Ο όρος αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται γιανα περιγράψει τονελληνικό κόσμο κατά την περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά όπου εγκαταστάθηκαν και διαβίωσαν στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων της Ιωνίας, της Κύπρου, της Μεγάλης Ελλάδας (ακτές της Σικελίαςκαι της νότιας Ιταλίας) καιτων διάσπαρτων ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές της Μεσογείου, αλλά μέχρι καιτονΕύξεινο Πόντο.
Μετά την κατάρρευση τωνμυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων τον 12ο αιώνα π.Χ. τα ελληνικά φύλα εισήλθαν στη φάση των «σκοτεινών αιώνων» γιατην οποία λίγες γνώσεις διαθέτουμε, εξού καιη ονομασία της περιόδου αυτής. Η πληθυσμιακή πίεση οδήγησε τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας σεμετανάστευση στα νησιά καιτην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Την επόμενη περίοδο, οι εντεινόμενες επαφές των ελληνικών φύλων μετην Ανατολή συνέβαλαν στη δημιουργία αλφαβήτουκαιτην ανάπτυξη της ναοδομίας και της γλυπτικής. Με μονάδα οργάνωσης τηνπόλιν, οργανώθηκε ηίδρυση αποικιών στις ακτές της Μεσογείου καιτου Ευξείνου Πόντου από περίπου το 750 έως το 550 π.Χ. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό τωνπόλεων, πουστηνΑθήνα κατέληξαν στην εγκαθίδρυση δημοκρατίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. ένας συνασπισμός ελληνικών πόλεων απέκρουσε τηνεπίθεση της Περσικής αυτοκρατορίας. Μετά τη λήξη των πολέμων, την ηγεμονία της συμμαχίας ανέλαβε η Αθήνα, που αναδείχθηκε σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου και οδηγήθηκε σε σύγκρουση μετην άλλη μεγάλη ελληνική δύναμη, τηΣπάρτη. ΟΠελοποννησιακός πόλεμος έληξε το404 π.Χ.με ήττα της Αθήνας καιτων συμμάχων της. Εξασθενημένες από τους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. οι ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν στην ανερχόμενη ισχύ τουΜακεδονικού Βασιλείου.
Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., ηΎστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, γιατην οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά και ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουν τις κλασικές γνώσεις μας γιατη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο έως καιτον 6οπ.Χ. αιώνα έχουμε τηνΑρχαϊκή Εποχή. ΗΚλασική εποχή οριοθετείται μετην έναρξη του 5ουπ.Χ. αιώνα καιτον θάνατο τουΜέγα Αλεξάνδρου, το323 π.Χ., οπότε ξεκινά καιηΕλληνιστική εποχή, η οποία λήγει μετη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως οΗρόδοτος, οΘουκυδίδης, οΞενοφών, ή ρητόρων όπως οΔημοσθένηςκαιοΙσοκράτης ή φιλοσόφων όπως οΠλάτωνκαιοΑριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο πουσε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει σωρεία μελετών για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Από περίπου τηδεκαετία του 1980γιατην έρευνα της ιστορίας και προέλευσης πληθυσμών πραγματοποιούνται γενετικές μελέτες που αξιοποιούν π.χ. το ανθρώπινο DNA. Πρόκειται για ένα πεδίο που, ανκαι παράγει αποτελέσματα φαινομενικά εντυπωσιακά, δεν είναι ακόμα μεθοδολογικά ώριμο, ούτε παράγει αποτελέσματα η ερμηνεία των οποίων μπορεί από μόνη της να δώσει απαντήσεις σε σύνθετα ιστορικά ερωτήματα, ανκαι ενδέχεται, σε συνδυασμό μετα πορίσματα της αρχαιολογίας ή της γλωσσολογίας, να ενισχύσει υπάρχουσες θεωρίες.[3]
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την έως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μετανάστευσαν στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούςκαιστη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχαν λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικούκαιτου λαμπρού Μινωικού πολιτισμού.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πιθανή εισβολή επήλυδων περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, διακοσια χρόνια νωρίτερα. Τοποια από τις δύο εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία ότι η πρώτη εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθκαι -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος).[4] Αυτή η θεωρία γιατην πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές. Επίσης, υφίσταται ποικιλία θεωριών γιατην φύση του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.[5]
Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) καιτην ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών τουΑιγαίου. Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ' όλο πουτα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα και εκεί πουδεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιο γιατη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.Χ. οποιαδήποτε υπόθεση γιατην εθνολογική διαφοροποίηση ή μη αυτών των ομάδων εισβολέων.[6]Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούν συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά - όπως τα γκρίζα «μινυακά» αγγεία καιο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον» - στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα.[7]Δεν ευσταθεί, ακόμη, η παλιά αντίληψη ότι οοι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντιθέτως, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο και ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.[8]
Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων καιτων προελλήνων οδήγησε στη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νοτίως της Θεσσαλίας δέχτηκαν την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση τουΜυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης καθώς καιτην πρώτη ελληνική γραφή, τηΓραμμική Β΄. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ ανιχνεύουμε καιτα πρώτα στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες.
Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής μετην Επιστροφή τωνΗρακλειδώνκαιτηνΚάθοδο των Δωριέωνοι οποίες πέρασαν στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).[9]
Μετο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι Έλληνες διακρίνονται ήδη στις φυλές που γνωρίζουμε από τηνΚλασική εποχή. Η παλαιότερη θεωρία κατά την οποία οι ομιλητές των αχαϊκών και ιωνικών διαλέκτων ήρθαν κατά κύματα στην εποχή της καθόδου των ελληνόφωνων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι πια αποδεκτή. Επομένως, πριν το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, δεν μπορούμε να μιλάμε για σαφή διαχωρισμό των μετέπειτα ελληνικών διαλέκτων αλλά για τρεις το πολύ γλωσσικές ομάδες. Τη βόρειο-ελληνική και τους δύο φορείς της Μυκηναϊκής, την Αρκαδική (ή Αρκαδοκυπριακή) καιτηνΑιολική, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους.[10] Κατά άλλους μελετητές, οιδυο σπουδαιότερες διάλεκτοι στον Μυκηναϊκό χώρο ήταν η Αρκαδοκυπριακή καιη Ιωνική.[11]
Κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή η Κάθοδος των Δωριέων. Είναι γεγονός πως η αρχαία παράδοση γύρω από την έλευση τωνΔωριέων έχει διασώσει κάποιο ιστορικό πυρήνα, όπως την κατά προσέγγιση διαδρομή τους από βορρά προς νότο. Στην παράδοση αυτή, όμως, έχουν παρεισφρήσει πολλές φανταστικές λεπτομέρειες και στοιχεία της πολιτικής προπαγάνδας των μετέπειτα ελληνικών πόλεων-κρατών. Αρχαιολογικά, τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία της καθόδου των Δωριέων είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό ότι οι Δωριείς ήταν αυτοί που έφεραν από τη βόρεια Βαλκανική τη χρήση του σιδήρου, καθώς θεωρείται εισαγωγή από την Ανατολή[12] Γίνεται πάντως ελκυστική η υπόθεση ότι οι Δωριείς ήταν πολιτιστικά καθυστερημένοι νομάδες κτηνοτρόφοι στο περιθώριο του μυκηναϊκού κόσμου, οι οποίοι κάποια στιγμή ανέλαβαν έντονη επιθετική δραστηριότητα, πιεζόμενοι κι αυτοί από τα βόρεια.[ρ3 1]
Μετο τέλος της δωρικής επέκτασης, από τις μη βορειοελληνικές διαλέκτους στηνΠελοπόννησο απέμεινε μόνο η αρκαδική, στα ορεινά της Αρκαδίας. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει ο Α΄ Αποικισμός καιοιΑιολείς αποίκησαν τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου καιτηνΑιολία της Μικράς Ασίας ενώ οιΊωνεςτο κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου καιτην κλασική Ιωνία.ο Μητσοτάκης γαμιεται αποκωλ
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. προβάλλοντας από τη Γεωμετρική Περίοδο ηΕλλάδα μεταβάλλει τονπολιτισμό της από προφορικόσε γραπτό. Η χρήση ενός προσαρμοσμένου από τηφοινικική γραφή αλφάβητου μας παρέχει τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες μιας ουσιαστικής μεταβολής γιατον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικήςκαι της κεραμικήςτον θεμελιώνει σεμια τεχνολογική και καλλιτεχνική βάση. Βέβαια, η ενοποιημένη άποψη που έχουμε σήμερα γιατον ελληνικό πολιτισμό δε συνεπάγεται καιτην ανάλογη ενότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο εκείνα τα χρόνια. Εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας η Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου ακολουθεί λίγο-πολύ τον τοπικισμό της μυκηναϊκής εποχής, διαιρεμένη σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες που χαρακτηρίζονται μετον γενικό όρο πόλις-κράτος.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε ως ανώτατη μονάδα ανεξάρτητης πολιτικής οργάνωσης ηπόλις. Οι ελληνικές πόλεις ήταν αστικοί οικισμοί που λειτουργούσαν ως πολιτικά κέντρα. Οι συνθήκες καιη διαδικασία δημιουργίας των πόλεων μένουν αδιευκρίνιστες, αλλά την περίοδο της δημιουργίας τους παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση καιη δημιουργία των πρώτων ναϊκών οικοδομημάτων.[13]
Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου αλλά καιοι ενδοκοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις οδήγησαν ένα τμήμα του ηπειρωτικού καιτου νησιωτικού πληθυσμού σε ένα ρεύμα αποικισμών, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταναστευτικού κύματος προς όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Από το750 π.Χ. έως το550 π.Χ.οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς την ανατολή αποκίστηκε αρχικά ηΚύπρο, προς τον βορρά ηΧαλκιδική, οιΕρετριείς ίδρυσαν τηΜεθώνη, ενώ κυρίως ηΜίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στις ακτές της Θράκης, τονΒόσποροκαι τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Προς τη δύση οι Έλληνες αποίκισαν τις ακτές τουΙονίου (η Κόρινθος αποίκισε την (Κέρκυρα, τηνΕπίδαμνο, τηνΑπολλωνίακ.λπ.), τηνΙλλυρία, τηΣικελίακαιτη Νότια Ιταλία, τηνΚορσικήκαι τις βόρειες μεσογειακές ακτές ως τις Ηράκλειες στήλες. Ελληνικές αποικίες απαντώνται, επίσης, στηνΑίγυπτοκαιτηΛιβύη. Πόλεις όπως οιΣυρακούσες, ηΝάπολη, ηΜασσαλία ή ηΚωνσταντινούπολη προέκυψαν από τις ελληνικές αποικίες τωνΣυρακουσών, Νεάπολης, ή τουΒυζάντιου, αποικίας τωνΜεγαρέων.
Μετην ολοκλήρωση του αποικισμού, η κατανομή του ελληνισμού στηΜεσόγειο έχει ολοκληρωθεί. Έως τα μέσα του 6ουπ.Χ. αιώνα, η Ελλάδα έγινε το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής πολύ μεγαλύτερης των φυσικών ορίων της. Ανκαιοι αποικίες δεν ελέγχονταν πολιτικά από τις μητροπόλεις τους, λόγω της απόστασης από αυτές, η διατήρηση των εμπορικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών δεσμών βοήθησε στη δημιουργία ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης.
Η κλασική περίοδος χαρακτηρίζεται έντονα από την ανάπτυξη της πόλης-κράτους, που είχε ήδη γίνει η βασική μονάδα κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης του ελληνικού κόσμου.
Το490 π.Χ.ο Πέρσης βασιλιάς, Δαρείος Α΄, έχοντας καταστείλει την εξέγερση των ιωνικών πόλεων από το494 π.Χ., έστειλε τον στόλο τουνα τιμωρήσει τις δύο πόλεις. Ο περσικός στρατός κατέστρεψε την Ερέτρια και αποβιβάστηκε στηνΑττική, αλλά στημάχη του Μαραθώνα ηττήθηκε από τους Αθηναίους και άλλους υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Δαρείου, Ξέρξης Α΄, ηγήθηκε μίας πολύ ισχυρότερης ναυτικής και στρατιωτικής δύναμης εναντίον των Ελλήνων. Αφού καθυστερήθηκε από τον βασιλιά της ΣπάρτηςΛεωνίδα στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης προέλασε στην Αττική και πυρπόλησε την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στηναυμαχία της Σαλαμίνας χάρη στην ιδιοφυΐα τουΘεμιστοκλή. Την επόμενη χρονιά, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, νίκησαν τον περσικό στρατό στις Πλαταιές. Η δεύτερη ήττα των Περσών καιο θάνατος του στρατηγού τους Μαρδόνιου οδήγησαν στην οπισθοχώρησή τουστην Ασία.
Η κατάληψη της Σηστού από τους Έλληνες την ίδια χρονιά θεωρείται το τέλος των περσικών πολέμων.
Η σημασία που είχε για τους Έλληνες η νίκη τους εναντίον των Περσών ήταν ζωτική. Απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής και προκάλεσε καιμια σειρά κοινωνικών αλλαγών στο εσωτερικό των πόλεων. Ακόμη, άνοιξε ο δρόμος ώστε οι Αθηναίοι να αναδειχθούν ως ηγετική πολιτική, στρατιωτική και οικονομική δύναμη στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας τηΔηλιακή ή Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία.
