνδος συμβούλευσε τους σταυροφόρους να υιοθετήσουν αμυντική στάση όταν έφτασαν στον Δούναβη, εκείνοι αντίθετα πολιόρκησαν την πόλη της Νικόπολης (Βουλγαρία). Οι Οθωμανοί αντιμετώπισαν τους σταυροφόρους στη Μάχη της Νικόπολης στις 25 Σεπτεμβρίου 1396, νικώντας τις Χριστιανικές δυνάμεις και συλλαμβάνοντας 3.000 αιχμαλώτους.
Η Χουσιτική Σταυροφορία, γνωστή και ως «Πόλεμοι των Χουσιτών», η «Βοημικοί Πόλεμοι», περιελάμβαναν τις στρατιωτικές ενέργειες κατά των οπαδών τουΓιαν ΧουςστηΒοημίατην περίοδο από το 1420 μέχρι το 1431. Την περίοδο αυτή κηρύχθηκαν σταυροφορίες πέντε φορές - 1420, 1421, 1422, 1427 και 1431. Το τελικό αποτέλεσμα των εκστρατειών αυτών ήταν να αναγκάσει τις δυνάμεις των Χουσιτών, που διαφωνούσαν σε πολλά δογματικά θέματα, να ενωθούν γιανα εκδιώξουν τους εισβολείς. Οι πόλεμοι έληξαν το 1436 μετην επικύρωση από την Εκκλησία των Συμφωνιών τουΙγκλάου (σημερινή Γιχλάβα της Τσεχίας). Τον Απρίλιο του 1487 ο Πάπας Ινοκέντιος Η΄ κήρυξε μια σταυροφορία κατά τωνΒαλδένσιων αιρετικών της Σαβοίας, τουΠεδεμοντίουκαι της Ντοφινέ, στη νότια Γαλλία καιτη βόρεια Ιταλία. Οι μόνες ενέργειες που πράγματι έγιναν ήταν κατά των αιρετικών στη Ντοφινέ, με ελάχιστο αποτέλεσμα.
Ο βασιλιάς Πολωνίας και Ουγγαρίας Βλάντισλαβ Βαρνέντσικ εισέβαλε στα εδάφη που είχαν πρόσφατα καταλάβει οι Οθωμανοί και έφτασε στοΒελιγράδιτον Ιανουάριο του 1444. Οι διαπραγματεύσεις για ανακωχή οδήγησαν τελικά σεμια συμφωνία που αποκηρύχθηκε από τον Σουλτάνο Μουράτ Β΄, μέρες μόνο μετά την επικύρωσή της. Περαιτέρω προσπάθειες των σταυροφόρων τερματίστηκαν μετηΜάχη της Βάρνας, στις 10 Νοεμβρίου 1444, που ήταν μια αποφασιστική νίκη των Οθωμανών, κάνοντας τους σταυροφόρους να αποχωρήσουν. Η αποχώρηση αυτή οδήγησε στην άλωση της Κωνσταντινούπολης, καθώς αυτή ήταν η τελευταία Δυτική προσπάθεια βοήθειας προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το 1456 οΙωάννης Ουνιάδηςκαιο Τζοβάννι ντα Καπιστράνο οργάνωσαν μια σταυροφορία γιανα άρουν την Οθωμανική πολιορκία του Βελιγραδίου.
↑Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας (History of the Christian Church), του Φίλιπ Σαφ (Philip Schaff), διαθέσιμη στο ίντερνετ εδώ, στον ιστότοπο ccel.org.