Μετά τους Περσικούς πολέμους η πόλη της Αθήνας έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στη θάλασσα καιτο εμπόριο, ανκαι σοβαρός ανταγωνιστής της παρέμεινε ηΚόρινθοςμετη γεωργική παραγωγή καιτα φημισμένα κεραμικά της εργαστήρια. Ηγετική φυσιογνωμία του χρυσού αιώνα όπως αποκαλείται γιατην αθηναϊκή ανάπτυξη καιτην κυριαρχία της στις άλλες πόλεις υπήρξε οΠερικλής, γιατον οποίο πληροφορίες συλλέγουμε από τονΘουκυδίδηκαιτονΠλούταρχο. Είναι εκείνος που χρησιμοποιεί τα χρήματα των συμμάχων του, προκειμένου να χτίσει τονΠαρθενώνακαι άλλα λαμπρά μνημεία της κλασικής Αθήνας. Ως τα μέσα, καθοδηγούμενη από την απληστία της Αθήνας ησυμμαχία της Δήλου μετατράπηκε ουσιαστικά σεαθηναϊκή αυτοκρατορία, γεγονός που επικυρώθηκε από τη μεταφορά του συμμαχικού θησαυρού από τη Δήλο στον Παρθενώνα το 454 π.Χ.
Όπως ήταν φυσικό ο πλούτος της Αθήνας προσέλκυσε χαρισματικούς ανθρώπους από όλη τηνΕλλάδα, παρ' όλη την αυστηρότητα του καθεστώτος τωνμετοίκων. Η ίδια η αθηναϊκή πολιτεία προώθησε τη γνώση και τις τέχνες. Έγινε το κέντρο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, της φιλοσοφίαςκαιτων τεχνών (βλ. θέατροκαιγλυπτική). Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα των τεχνών καιτων γραμμάτων έζησαν στην Αθήνα αυτής της περιόδου: ανάμεσά τους δραματικοί ποιητές όπως οΑισχύλος, οΣοφοκλής, οΕυριπίδηςκαιο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, φιλόσοφοι όπως οΑριστοτέλης, οΠλάτωνκαιοΣωκράτης, ιστοριογράφοι όπως οΗρόδοτος, οΘουκυδίδηςκαιοΞενοφών, ποιητές όπως οΣιμωνίδηςκαι γλύπτες όπως οΦειδίας. Η πόλη έγινε -σύμφωνα μετα λόγια του ίδιου του Περικλή- «το σχολείο της Ελλάδας», (βλ. επίσης Εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα).
Οι άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη αποδέχθηκαν αρχικά την αθηναϊκή ηγεμονία στον διαρκή πόλεμο κατά των Περσών, αλλά σταδιακά ηΑθήνα εξελίχθηκε σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Μετά την ολοκληρωτική νίκη των Ελλήνων επί των Περσών, όμως, ορισμένες πολιτείες δυσανασχέτησαν και επεχείρησαν να αποσχισθούν από τη συμμαχία, με αποτέλεσμα την πλήρη και ωμή επίδειξη πολεμικής ισχύος από μέρους της Αθήνας, όπως τουλάχιστον την καταθέτει ο Θουκυδίδης στον περίφημο διάλογο των Μηλίων, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο διάλογος, έτσι όπως κατατίθεται από τον ιστορικό, είναι επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού, σε ό,τι αφορά την πολεμική ισχύ. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου καιη άποψη των Μηλίων πως η παράδοση είναι πράξη δειλίας, αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τους Αθηναίους (Θουκυδίδης 5.100). Ανοι Μήλιοι επιδείξουν σωφροσύνη -κλασική αρετή στην κοινωνία του 5ουπ.Χ. αιώνα- τότε θα αναγνωρίσουν ότι δεν είναι αγών από του ίσου περί ανδραγαθίας και ότι η τιμωρία δεν είναι η αισχύνη (Θουκυδίδης 5.101). Το θέμα είναι η επιβίωση και εδώ οι ηθικοί φραγμοί δεν έχουν κανένα νόημα. Σύμφωνα μετη γλώσσα του αθηναίου ιστορικού, είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς τη φυσική πραγματικότητα –στην προκειμένη περίπτωση την πολεμική ισχύ των Αθηνών. Αυτό είναι το κομβικό σημείο μετο οποίο ανοίγουν και κλείνουν οι Αθηναίοι τον διάλογό τους με τους Μηλίους. Αντίθετα με τους Αθηναίους του Ηρόδοτου, που ποτέ δεν παραδίδονται στονΞέρξηκαι αρνούνται να προδώσουν τους Έλληνες, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη αποτιμούν ψυχρά την πολεμική ισχύ τους και φυσικά ακολουθούν τη λογική αυτής της αποτίμησης μετα ανάλογα αποτελέσματα ενός εμφύλιου σπαραγμού.
Αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα ο δεύτερος πόλεμος μεταξύ των συνασπισμών της Αθήναςκαι της Σπάρτης.[εκκρεμεί παραπομπή]Η σύγκρουση μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης έχει τις ρίζες της στους περσικούς πολέμους του 5ουπ.Χ. αιώνα. Μετά από την περσική εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στην Ελλάδα καιτην επακόλουθη απώθησή τουτο 479, οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία του πολέμου ενάντια στηνΠερσία στις ελληνικές ακτές της Μικράς Ασίας. Ησυμμαχία της Δήλου, που σχηματίστηκε το 478, πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορίας, καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την ωμή δύναμη, γιανα αποτρέψουν οποιονδήποτε από τους «συμμάχους» τους να αποσυρθεί από τη συμμαχία. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την εγρήγορση της Σπάρτης καιεν τέλει τη στρατιωτική επέμβασή της ενάντια στις φιλοδοξίες των Αθηναίων για πανελλήνια κυριαρχία.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.), την Ειρήνη τουΝικίαμετη Σικελική εκστρατεία (420-413 π.Χ.) καιτον Ιωνικό πόλεμο (412-404 π.Χ.). Τα πρώτα δέκα χρόνια του πολέμου πήραν το όνομα του σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμου Β΄, που ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα καιτου οποίου η προσεκτική πολιτική κυριάρχησε στη σπαρτιατική στρατηγική των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων.
Η σπαρτιατική στρατηγική σύμφωνα μετονΑρχίδαμο ήταν η συγκέντρωση των στρατευμάτων της συμμαχίας στον Ισθμό καιη εισβολή στην αττική γη.[εκκρεμεί παραπομπή]Η στρατηγική των Αθηναίων, αντίθετα, προϊόν της ευφυΐας του Περικλή ήταν η απόσυρση των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών καιη εκτεταμένη επιθετική παρουσία του αθηναϊκού στόλου στις ακτές της Πελοποννήσου (Ναύπακτος). Παρόλο που αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς ολοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα αφάνισε περίπου τα 2/3 των πολιτών, περιλαμβανομένου τουΠερικλήκαιτωνγιωντου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Μετά τον θάνατο του Περικλή οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν κατά προτροπή του δημαγωγού Κλέωνα, την πρότερη συντηρητική και αμυντική τακτική τους φέρνοντας τον πόλεμο κοντά στη Σπάρτη και τους συμμάχους της και χτίζοντας φρούρια σε σημαντικές γιατον πόλεμο περιοχές. Ένα από τα σημαντικότερα βρισκόταν κοντά στηνΠύλο, στο νησάκι της Σφακτηρίας. Εκεί οι Αθηναίοι όχι μόνο δέχονταν τους αποστάτες είλωτες της σπαρτιατικής συμμαχίας, αλλά εξωθούσαν τους είλωτες σε εξέγερση. Οι αποφασιστικές μάχες, τις οποίες κέρδισαν οι Αθηναίοι καιο άπειρος πολεμικά Κλέων, δόθηκαν στην Πύλο καιτη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες υπό την καθοδήγηση τουΒρασίδα στράφηκαν στην αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία ήλεγχε τους πόρους του παρακείμενου ορυχείου αργύρου, πόρους με τους οποίους χρηματοδοτείτο οι αθηναϊκός στρατός. Στη μάχη της Αμφίπολης τόσο ο Κλέων όσο καιο Βρασίδας σκοτώθηκαν. Οι αντίπαλοι αντάλλαξαν αιχμαλώτους και υπέγραψαν ανακωχή.
Η ειρήνη του Νικία κράτησε έξι περίπου χρόνια, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν οι αψιμαχίες καιοι τακτικοί ελιγμοί ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, όπως καιοι εσωτερικές εντάσεις στην αθηναϊκή καιτη σπαρτιατική συμμαχία. Καθ' ον χρόνο οι Σπαρτιάτες απείχαν από τη στρατιωτική δράση, ορισμένοι από τους συμμάχους τους άρχισαν να μιλούν για εξέγερση. Υποστηρικτής τους ήταν τοΆργος, ισχυρή πολιτεία στην Πελοπόννησο. Οι Αργείοι, σύμμαχοι των Αθηναίων, κατόρθωσαν να σχηματίσουν μια ισχυρή συμμαχία κατά των Σπαρτιατών. Στημάχη της Μαντίνειαςτο 418 π.Χ., Οι Λακεδαιμόνιοι με τους γείτονές τους Τεγεάτες, αντιμετώπισαν τον ενωμένο στρατό του Άργους, των Αθηνών και της Μαντίνειας της Αρκαδίας.[εκκρεμεί παραπομπή]Η συμμαχία είχε γίνει καιμε τις διπλωματικές κινήσεις του Αλκιβιάδη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από ότι προσδοκούσε. Η Σπάρτη νίκησε, ισχυροποιήθηκε, σταθεροποίησε την κατάσταση στην Πελοπόννησο και κανένας στην Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της μέχρι το τέλος του πολέμου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η φιλοδοξία τουΑλκιβιάδηδεν περιορίστηκε μετά τη μάχη της Μαντίνειας. Αντίθετα μάλιστα μεγάλωσε, αν κρίνουμε από το μεγαλεπήβολο σχέδιό τουγια ανάμειξη της Αθήνας στη Δύση και συγκεκριμένα στη Σικελία όπου η πόλη της Εγέστας ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας κατά των Συρακουσών.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οβασιλιάς της ΜακεδονίαςΦίλιππος Β΄ (359-336 π.Χ.) μετά από τηνίκητουστην Χαιρώνεια επί των Θηβαίων, το338 π.Χ., καιτων Αθηναίων επιβάλλει την ηγεμονία τουστον ελληνικό χώρο. Μετά τη δολοφονία τουτον διαδέχεται οΜέγας Αλέξανδροςο οποίος το334 π.Χ.θα ξεκινήσει τη μεγάλη προέλαση τουστην Ασία καταλύοντας τηνΠερσική Αυτοκρατορία (νίκες επί των Περσών στονΓρανικότο 334 π.Χ., στηνΙσσότο 333 π.Χ., σταΓαυγάμηλατο 331 π.Χ., κατάληψη της Σογδιανήςκαι της Βακτριανήςτο 329 π.Χ. και εκστρατεία στην Ινδία το 326 π.Χ.). Το323 π.Χ. πεθαίνει από άγνωστα, σήμερα, αίτια στηΒαβυλώνα.
Μετά από τον θάνατο τουΜεγάλου Αλεξάνδρουτο323 π.Χ., οι κατακτήσεις του διαμοιράστηκαν μεταξύ των διαδόχων του. Από τις συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων, προέκυψαν τα τέσσερα ελληνιστικά βασίλεια: τοπτολεμαϊκόστηνΑίγυπτο, το βασίλειο των Ατταλιδών ή βασίλειο της Περγάμου, το βασίλειο τωνΣελευκιδώνκαιτο βασίλειο της Μακεδονίας το οποίο, από το294 π.Χ.και εξής, διοικούσαν μέλη της δυναστείας των Αντιγονιδών. Ο τρίτος προχριστιανικός αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων, κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατεί σχετική σταθερότητα. Η σταθερότητα αυτή διαταράσσεται από το200 π.Χ.μετην έναρξη τουΒ΄ Μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινίασε την ανάμιξη και τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις της ανερχόμενης δύναμης της εποχής, της Ρώμης, στις διενέξεις των ελληνιστικών πόλεων και βασιλείων. Παρόλο πουτομακεδονικό βασίλειο προσπάθησε να αποκρούσει τις ρωμαϊκές δυνάμεις, η ήττα τουΦιλίππου Ε΄ στις Κυνός Κεφαλαίτο197 π.Χ.καιτουΠερσέαστηνΠύδνατο168 π.Χ. σήμαναν την κατάλυση του βασιλείου. Την ίδια μοίρα ακολούθησαν καιτα υπόλοιπα κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία βρέθηκε ολόκληρη υπό ρωμαϊκή κυριαρχία το146 π.Χ.. Η επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην ελληνιστική Ανατολή ολοκληρώθηκε το30 π.Χ.μετη δολοφονία της Κλεοπάτρας Φιλοπάτωρπου σήμανε την κατάλυση του τελευταίου εναπομείναντος ελληνιστικού βασιλείου, τουπτολεμαϊκού.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 23/09/2016.
Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα επικεντρώθηκε στον ρόλο της αιτίας και της έρευνας. Επέδρασε σημαντικά στη σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη. Οι φιλόσοφοι της ελληνιστικής εποχής επηρέασαν τους Μουσουλμάνους φιλοσόφους και τους Ισλαμιστές επιστήμονες του Μεσαίωνα, τους φιλοσόφους της Αναγέννησης καιτου Διαφωτισμού καθώς και τις κοσμικές επιστήμες της σύγχρονης εποχής.
Ούτε η αιτία ούτε καιη έρευνα ξεκίνησαν με τους Έλληνες. Ο καθορισμός της διαφοράς μεταξύ της αναζήτησης των Ελλήνων γιατη γνώση καιτων αναζητήσεων των παλαιότερων πολιτισμών, όπως των αρχαίων Αιγυπτίων καιτων Βαβυλωνίων, υπήρξε για πολύ καιρό το αντικείμενο έρευνας των θεωρητικών του πολιτισμού.
Μερικοί από τους πιο γνωστούς φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο Πλάτωνας καιο Σωκράτης. Μέσα από έργα τους, όπως «Η Πολιτεία» του Πλάτωνα, αντλούμε πληροφορίες γιατην αρχαία ελληνική κοινωνία.
Η αρχαία ελληνική κοινωνία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη λογοτεχνία. Πολλοί συγγραφείς θεωρούν πως η δυτική κουλτούρα, όσον αφορά τη λογοτεχνία, ξεκίνησε από τα ομηρικά έπη «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια», τα οποία διακρίνονται για τις επιδέξιες και ζωντανές απεικονίσεις του πολέμου και της ειρήνης, της τιμής και της ατίμωσης, της αγάπης καιτου μίσους. Μία από τις πιο αξιοσημείωτες νεότερες Ελληνίδες ποιήτριες ήταν η Σαπφώ, η οποία καθιέρωσε ως είδος ποίησης τη λυρική.
Ο θεατρικός συγγραφέας Αισχύλος άλλαξε τη δυτική λογοτεχνία για πάντα όταν εισήγαγε τις ιδέες του διαλόγου καιτων αλληλεπιδρώντων χαρακτήρων στη θεατρική συγγραφή. Με αυτόν τον τρόπο επινόησε το «δράμα»: η Ορέστεια τριλογία του θεωρείται το σπουδαιότερό του επίτευγμα. Άλλοι σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς ήταν ο Σοφοκλής καιο Ευριπίδης. Ο Σοφοκλής ανέπτυξε την ειρωνεία ως λογοτεχνική μέθοδο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το έργο του «Οιδίπους Τύραννος». Ο Ευριπίδης, από την άλλη, επεχείρησε μέσω των έργων τουνα αμφισβητήσει τις κοινωνικές συμβάσεις καιτα ήθη, ενώ τα έργα του «Μήδεια», «Οι Βάκχες» και «Οι Τρωάδες» έχουν την ικανότητα να μας κάνουν να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας όσον αφορά την ιδιοκτησία, το φύλο καιτον πόλεμο. Ο Αριστοφάνης, ένας κωμωδιογράφος, καθόρισε και διαμόρφωσε την ιδέα της κωμωδίας, όπως ο Αισχύλος έκανε την τραγωδία μορφή τέχνης. Ορισμένα από ταπιο διάσημα έργα του είναι η «Λυσιστράτη» καιοι «Βάτραχοι».
Η φιλοσοφία εισήλθε στη λογοτεχνία με τους διαλόγους του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα, έγραψε πάρα πολλά έργα σχετικά με πολλούς επιστημονικούς κλάδους, αλλά η μεγαλύτερή του συνεισφορά στη λογοτεχνία ήταν πιθανόν το έργο του «Περί ποιητικής», μέσα από το οποίο κατανοούμε την αντίληψή τουγιατο δράμα καιτο οποίο καθιερώνει τα πρώτα κριτήρια γιατη λογοτεχνική κριτική.
Η μουσική ήταν παρούσα σε όλους σχεδόν τους τομείς της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, από τους γάμους και τις κηδείες μέχρι τις θρησκευτικές τελετές, το θέατρο, την παραδοσιακή μουσική και τις απαγγελίες των επικών ποιημάτων. Υπάρχουν αρκετά δείγματα της ελληνικής μουσικής σημειογραφίας, καθώς και πολλές λογοτεχνικές αναφορές στην αρχαία ελληνική μουσική. Η ελληνική τέχνη απεικονίζει μουσικά όργανα και χορό. Η λέξη «μουσική» προέρχεται από το όνομα των Μουσών. Οι Μούσες ήταν κόρες του Δία και προστάτιδες θεές των τεχνών.
Η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλη στον τομέα των μαθηματικών, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους βασικούς κανόνες της γεωμετρίας, τις ανακαλύψεις στη θεωρία των αριθμών, στη μαθηματική ανάλυση καιστα εφαρμοσμένα μαθηματικά. Οι ανακαλύψεις αρκετών Ελλήνων μαθηματικών, όπως του Πυθαγόρα, του Ευκλείδη καιτου Αρχιμήδη, χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία των μαθηματικών μέχρι και σήμερα.
Οι Έλληνες ανέπτυξαν την αστρονομία, την οποία αντιμετώπισαν ως κλάδο των μαθηματικών. Τα πρώτα γεωμετρικά, τρισδιάστατα μοντέλα που εξηγούσαν την κίνηση των πλανητών αναπτύχθηκαν κατά τοντον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Εύδοξο από την Κνίδο καιτον Κάλλιπο από την Κύζικο. Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός διατύπωσε την άποψη ότι ηγη κινείται γύρω από τον άξονά της. κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Αρίσταρχος ο Σάμιος ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στο ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Αρχιμήδης στην πραγματεία του «Ψαμμίτης» αναβιώνει την υπόθεση του Αρίσταρχου ότι «τα αστέρια καιο Ήλιος παραμένουν ακίνητα, ενώ ηΓη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά». Ο Ερατοσθένης υπολόγισε την τροχιά της Γης με μεγάλη ακρίβεια.
Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, μια συσκευή γιατον υπολογισμό της κίνησης των πλανητών, χρονολογείται από το 80 π.Χ. περίπου και θεωρείται πρόγονος του αστρονομικού υπολογιστή. Ανακαλύφθηκε σε ένα αρχαίο ναυάγιο στο ελληνικό νησί των Αντικυθήρων, ανάμεσα στα Κύθηρα καιτην Κρήτη. Αυτός ο μηχανισμός έγινε διάσημος γιατη χρήση του διαφορικού γραναζιού καθώς καιγιατη σμίκρυνση καιτην πολυπλοκότητα των τμημάτων του. Ο αυθεντικός μηχανισμός εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και συνοδεύεται από ένα αντίγραφο.
Οι Έλληνες έκαναν, επίσης, σπουδαίες ανακαλύψεις στον ιατρικό τομέα. Ο Ιπποκράτης ήταν φυσικός της Κλασσικής εποχής και θεωρείται μία από τις πιο διαπρεπείς προσωπικότητες στην ιστορία της ιατρικής. Αποκαλείται «ο πατέρας της ιατρικής». Ίδρυσε την Ιπποκρατική ιατρική σχολή. Αυτή η σχολή έφερε επανάσταση στην ιατρική της αρχαίας Ελλάδας, δεδομένου ότι καθιέρωσε την ιατρική ως έναν ξεχωριστό επιστημονικό τομέα καιτην έκανε επάγγελμα.
Η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας έχει επηρεάσει σημαντικά τον πολιτισμό πολλών χωρών, τόσο της αρχαίας όσο και της σύγχρονης εποχής, ιδιαίτερα τους τομείς της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής. Στη Δύση, η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προήλθε κατά κύριο λόγο από τα ελληνικά πρότυπα. Στην Ανατολή, οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου δέχθηκαν επιδράσεις από τον ελληνικό, τον ινδικό καιτον πολιτισμό της κεντρικής Ασίας. Έτσι δημιουργήθηκε ο «Ελληνοβουδισμός». Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, η ανθρωπιστική αισθητική καιτα υψηλά τεχνικά πρότυπα της ελληνικής τέχνης ενέπνευσαν γενιές Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η κλασσική παράδοση που προερχόταν από την Ελλάδα κυριάρχησε στην τέχνη του δυτικού κόσμου.
Η ελληνική μυθολογία αποτελείται από ιστορίες των αρχαίων Ελλήνων που αφορούν τους θεούς και τους ήρωές τους, τη φύση του κόσμου καιτην προέλευση καιτη σημασία των θρησκευτικών πρακτικών. Οι κυριότεροι Έλληνες θεοί ήταν οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου,δηλαδή ο Δίας, η γυναίκα του Ήρα, ο Ποσειδώνας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Ήφαιστος, η Αφροδίτη, η Αθηνά, ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η Δήμητρα καιο Διόνυσος. Άλλες σημαντικές θεότητες ήταν η Ήβη, ο Άδης, ο Ήλιος, η Εστία, η Περσεφόνη καιο Ηρακλής. Οι γονείς του Δία ήταν ο Κρόνος καιη Ρέα, οι οποίοι ήταν καιοι γονείς του Ποσειδώνα, του Άδη, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας.
↑Γιαννόπουλος, Θεόδωρος Γ. (2013). Πόθεν και πότε οι Έλληνες; Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης καιη παρούσα κατάσταση της έρευνας γιατην πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 459.